Η βάναυση κακοποίηση της Ελένης Τοπαλούδη παγώνει τις σκέψεις και τις ψυχές μας, καθώς ακόμα και σήμερα δεν μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε τη βαρβαρότητα που επέδειξαν οι δολοφόνοι της.
Μέσα σε αυτά τα σχεδόν 3,5 χρόνια που μεσολάβησαν από τη δολοφονία της κόρης της, η Κούλα Αρμουτίδου έδωσε μαθήματα αξιοπρέπειας, δύναμης και υπερηφάνειας. Παρά τον αβάσταχτο πόνο της τραγικής απώλειας που βιώνει, ύψωσε από την πρώτη στιγμή το ανάστημά της προκειμένου να παλέψει για τη μνήμη, αλλά και τη δικαίωση της κόρης της. Έχοντας πάντα δίπλα της συμπαραστάτη της τον σύζυγό της και πατέρα της Ελένης, Γιάννη Τοπαλούδη, πρόσφατα δήλωσε πως δεν θα δεχτεί μείωση της ποινής των δολοφόνων της κόρης της και πως «θα τα φέρω όλα τούμπα εγώ, η μάνα της Ελένης».
Θα ήθελα να ξεκινήσουμε τη συζήτησή μας μαθαίνοντας λίγα πράγματα για εσάς. Γνωρίζουμε πως είστε νηπιαγωγός και αυτό που έχουμε αντιληφθεί είναι ότι είστε ένας άνθρωπος που είχε –και που έχει και σήμερα- πολλή αγάπη και τρυφερότητα μέσα του. Θέλετε να συμπληρώσουμε την εικόνα σας με κάποια βιογραφικά στοιχεία;
Γεννήθηκα το 1963, από γονείς ποντιακής καταγωγής, στο νοσοκομείο των Σερρών. Την περίοδο εκείνη ο πατέρας μου ήταν μετανάστης στη Γερμανία. Τη μάνα μου την έπιασαν οι πόνοι της γέννας στην πλατεία του χωριού, στην Αναγέννηση Σερρών. Είχαν έρθει κάποιοι υπάλληλοι για μια βλάβη που είχαν οι κολώνες της ΔΕΗ και η συννυφάδα της τους παρακάλεσε να την πάρουν και να την πάνε στο νοσοκομείο –έτσι και έγινε. Τα αδέρφια μου, με τα οποία είχα 12 και 15 χρόνια διαφορά ηλικίας, ήδη πήγαιναν Γυμνάσιο στην Ηράκλεια Σερρών, 13 χιλιόμετρα απόσταση από το σπίτι μας. Ήμουν το στερνοπούλι. Ο πατέρας μου είχε χάσει τον δικό του πατέρα όταν ήταν μόλις 2 ετών. Πέθανε το 2011 και δούλευε μέχρι το τέλος της ζωής του, 86 ετών. Βιοπαλαιστής, εργάτης -όπου έβρισκε δουλειά πήγαινε. Κατάγομαι από φτωχή οικογένεια, αλλά δεν στερήθηκα ποτέ τίποτα. Κάθε φορά που πήγαινε ο πατέρας μου στις Σέρρες του ζητούσα να μου φέρει και ένα βιβλίο. Αυτός αναρωτιόταν «δεν σου φτάνουν αυτά που διαβάζεις στο σχολείο και θέλεις και άλλα;». Δεν το καταλάβαινε. Ήταν αγράμματος, όπως και η μαμά μου. Λόγω φτώχειας και ανέχειας δεν είχαν τελειώσει ούτε το Δημοτικό, πήγαν μέχρι την Ε’ τάξη. Αγαπούσαν όμως τη γνώση. Μας έστειλαν και τους τρεις μας στα σχολεία και τα φροντιστήρια, και έτσι γίναμε κάτι σε αυτήν τη ζωή.
Καταλαβαίνω πως μπορεί τα οικονομικά της οικογένειας να ήταν δύσκολα, αλλά πως δεν στερηθήκατε την τρυφερότητα και τη στοργή…
Δεν στερήθηκα απολύτως τίποτα, ούτε απωθημένα έχω στην ψυχή μου πως κάτι μου έλειψε. Ίσα ίσα, ήμουν σε καλύτερη μοίρα από όλα τα παιδιά του σχολείου μου. Οι γονείς μου δουλεύανε τα χωράφια τους, τη γη τους, είχαν ζώα, αρμέγανε… Ο μπαμπάς μου δούλευε στην οικοδομή -ή βαρούσε μέχρι και νταούλι σε γάμους και ποντιακά γλέντια που τον πλήρωναν. Έτσι δεν αισθάνθηκα ποτέ πως μου έλειψε το χαρτζιλίκι ή το ρούχο… Και η μαμά μου με μεγάλωσε με τόσο μεγάλη αξιοπρέπεια που μου έλεγε πάντα «το καλύτερο του άλλου, το χειρότερο το δικό σου. Δεν θα γέρνεις το βλέμμα σου με παράπονο σε κάτι που έχει μια συμμαθήτριά σου που δεν το έχεις εσύ. Εσύ έχεις άλλα που αυτοί δεν τα έχουνε». Και πράγματι, ποτέ δεν ζήλεψα κανένα παιδί, ούτε θεωρούσαν πως υπερέχουν σε κάτι. Στη ζωή μου έχω ζηλέψει μόνο ανθρώπους που σπουδάσανε, ασχολήθηκαν με τη γνώση, που μαθαίνανε γλώσσες και ξέρουν να μιλούν τέλεια ελληνικά. Αυτά θαύμαζα στη ζωή μου. Ποτέ το χρήμα ή τις περιουσίες. Και αυτές τις αξίες μετέδωσα και στα παιδιά μου. Το χρήμα είναι το μέσο να ικανοποιούμε τις ανάγκες μας, αλλά δεν είναι ο αυτοσκοπός μας.
O σύζυγός σας επίσης είναι εκπαιδευτικός. Φαντάζομαι έχετε κοινές αναφορές και αξιακό κώδικά, σωστά;
Ναι, ο Γιάννης είναι δάσκαλος. Μεγάλωσε σε μια οικογένεια εξαιρετικά εργατικών ανθρώπων, μπορώ να πω πως οι γονείς του είναι οι πιο εργατικοί άνθρωποι της Ελλάδας –δεν λέω του Δήμου, γιατί θα τους περιόριζα πολύ. Δουλεύανε μόνοι τους μπαχτσέ 14 στρεμμάτων, είχαν φυτώρια που τα φροντίζανε σαν παιδιά τους για να πουλήσουν στις λαϊκές του Διδυμότειχου και της Αλεξανδρούπολης. Αυτοδημιούργητοι άνθρωποι που δούλευαν από τα ξημερώματα μέχρι τα άγρια μεσάνυχτα. Στο σπίτι του Γιάννη, όταν ήρθα στο Διδυμότειχο στα 33 μου, βρήκα μια δεύτερη οικογένεια. Έναν χρόνο αργότερα γέννησα την κόρη μου. Η πεθερά μου με αγκάλιασε σαν παιδί της. Σε όλες μας τις ανάγκες ήταν παρούσα, όπως και στα εγγόνια τους. Την Ελένη ο παππούς της την χαρτζιλίκωνε και αυτή του έλεγε «παππού πολλά μου δίνεις…» και αυτός της απαντούσε «όχι, είσαι φοιτήτρια και πρέπει να έχεις παράδες!». Ο γιος μου έχει το όνομα του, Πέτρος. Ελένη έλεγαν την πεθερά μου, αλλά από σύμπτωση αυτό ήταν και το όνομα της μάνας μου.
Την εμπειρία της μητρότητας πώς τη βιώσατε;
Όταν γεννήθηκε η Ελένη, το 1997, έλαμψε η ζωή μας. Ήταν το φως, το χαμόγελο, η ελπίδα, το όνειρο μας. Για εμάς, αυτό το παιδί ήταν τα πάντα. Ήμασταν κοντά της και οι δύο. Μαζί με τον Γιάννη τη φροντίζαμε, δίπλα της όταν αρρώσταινε, μαζί στα ξενύχτια, στις λαρυγγίτιδες, στους πυρετούς της… Για τον Γιάννη ήταν αδιανόητο να κοιμηθεί ενώ το παιδί του είναι άρρωστο, ξενυχτούσαμε μαζί.
Μικρότερη από ενός έτους άρχισε να περπατάει. Την κρατούσαμε από το χέρι για να μην πέσει, μην χτυπήσει στις γωνίες… Κάθε φορά που έπεφτε εμένα μ’ έπιανε ένας νευρόπονος στη σπονδυλική στήλη, παρέλυε όλο μου το είναι. Τη γέννησα 34 ετών, για την εποχή θεωρούμουν μεγάλη για ένα πρώτο παιδί, ήμουν όμως πλήρως συνειδητοποιημένη. Όταν ήταν 2,5 χρονών έπρεπε να πάει στον παιδικό σταθμό και εγώ τότε θεωρούσα πως καμία άλλη γυναίκα δεν είναι ικανή να φροντίσει την κόρη μου. Φοβόμουν πολύ πως δεν θα την προσέξουν. Έκλαιγε αυτή από τη μέσα πλευρά του Παιδικού και εγώ απ’ έξω. Και μου έλεγε τότε ο Γιάννης «μα καλά, δεν ντρέπεσαι; Είσαι και εσύ εκπαιδευτικός, και εσένα οι γονείς εμπιστεύονται τα παιδιά της! Αν κάνουν όλοι σαν εσένα τι θα γίνει;». Το ξεπέρασα μετά από κάποιες μέρες, έβαλα τη λογική να υπερισχύσει του συναισθήματος.
Ως νηπιαγωγός γνώριζα πόσο σημαντικό είναι να της δίνω ερεθίσματα. Της πήραμε παιχνίδια, επιτραπέζια, της αγόρασα θυμάμαι και ένα κουκλοθέατρο να παίζουμε… Τα πάντα! Κάστρα, κουζίνες, αεροπλανάκια, κούκλες… Δεν υπήρχε κάτι που δεν το είχε. Παίρναμε εκείνη την εποχή καλούς μισθούς και είχαμε την οικονομική άνεση να ικανοποιούμε τις ανάγκες του παιδιού μας. Και καθώς μεγάλωνε το ίδιο. Πριν καν μας ζητήσει κάτι το είχε. Ο λόγος της ήταν εντολή για μένα, ό,τι μου ζητούσε της το προσέφερα. Ξεκίνησε νωρίς να μαθαίνει αγγλικά, πήγε στο ωδείο, δοκίμασε ταεκβοντό, βόλεϊ, μπάσκετ… 4 χρόνια Γερμανικά… Ό,τι ήθελε η Ελένη εμείς συνηγορούσαμε και βοηθούσαμε. Η λογική μου εμένα ήταν να ανοίξουμε δρόμους στο παιδί και να δει τι της αρέσει και να το ακολουθήσει. Και αυτή είναι η λογική μου ακόμα και σήμερα. Ό,τι θέλει ο γιος μου, ο Πέτρος, να το κάνει. Δεν του λέω ποτέ όχι.
Ήταν η Ελένη αυτή που σας ζητούσε επίμονα να αποκτήσει και ένα αδερφάκι;
Μετά από τη γέννηση της Ελένης είχα τρεις αποβολές. Τα έχανα στον 3ο μήνα. Δεν ξέρω καν γιατί, οι γιατροί δεν μου έδιναν κάποια εξήγηση, ποια ήταν η αιτία. «Έτσι έπρεπε να γίνει», αυτή ήταν η απάντησή τους. Μου έλεγαν ότι δεν θα εξελισσόταν καλά η εγκυμοσύνη και για αυτό ο οργανισμός τα απέβαλε. Ακολούθησαν μετά 5 χρόνια στα οποία δεν είχα μείνει έγκυος, δεν μπορούσα. Η Ελένη βέβαια μου το θύμιζε διαρκώς, λέγοντας μου πως θέλει ένα αδερφάκι. Θυμάμαι πως της έλεγα «μα καλά, δεν σου αρέσει που είσαι μοναχοπαίδι και τα έχεις όλα δικά σου;» και αυτή μου απαντούσε πως όχι. Το πιο χαρακτηριστικό είναι όταν είχαμε κατέβει για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 στην Αθήνα και από εκεί ταξιδέψαμε μαζί με ένα φιλικό μας ζευγάρι στην Ερμούπολη της Σύρου και ημερήσια εκδρομή στην Τήνο και στη Μύκονο. Στην Παναγία της Τήνου είχα μαζί μου την Ελένη. Πήγε και στάθηκε στην ουρά για να προσκυνήσει και να ζητήσει από την Παναγιά να της χαρίσει αδερφάκι. Πράγματι προσκυνάει. Τη χάνω μετά για λίγο και τη βλέπω ξανά στο τέλος της ουράς. Την περίμενα και την είδα να προσκυνάει ξανά, καθώς ήθελε να ζητήσει και πάλι ένα αδερφάκι. Ε, και το 2006 πλέον γέννησα τον Πέτρο. Η Ελένη τον αγαπούσε πάρα πολύ, υπερβολικά πολύ. Και πάντα ήθελε να τον προστατεύει, να μην τον πειράζει κανείς.
Όταν ήρθε η ώρα να φύγει η Ελένη για σπουδές στη Ρόδο ποια ήταν τα αισθήματά σας;
Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως θα είναι πολύ μακριά. Από τον Βορρά στον Νότο. Και αυτό που μπορούσα να κάνω ήταν να στείλω τον μπαμπά της μαζί της για καμιά εικοσαριά μέρες να τη βοηθήσει. Ο Γιάννης της έκανε μάλιστα και 2 φακέλους στον υπολογιστή, έναν με τα αξιοθέατα της Ρόδου και έναν με τα στοιχεία της σχολής και ό,τι άλλο μπορεί να της ήταν χρήσιμο. Να τα έχει όλα γραμμένα. Το πιο τραγικό είναι πως όταν έγινε η δολοφονία δημιούργησε και έναν τρίτο φάκελο για τη δολοφονία του παιδιού μας. Αυτό τι σου λέει;
Γνωρίζουμε πλέον πως η Ελένη είχε απευθυνθεί στην Αστυνομία περίπου έναν χρόνο πριν τη δολοφονία της, τόσο για να καταγγείλει τον βιασμό της, όσο και τη βιντεοσκόπηση με την οποία την εκβίαζαν. Σκέφτομαι πόσο διαφορετικά θα μπορούσαν να είχαν χειριστεί οι αστυνομικοί την καταγγελία ενός κοριτσιού που σχεδόν μόλις ενηλικιώθηκε, αλλά και την αδυναμία του συστήματος να της προσφέρει ενδυνάμωση, ψυχολογική υποστήριξη, ώστε να βρει το κουράγιο να ζητήσει βοήθεια από εσάς ή από κάποιον δικηγόρο, μια οργάνωση. Αναρωτιέμαι αν αυτές είναι και δικές σας σκέψεις;
Σχετικά με τον βιασμό, που έγινε ένα βράδυ τον Νοέμβρη του 2017, θέλω να πω το εξής. Η Ελένη για αρχή δεν έπινε. Το παιδί μου το ξέρω, το έχω δει σε τόσα τραπέζια, σε τόσες γιορτές. Πέρα από κόκα κόλα και χυμό δεν έπινε τίποτα. Δεν την είχα δει ούτε με ένα ποτήρι κρασί. Και το παιδί βρέθηκε μεθυσμένο. Ποιος μου λέει εμένα πως δεν έριξαν κάτι στο ποτό της και μετά τη βιάσανε; Επίσης, εκείνο το βράδυ είχε πάει μαζί με μια φίλη της. Γιατί αυτή η υποτιθέμενη φίλη δεν την πήρε μαζί της; Αν ήταν πραγματική φίλη θα την προστάτευε, θα την έπαιρνε στο σπίτι της. Δεν θα την άφηνε μόνη και έρημη στα χέρια των βιαστών. Την επόμενη μέρα, όταν η Ελένη συνειδητοποίησε τι έγινε, γκρεμίστηκε ο κόσμος μέσα της. Το ξέρω το παιδί που είχα. Ξέρω πως ένιωσε απογοήτευση, ότι στραγγαλίστηκαν όλα τα συναισθήματά της, πως αισθάνθηκε ότι βρώμισε το σώμα και η ψυχή της και δεν ήξερε τι να κάνει και πώς να το κάνει. Και παίρνει αυτό το κορίτσι με το οποίο ήταν μαζί εκείνο το βράδυ -και μαζί μια ακόμα φίλη που είχα γνωρίσει κιόλας- και πάνε στην αστυνομία.
Και να κάνω εδώ μια παρένθεση. Όταν αργότερα ρώτησα αυτήν την κοπέλα γιατί δε βοήθησε το παιδί μου, μου είπε «φταίω, φταίμε». Τι να το κάνω τώρα το «φταίω, φταίμε»; Γιατί δεν ήρθε να με πιάσει και να μου πει τι συμβαίνει στην Ελένη; Και αν δεν είχε την τόλμη ας έγραφε σ’ ένα χαρτί και να το έχωνε κάτω από την πόρτα του σπιτιού μας. Αλλά ας με ειδοποιούσε με κάποιον τρόπο. Μπορούσε με κάθε τρόπο να βοηθούσε το παιδί μου. Αυτές όμως δεν κάνανε τίποτα.
Πηγαίνει λοιπόν η Ελένη στο Αστυνομικό Τμήμα να καταγγείλει το γεγονός και εκεί τη διώξανε. Ούτε την κατεύθυναν τι να κάνει, ούτε καταγράψανε το γεγονός. Υπάρχουν αστυνομικοί που θυσιάζουν τη ζωή τους την ώρα του καθήκοντος, που βαστάνε πολύ γερά και τα αστέρια πολύ ψηλά και άλλοι που τα ποδοπατάνε και τα αστέρια τους και τα γαλόνια τους. Αυτοί πρώτοι δολοφονήσαν το παιδί μου.
Οι λεπτομέρειες για τον τρόπο που έφυγε η Ελένη από τη ζωή είναι εξαιρετικά σκληρές και σοκαριστικές. Υπήρξε κάποια στιγμή που είπατε πως δεν θέλετε ή δεν αντέχετε, να μάθετε κάτι παραπάνω σχετικά με τη δολοφονία της;
Ήθελα να τα μάθω όλα. Παρόλο τον πόνο μου, παρά το ζάχαρο μου που μια πάει στο 600 και μια στο 60. Καταπονήθηκε πολύ η ψυχή μου, το σώμα μου, η καρδιά μου, αλλά τα διάβαζα όλα. Έμπαινα στα σάιτ και ό,τι γράφτηκε το έχω διαβάσει και το έχω μάθει.
Και το αποκορύφωμα ήταν τον περασμένο μήνα, την Κυριακή 13 Φεβρουαρίου. Ήρθαμε στην Αθήνα. Εκείνη τη νύχτα είχα την πρωτόδικη απόφαση μπροστά μου και ξημέρωσα διαβάζοντάς την. Ήμουν ένα θεριό ανήμερο σε κλουβί μέσα, σηκωνόμουν, έμπαινα και έβγαινα από το δωμάτιο αλλά κατάφερα και τη διάβασα όλη. Σηκώθηκα στις 6:15 από την καρέκλα, έκανα ένα ντους, ντύθηκα και πήγα στα δικαστήρια την ώρα που έπρεπε. Και εκεί, δεχτήκαμε τη μεγάλη κοροϊδία, έναν ακόμα εμπαιγμό και μια ακόμη απογοήτευση. Παίζουν με τον πόνο μας. Διακοπή δίκης. Δεν θα μας κλονίσουν όμως. Απορώ κιόλας γιατί ξαναγίνεται δίκη.
Το παιδί μου το στραγγάλισαν. Στραβώσανε μαχαίρι στον λαιμό της και είπαν ότι ήταν και σκληρόπετσος ο λαιμός της. Τέρατα. Σαδιστές και μισογύνηδες. Πολτοποιήσανε με το σίδερο το κεφάλι του παιδιού. Πεταγόταν σαν πίδακας και το χτυπούσανε στον τοίχο να το αποτελειώσουν. Τρεισήμισι ώρες την ταλαιπωρούσαν. Η Ελένη αντιστάθηκε και το «όχι» και την αντίστασή της την πλήρωσε με τη ζωή της. Και ποια εξάλλου θέλει να βιαστεί; Εσένα θέλεις να σε βιάσει κανείς; Εμένα θέλω να με βιάσει κανείς; Ποια θέλει να ζει με αυτόν καημό και με αυτόν τον πόνο μια ζωή; Με αυτήν τη βρώμα του κορμιού και τη δυσωδία του κάθε βρωμιάρη που θα καταπατήσει το ναό της ψυχής σου και του κορμιού σου. Ποια το θέλει; Καμία.
Οι οικογένειες των θυμάτων όμως δεν έχουν δικαιώματα. Μόνο καλούνται να παρίστανται, να βιώνουν και να ματώνουν ξανά με όλα τα βασανιστήρια του παιδιού, καρέ καρέ το τι έγινε -και να πληρώνουμε και από πάνω την όλη τη διαδικασία. Όλο αυτό το Εφετείο, που δεν το κινούμε εμείς, εμάς θα μας κοστίζει 15.000 ευρώ. Ούτε με τις ποινές-χάδια της πρωτόδικης απόφασης είμαι ευχαριστημένη, αυτές όμως προβλέπει ο ποινικός κώδικας.
Η δολοφονία της Ελένης έβαλε στο λεξιλόγιο μας τον όρο γυναικοκτονία. Για εσάς αυτό έχει κάποια αξία; Το ότι δηλαδή η απώλεια της κόρης σας δεν θα περάσει στην ιστορία ως μια αόριστη δολοφονία, αλλά ως αυτό που ήταν, μια μορφή δηλαδή ακραίας έμφυλης βίας.
Εγώ θα ήθελα να ζούσε το παιδί μου και να μην περνούσε ούτε στην ιστορία, ούτε να γινότανε σύμβολο κατά της έμφυλης βίας. Το παιδί μου ήταν γεννημένο για μεγάλα πράγματα. Ήθελε να δώσει στο διπλωματικό σώμα, να δουλέψει σε πρεσβείες, στο προξενείο της Ανδριανούπολης… Να κάνει μεταπτυχιακό, να πάει στο Λονδίνο. Μιλούσε πολλές γλώσσες, ήξερε τουρκικά, έκανε μαθήματα αραβικών και ήθελε να πάει μάλιστα στην Ιορδανία για να τα βελτιώσει. Να ταξιδέψει στο Περού, στη Νέα Υόρκη… Και όλα αυτά μείνανε όνειρα απραγματοποίητα και η Ελένη έγινε σύμβολο. Εγώ όμως την ήθελα εδώ, άγγελο στη ζωή, με δυο πόδια να περπατάει και να ονειρεύεται. Και από δίπλα να είμαι και εγώ, να την καμαρώνω και να τη βοηθάω. Αυτό ήθελα.
Όσο για τον όρο «γυναικοκτονία» πώς είναι δυνατόν να μην την έχουν συμπεριλάβει οι νομοθέτες ακόμα στον Ποινικό Κώδικα; Για να μην δείξουν την πατριαρχική κοινωνία τους; Γιατί αυτός είναι ο μοναδικός λόγος, δεν βρίσκω κάποιον άλλο. Με πολύ μεγάλη άνεση ένας άντρας στερεί τη ζωή από μια γυναίκα καθώς τη θεωρεί υποχείριο του, υποδεέστερη και κτήμα του. Κάθε μήνα έχουμε και μια γυναικοκτονία. Πού βαδίζουμε;
Θεωρείτε πως η ελληνική κοινωνία είναι κατά κάποιο τρόπο συνένοχη στα περιστατικά έμφυλης βίας;
Φυσικά. Τώρα αρχίσανε και ανοίγουν κάποια στόματα. Μα καλά, δεν έχουν μάθει πως το στόμα είναι για να μιλάμε; Πως όταν βλέπουμε κάτι το καταγγέλλουμε; Πολλές φορές όμως οι Έλληνες δεν θέλουμε να μπλέκουμε. Οι τόσο φιλότιμοι και φιλεύσπλαχνοι Έλληνες… Μόνο όταν βλέπουν να γίνεται κάτι τραγικό, μόνο τότε ανοίγουνε το στόμα τους. Βλέπουν την καθημερινή βία στο διπλανό τους σπίτι και δεν κάνουνε τίποτα. Και ακόμα και αν το καταγγείλουν η Αστυνομία δεν κινητοποιείται όπως θα έπρεπε –έχουμε το χειροπιαστό παράδειγμα στη Δάφνη που η καταγγελία βίας από τη γειτόνισσα της γυναίκας αγνοήθηκε. Το περιπολικό έκανε την περαντζάδα του, οι αστυνομικοί κοίταξαν από μακριά τα μπαλκόνια και έφυγαν. Αυτή είναι η βοήθεια που παρείχανε στο θύμα; Τώρα λένε δημιουργήσανε στην Αστυνομία κάποια σχετικά τμήματα και τους περνάνε από σεμινάρια και υπάρχει μια μερική ευαισθητοποίηση. Τι να την κάνω τώρα την ευαισθητοποίηση;
Αυτά τα χρόνια τα τόσο σκληρά της απώλειας από πού αντλείτε δύναμη;
Από τον ίδιο τον εαυτό μου αντλώ δύναμη. Και από τον Γιάννη. Ο ένας στηρίζει τον άλλον. Όσα παρηγορητικά λόγια και να σου πούνε όταν κλείνουμε την πόρτα είμαστε οι τρεις μας, ο Γιάννης, εγώ και το παιδί. Ο Πέτρος όμως δεν θέλω να βιώνει στο ακέραιο όλο αυτό που ζούμε εμείς. Προσπαθούμε λίγο να του κρυφτούμε. Τώρα, τα παρηγορητικά λόγια… Όσο κρατάει μια επιστολή να τη διαβάσω τόσο κρατάει και η παρηγοριά. Μετά μένω εγώ και ο πόνος μου.
Θα ήθελα να κλείσουμε με κάποια όμορφη ανάμνηση που έχετε και που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας από την Ελένη.
Διαβάζαμε μαζί όταν ήταν στην Γ’ Λυκείου. Καθόμασταν στο τραπέζι και μάθαινα και εγώ μαζί της την ύλη. Είχα άγχος όλη τη νύχτα. Γυρνούσα από το σχολείο, κοιμόμουν για λίγο και μετά διαβάζαμε ώρες ατελείωτες. Όταν τελείωσε, αυτό που θυμάμαι πολύ όμορφα και χαρακτηριστικά είναι ότι ήρθε μέσα στην κρεβατοκάμαρα και με αγκάλιασε, με φίλησε και μου λέει «ευχαριστώ μαμά για όλα». Τη ρώτησα γιατί μ’ ευχαριστεί και μου απάντησε «που ήσουν κοντά μου, που διάβαζες μαζί και με βοήθησες. Και μαμά, ένα σου λέω. Άμα έδινες εξετάσεις και εσύ κάπου θα περνούσες!». Ήταν πάρα πολύ γλυκό…
Πηγή bovary.gr