Γράφει ο
Νεκτάριος Καλογήρου
Γνωρίστε τον Άχμετ, 28 χρονών από την Παλαιστίνη, που ολόκληρο το χωριό του καταστράφηκε από βόμβες. Και τη Σεμς από τη Σομαλία, 32 χρονών, που κάποιοι δολοφόνησαν τον άντρα της και θέλησαν να σκοτώσουν και την ίδια. Τον Άμιρ, 21 ετών από το Ιράκ, που ζει με μια σφαίρα στο κεφάλι, παρακαταθήκη από την προσπάθεια της μάνας του να τον σκοτώσει σαν έμαθε ότι είναι ομοφυλόφιλος. Γνωρίστε και τον Μοχάμεντ, 30 ετών, που αν και λέκτορας στο πανεπιστήμιο της Σομαλίας, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του, όντας κυνηγημένος από τρομοκράτες. Περίπου η ίδια ιστορία και του Χουσεΐν από το Ιράν, του Χάμσα από τη Συρία, του Κάρμα από το Θιβέτ, της Αλικίνα, του Αμάτα, του Αμόρ, του Ιμπραήμ, της Αμίνα, της Αξλάμ, του Αμπουγιαζέρ και 112 ακόμα άλλων.
Έχουν ονοματεπώνυμο οι πρόσφυγες που ζουν στο άτυπο κέντρο προσωρινής παραμονής της Ρόδου κι όλοι, μα όλοι, έχουν από μια ιστορία να τους ακολουθεί. Δεν υπάρχουν τρομοκράτες ανάμεσά τους, παρά μόνο πρόσωπα που βρίσκονται σε θέση αδυναμίας και τις τελευταίες ημέρες έχουν βρεθεί με λάθος τρόπο στην επικαιρότητα. Ολοι στο άτυπο κέντρο περιμένουν να προχωρήσουν οι διατυπώσεις ώστε να φύγουν για την Ευρώπη. Εκεί τους περιμένουν αδέλφια, νύφες, μητέρες, φίλοι, ξαδέλφια, απλοί γνωστοί, συγγενείς εξ αίματος, που ΄χαν προλάβει να ξεφύγουν τα προηγούμενα χρόνια και κάπου, σε κάποια γωνιά του βορρά έκαναν μια κατάσταση.
Στο παλιό ιταλικό κτήριο φιλοξενείται ένας καταυλισμός ξεριζωμένων ανθρώπων κι αυτές είναι ορισμένες από τις ιστορίες τους, όπως δέχθηκαν να τις διηγηθούν στη ‘δημοκρατική’:
Αχμετ, 28 χρονών,
δάσκαλος,
Παλαιστίνη
«Εφυγα από την Παλαιστίνη εξαιτίας του πολέμου. Στην περιοχή που μένω δεν μπορείς να ζήσεις, παντού βόμβες και καταστροφή. Στα σημεία όπου ακόμα υπάρχει ζωή, δεν υπάρχουν δουλειές. Εγώ ήμουν δάσκαλος. Δίδασκα ‘τεχνολογία της πληροφορικής’ για μαθητές 15 έως 18 ετών. Ξέρετε, σχολείο δεν είναι το κτήριο, είναι οι μαθητές του. Από μια βόμβα χάθηκαν οι περισσότεροι. Οι υπόλοιποι σταμάτησαν. Κλείστηκαν στα σπίτια τους. Τότε ήταν που άρχισα να κάνω αγγαρείες δεξιά κι αριστερά για να επιβιώσω. Το ίδιο κάνουν όλοι στην Παλαιστίνη. Δουλειά 16 ώρες για 10 δολάρια. Αμα θέλεις. Ευτυχώς για μένα οι συγγενείς μου έχουν ήδη εγκαταλείψει τη χώρα. Είχαν φύγει πριν λίγα χρόνια για Σουηδία, Στοκχόλμη, εγκαταστάθηκαν εκεί και με περιμένουν».
Σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης η φωνή του Άχμετ είναι σταθερή, παρότι τα χείλη του είναι πρησμένα από το ξύλο. Ηταν αυτός που πριν από τρεις εβδομάδες, έξω από τον καταυλισμό δέχθηκε επίθεση αγνώστων. Τον ξυλοκόπησαν αλύπητα και τον έστειλαν στο νοσοκομείο. Σαν φυσιογνωμία είναι λίγο τρομακτικός. Ισως να φταίει το αποστεωμένο του πρόσωπο, το απεριποίητο μούσι που ακόμα καλά – καλά δεν του ‘χει καλύψει τα μάγουλα. Ψηλός, πολύ λεπτός και άκακος, σα δάσκαλος.
«Μάζεψα ό,τι είχα κι έφυγα. Από την Παλαιστίνη πέρασα στην Τουρκία κι από κει με βάρκα βγήκαμε έξω από τη Ρόδο. Τώρα περιμένω το Γραφείο Ασύλου να μου ετοιμάσει τα χαρτιά για να φύγω. Να πάω στον αδελφό μου στη Στοκχόλμη, στο θείο μου και στο κορίτσι μου, που με περιμένει εκεί. Αρραβωνιαστήκαμε στην Παλαιστίνη κι έφυγε με την οικογένειά της. Τώρα πάω κι εγώ, με περιμένει». Πώς τη λένε; Δίστασε να απαντήσει, όμως τελικά είπε. «Αΐλα, τη λένε Αΐλα». Δεν είπε τίποτα άλλο. Δεν άντεξε. Δάκρυσε. Εκανε νόημα στον Ντίνο τον Μαντικό κι εκείνος του ‘δωσε ένα τσιγάρο. Το πήρε και κάθισε απόμερα.
Σεμς, 32 ετών, γυναίκα, Σομαλία
«Στην πόλη, όπου ζούσαμε, είχαμε ένα μικρό μαγαζί. Μπακάλικο, μανάβικο, πουλούσαμε διάφορα είδη διατροφής και πράγματα για το σπίτι. Πολύ συχνά ερχόταν μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων, έπαιρνε ό,τι ήθελε κι έφευγε χωρίς να πληρώσει. Ο σύζυγός μου προσπαθούσε κάθε φορά να τους σταματήσει, μα τον χτυπούσαν. Δυνατά. Η αστυνομία εκεί δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Με τον καιρό τα πράγματα δυσκόλεψαν ακόμα περισσότερο. Εκτός από τις κλοπές, τακτικά περίμεναν σε κάποιο απόμερο δρόμο να σχολάσω και να μου πάρουν τα ψώνια που είχα για το σπίτι. Έκαναν κι άλλα». Εκεί η αφήγησή της σταμάτησε για λίγο. Η Σομαλία είναι μια από τις πιο φτωχές χώρες του πλανήτη. Είναι και από τις πιο βίαιες. Εκεί οι γυναίκες γίνονται θύματα κακοποίησης. Συχνής κακοποίησης.
«Μετά από όλα αυτά, ο σύζυγός μου στράφηκε στη Δικαιοσύνη. Ζήτησε προστασία. Αμέσως το επόμενο βράδυ η ίδια ομάδα τον δολοφόνησε. Κυνήγησαν κι εμένα. Πρόλαβα, ξέφυγα. Τους είδα ποιοι είναι. Ξέρω τα πρόσωπά τους και ξέρω ότι αν έμενα θα σκότωναν κι εμένα. Έτσι γίνεται στη Σομαλία». Ο σύζυγος της Σεμς ήταν 36 ετών.
«Τώρα το μόνο που θέλω είναι να μείνω ασφαλής, να έχω ζωή. Δεν έχω δουλειά, δεν έχω τίποτα. Θα δούμε».
Αμίρ, 21 ετών, φοιτητής, Ιράκ
«Είχα μια καλή ζωή. Κάθε πρωί έπαιρνα το λεωφορείο για την πόλη. Σπούδαζα Αρχιτεκτονική στο πανεπιστήμιο και στο χρόνο που περίσσευε δούλευα για να συντηρούμαι. Είχα σχέση μ’ ένα παιδί, αγόρι κι εκείνος. Στα κρυφά. Η θρησκεία δεν το επιτρέπει, όμως εμείς βρισκόμασταν. Μαζί ήμασταν από παιδιά. Δεν ξέρω το πώς, η μητέρα μου το έμαθε και μας έπιασε στο σπίτι του φίλου μου. Είχε έρθει και κρατούσε το κυνηγετικό όπλο του πατέρα μου. Τρελάθηκε όταν μας είδε. Αρχισε να πυροβολεί, ούτε και θυμάμαι πόσες φορές έριξε. Εκείνος έφαγε τις περισσότερες σφαίρες κι έμεινε επί τόπου. Με προστάτεψε με το σώμα του. Εφαγα κι εγώ, στα πλευρά, στα πόδια. Ένα από τα σκάγια με χτύπησε πάνω από το μάτι».
Υπάρχουν αρκετές περιοχές στο μουσουλμανικό κόσμο, όπου η «τιμωρία της ομοφυλοφιλίας» δικαιολογείται ως κίνητρο ενός εγκλήματος και αποτελεί ισχυρό ελαφρυντικό στοιχείο.
«Μόλις βγήκα από το νοσοκομείο εξαφανίστηκα. Φρόντισα να χαθούν τα ίχνη μου. Εφυγα από την περιοχή, σταμάτησα το πανεπιστήμιο, βρήκα δουλειά σε μια άλλη πόλη, μα η μητέρα μου πάλι με εντόπισε. Εστειλε και με πήραν πίσω στο χωριό, με έδεσαν ξάπλα στο κρεβάτι και με χαράκωναν. Με χαράκωνε η μάνα μου για να φύγει, έλεγε, ο δαίμονας από μέσα μου. Με χαράκωνε, έλεγε, γιατί η ντροπή ήταν μεγάλη».
Αδιάψευστος μάρτυρας είναι οι φωτογραφίες στο κινητό του. Το σώμα του γεμάτο χαρακιές, από τα πόδια μέχρι το λαιμό. Εφυγε από το Ιράκ αμέσως μόλις μπόρεσε να ξεφύγει. Ενας από τους γνωστούς οφθαλμίατρους της Ρόδου επιβεβαίωσε ότι ‘οι ακτινογραφίες δείχνουν πως ένα μεταλλικό σφαιρίδιο υπάρχει μέσα στο κρανίο του, ακριβώς πάνω από το δεξί οφθαλμό. Συνεπεία αυτού του γεγονότος, στην όρασή του, από εκείνο το μάτι, κυριαρχεί το κόκκινο χρώμα’. Δηλαδή; ‘Από εκείνο το μάτι βλέπει τον κόσμο κόκκινο’.
Μοχάμεντ, 30 ετών,
λέκτορας πανεπιστημίου, Σομαλία
«Ημουν λέκτορας στο πανεπιστήμιο. Δίδασκα ‘Χρηματοοικονομικά’ και παράλληλα εργαζόμουν ως υποδιευθυντής στην εταιρεία ηλεκτρισμού. Συχνά, συγκεκριμένα πρόσωπα ζητούσαν πληροφορίες για τη δουλειά μου. Με εκβίαζαν, με χτυπούσαν. Αυτή είναι η τακτική των τρομοκρατών στη Σομαλία. Θέλουν να έχουν τον έλεγχο παντού. Αν τους έδινα τα στοιχεία που ήθελαν, θα έχανα τη δουλειά μου, κυρίως θα έχανα την αυτοεκτίμησή μου και το μέλλον μου. Εχω μια γυναίκα και τέσσερα παιδιά να θρέψω. Εφυγα ψάχνοντας για ειρήνη. No peace, no rules, no regulation in Somalia. Όταν έφτασα στη Ρόδο, παρουσιάστηκα στην αστυνομία και ζήτησα άσυλο. Ελπίζω να τα καταφέρω και να νομιμοποιηθώ. Ελπίζω να γίνω δεκτός στο πανεπιστήμιο και να μπορέσω έτσι να ολοκληρώσω το διδακτορικό μου. Ονειρεύομαι τη στιγμή που θα επανενωθεί η οικογένειά μου». “Παρών” σε όλες τις συνεντεύξεις της ‘δημοκρατικής’ ήταν ο κ. Ντίνος Μαντικός. Όπως εξήγησε «χιλιάδες μετανάστες πέρασαν από τον άτυπο καταυλισμό της Ρόδου. Από αυτούς ελάχιστοι έμειναν στην Ελλάδα κι ακόμα πιο λίγοι στη Ρόδο. Ολοι θέλουν να φτάσουν κάπου στην Ευρώπη, στους συγγενείς τους. Κυρίως στο Βέλγιο». Το κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο στη διάρκεια των συνεντεύξεων ήταν μια οικονομική συσκευασία, κονσέρβα γίγας, με τοματοπελτέ, που υπήρχε ανοιγμένη στον πάγκο. Οσο εξελίσσονταν οι αφηγήσεις, κάθε τόσο, ερχόταν κάποιος από τους φιλοξενούμενους για να πάρει δυο κουταλιές πελτέ, να πλουτίσει έτσι το ρύζι ή τις φακές του. Από δίπλα ο κ. Ντίνος, σημείωνε το όνομα και την ποσότητα πελτέ, φακής ή ρυζιού που πήρε ο κάθε ένας στην εβδομάδα που πέρασε.