Ρεπορτάζ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΑΛΙΟΣ
ΜΑΓΙΟΡΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΗ. Κατεβαίνοντας από το αεροπλάνο στο Αεροδρόμιο Πάλμα Μαγιόρκα, το μέγεθος της τουριστικής ανάπτυξης του νησιού βρίσκεται εκεί, μπροστά σου. Από τους δεκάδες ιμάντες παραλαβής αποσκευών έως τον πίνακα αφίξεων – αναχωρήσεων, στον οποίο «στριμώχνονται» ακόμα και αυτήν την εποχή 70 αεροπορικές εταιρείες, εξυπηρετώντας κάθε εβδομάδα τουλάχιστον 1.500 πτήσεις εσωτερικού και 700 διεθνείς πτήσεις. Οι αριθμοί κόβουν την ανάσα: ένα νησί με την έκταση της Εύβοιας (2,5 φορές μεγαλύτερο από τη Ρόδο) φιλοξενεί ετησίως περίπου 12 εκατ. τουρίστες, όταν ο τουρισμός όλης της Ελλάδας είναι 25 εκατομμύρια.
Τίποτα, όμως, δεν γίνεται χωρίς συνέπειες. Και έτσι, η Μαγιόρκα των 54 δήμων πασχίζει την τελευταία δεκαετία να αντιμετωπίσει το πλήθος των περιβαλλοντικών προβλημάτων που δημιουργεί η τεράστια τουριστική ανάπτυξη, από τα απορρίμματα και τα λύματα έως την καταστροφή του τοπίου στις παραλιακές περιοχές.
«Στο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς υπάρχει μια επιγραφή που λέει: Μηδέν άγαν (σ.σ.: τίποτα καθ’ υπερβολήν). Δυστυχώς για τις τουριστικές περιοχές της Μεσογείου, το μέτρο έχει προ πολλού χαθεί», εξηγεί ο αρχιτέκτων Κάρλος Γκαρσία Ντελγάδο. «Στη Μαγιόρκα, ο τουρισμός άρχισε ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, με ανθρώπους υψηλής ποιότητας που θεωρούσαν ότι ανακάλυψαν έναν παράδεισο. Οι άνθρωποι αυτοί έφυγαν τη δεκαετία του 1970, όταν άρχισαν να φτιάχνονται μαζικά άσχημα κτίρια, να καταστρέφονται οι παραλίες. Σήμερα, η κατάσταση είναι καλύτερη, αλλά είναι πλέον πολύ αργά, τα πράγματα είναι δύσκολα αναστρέψιμα».
Την τελευταία δεκαετία, η Μαγιόρκα πήρε μέτρα για να ανασχέσει τις επιπτώσεις του μαζικού τουρισμού. Οπως εξηγεί στην «Κ» ο Αλφόνσο Ροντρίγκεζ, δήμαρχος της Κάλβια, του πιο τουριστικού δήμου του νησιού, τα ανοικτά μέτωπα είναι πολλά. «Το 1999, η πόλη της Κάλβια είχε 33.000 πληθυσμό, τώρα έχει 52.000. Το πρόβλημα αντιμετωπίζεται με στεγαστικά προγράμματα, υπονομεύεται όμως από την ενοικίαση κατοικιών με πλατφόρμες τύπου Airbnb. Πολλοί ντόπιοι δεν μπορούν να βρουν σπίτι σε λογικές τιμές, γιατί όλοι τα θέλουν ‘‘ελεύθερα’’ το καλοκαίρι. Σε άλλα νησιά, όπως στην Iμπιζα, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα, ακούμε ότι το καλοκαίρι ενοικιάζονται μπαλκόνια και σκηνές σε εργαζόμενους στον τουρισμό, γιατί δεν υπάρχει στέγη».
Παράλληλα, τον δήμο απασχολεί η ανανέωση του ξενοδοχειακού αποθέματος. «Πολλά ξενοδοχεία χτίστηκαν το ’60-70 και πρέπει να ανακαινιστούν. Πριν από πέντε χρόνια, το 52% των ξενοδοχείων στον δήμο ήταν τριών αστέρων και το 33% τεσσάρων αστέρων, και σήμερα η αναλογία είναι ακριβώς η αντίθετη. Eχουμε επενδύσει μεγάλα ποσά στην αναθεώρηση του πολεοδομικού σχεδιασμού, δεν επιτρέπουμε επεκτάσεις του σχεδίου πόλης, δεν επιτρέπουμε νέα κτίρια επάνω στην ακτογραμμή, επιδοτούμε την ‘‘απόσυρση’’ παλιών κτιρίων, μεγάλο μέρος του νησιού κηρύχθηκε προστατευόμενο».
Παράλληλα με το περιβάλλον, η Μαγιόρκα αναζητεί νέα ταυτότητα, μακριά από τη «μονοκαλλιέργεια» του τουρισμού. Σε αυτό το πλαίσιο διοργάνωσε στις 20 – 21 Απριλίου το συνέδριο «World Smart Island», με θέμα τις έξυπνες, καινοτόμες λύσεις σε ζητήματα νησιωτικότητας.
«Βασικό ζήτημα των νησιών είναι η γεωγραφική απομόνωση. Με τις νέες τεχνολογίες, αυτό το πρόβλημα αίρεται», λέει στην «Κ» η Πιλάρ Κονέσα, επικεφαλής της διοργάνωσης. «Τα ευρωπαϊκά νησιά πρέπει να μεταβληθούν σε χώρο για την ανάπτυξη λύσεων για τα νησιά όλου του πλανήτη, να προσεγγίσουν παλαιά και νέα προβλήματα με καινοτόμους τρόπους. Πώς; Η ποιότητα ζωής στα μεσογειακά νησιά μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα για την προσέλκυση ταλέντων, ανθρώπων που εργάζονται στην παραγωγή γνώσης. Γιατί να εργαστεί κανείς από μια μουντή ευρωπαϊκή μεγαλούπολη και όχι από ένα ισπανικό ή ένα ελληνικό νησί; Πρόκειται, εξάλλου, για αμοιβαία επωφελή σχέση – η εμπειρία της Ισπανίας και της Ελλάδας δείχνει ότι δεν είναι καλό για ένα νησί να εξαρτάται απόλυτα από τον τουρισμό, καθώς ο μεγάλος αριθμός των επισκεπτών και η εποχικότητα δημιουργούν πλήθος προβλημάτων. Εκτιμώ ότι τα νησιά έχουν δική τους δυναμική και δυσανάλογα μικρό χώρο στη δημόσια σφαίρα».
Κάν’ το όπως η Μαγιόρκα, για τη διαχείριση των σκουπιδιών
Καθώς το αυτοκίνητο πλησιάζει τη μονάδα διαχείρισης απορριμμάτων της Μαγιόρκα, στο νοτιοδυτικό κομμάτι του νησιού, παρατηρώ ένα πουλί με ασυνήθιστα μεγάλο άνοιγμα φτερών να πετά από πάνω μας. «Αετός δεν είναι;», ρωτώ την Ελενα Κορομίνα, υπεύθυνη διεθνών σχέσεων της μονάδας. «Ναι. Εργάζεται για εμάς!», εξηγεί. «Oπου μεταφέρονται απορρίμματα, συγκεντρώνονται γλάροι. Οι δημότες λοιπόν των γύρω περιοχών διαμαρτύρονταν και έτσι προσλάβαμε έναν εκπαιδευτή με τον αετό του. Ο αετός κάνει βόλτες μερικές ώρες κάθε ημέρα, οι γλάροι των βλέπουν και φεύγουν».
Η πρόσληψη ενός αετού δεν είναι η μόνη, ούτε η κυριότερη από τις πρωτοτυπίες της μονάδας. Eνα βραβευμένο για την αρχιτεκτονική του κτίριο έχει δημιουργηθεί μόνο για τους επισκέπτες -από σχολεία έως επιστήμονες- λειτουργώντας ως «βιτρίνα» της μονάδας. Από την ταράτσα του ξεκινά ένα monorail, ένα τρένο που κάνει μια σύντομη διαδρομή μέσα στη μονάδα για μια high tech ξενάγηση και αποτελεί τη βασική «ατραξιόν» του συγκροτήματος.
Υπάρχουν και κοινωνικές πρωτοβουλίες: για παράδειγμα στη μονάδα κομποστοποίησης, που είναι ένα δύσοσμο περιβάλλον εργασίας, προσλαμβάνονται πρώην κρατούμενοι, ως ένα βήμα επανένταξης. «Η δουλειά εκεί δεν είναι ελκυστική. Είναι όμως δουλειά, με μισθό και πλήρη ασφάλιση, άρα δίνει σε κάποιον μια ευκαιρία για ένα νέο ξεκίνημα», λέει η κ. Κορομίνα.
Μετά την πρώτη εικόνα
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η Μαγιόρκα είχε 400.000 τόνους απορριμμάτων ετησίως, 30 χωματερές και ΧΥΤΑ και καμία προσπάθεια ανακύκλωσης. Το Συμβούλιο της Μαγιόρκα (καθ’ αντιστοιχία, ο έπαρχος του νησιού) αποφάσισε να προχωρήσει σε έναν διαγωνισμό ενιαίο, για όλο το νησί, μέσω σύμπραξης δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ).
Στον διαγωνισμό επικράτησε το 1992 η κοινοπραξία TIRME (URBASER 60%, FCC 20%, IBERDROLA 20%). Η πρότασή της βασίζεται στην αποτέφρωση συμμίκτων απορριμμάτων για την παραγωγή ενέργειας, αφού προηγηθεί ανακύκλωση και κομποστοποίηση.
«Πρώτο μας μέλημα, βάσει της σύμβασης, ήταν το κλείσιμο όλων των χωματερών και τη διατήρηση μόνο ενός ΧΥΤΥ», εξηγεί ο Ραφαέλ Γκινέα, γενικός διευθυντής της TIRME. Το 1996 λειτούργησε η πρώτη μονάδα αποτέφρωσης και ακολούθησε η κατασκευή δεύτερης, παράλληλα με τις υποδομές ανακύκλωσης και κομποστοποίησης».
Σύμφωνα με στοιχεία της TIRME, στη Μαγιόρκα παράγονται 600.000 τόνοι απορρίμματα. Από αυτά αποτεφρώνονται περίπου 450.000 τόνοι, παράγοντας 60 MW ενέργειας που πωλείται στην ισπανική εταιρία ηλεκτρισμού. Η ανακύκλωση (5 χωριστά ρεύματα), που ξεκίνησε το 2003 δεν χρεώνεται, προκειμένου να ενισχυθεί: η ανακύκλωση χαρτιού έχει φθάσει τους 30.000 τόνους ετησίως, γυαλιού τους 25.000, συσκευασιών τους 16.000 τόνους, βιοαποδομήσιμων τους 18.000 τόνους.
«Η ανακύκλωση είναι ακόμα σε χαμηλά επίπεδα», παραδέχεται ο κ. Γκινέα. «Το μέλλον βρίσκεται στην ενίσχυση της διαλογής στην πηγή. Η Ισπανία την προηγούμενη δεκαετία απέκτησε πλήθος μονάδων μηχανικής διαλογής συμμίκτων απορριμμάτων (σσ. παίρνουν κοινά απορρίμματα και ξεχωρίζουν με μηχανική διαδικασία τα ανακυκλώσιμα), όμως το μοντέλο αυτό θεωρείται πλέον ξεπερασμένο και εγκαταλείπεται: παράγει χαμηλής ποιότητας ανακυκλώσιμα υλικά και κακής ποιότητας κομπόστ, που δεν απορροφώνται από την αγορά. Ναι, η ανακύκλωση είναι η καλύτερη λύση καθώς επαναφέρει τους πόρους μέσα στην οικονομία. Η αποτέφρωση όμως θεωρείται εξίσου βιώσιμη από την Ε.Ε., αφού αποτρέπει την ταφή απορριμμάτων και οδηγεί στην παραγωγή «πράσινης ενέργειας».
Στη μονάδα, η λυματολάσπη (από τους έξι βιολογικούς καθαρισμούς του νησιού) υπόκειται επεξεργασία από την οποία παράγεται υπόστρωμα για την κατασκευή δρόμων. Τα βιοαποδομήσιμα παράγουν κομπόστ που πωλείται πολύ φθηνά και γίνεται ανάρπαστο στο νησί. «Το πουλάμε πολύ φθηνά γιατί μας ενδιαφέρει να “επιστρέφει” στην παραγωγική διαδικασία», εξηγεί ο διευθυντής της μονάδας. Συνολικά το κόστος της διαχείρισης για τους δήμους υπολογίζεται στα 125 ευρώ/τόνο (χωρίς την ανακύκλωση, που χρηματοδοτείται από την παραγωγή ενέργειας). «Για εμένα, το βασικότερο είναι ότι η ταφή απορριμμάτων βρίσκεται σχεδόν στο 0%, σε ένα νησί όπου το καλοκαίρι οι ποσότητες απορριμμάτων είναι 2,5 φορές μεγαλύτερες. Εχω τρία παιδιά, μένω μόλις 10 χλμ από εδώ και με ενδιαφέρει το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνουν».
Καθημερινή