Ποια είναι τα χαρακτηριστικά ενός καλού ευρωβουλευτή; Πώς αξιολογείται η ποιότητα του έργου του; Πώς ξεχώρισε και διεκδικεί εκ νέου την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος; Εύλογα ερωτήματα ανακύπτουν μετά την ολοκλήρωση της πενταετούς θητείας των ευρωβουλευτών (22-25 Απριλίου) στη συνεδρίαση της τελευταίας ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ο απολογισμός, πάντως, για τους 21 ευρωβουλευτές που εκπροσώπησαν τους Ελληνες πολίτες από το 2019 στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο δεν είναι εύκολη υπόθεση, παρά τη φαινομενική ευκολία να γίνει μέσω καταγραφής παρουσιών σε αρμόδιες επιτροπές, κοινοβουλευτικών ερωτήσεων, διεκπεραίωσης νομοθετικών φακέλων.
Λέγεται ότι στο «μικρό κράτος εν κράτει» –όπως συχνά αποκαλείται το Ευρωκοινοβούλιο–, ιδιαίτερα μετά τις σοβαρές αρμοδιότητες που ανέλαβε και τον ρόλο του συν-νομοθέτη στο θεσμικό οικοδόμημα της Ε.Ε., από τους συνολικά 705 ευρωβουλευτές, οι 70 είναι οι ισχυροί «παίκτες», οι 50 οι πιο δραστήριοι, οι 100 βοηθητικοί και οι υπόλοιποι απλώς ακολουθούν. Σύμφωνα με αρκετούς συνομιλητές μας, οι Ελληνες ευρωβουλευτές παραμένουν στην τελευταία κατηγορία, παρά το γεγονός ότι σε αυτή τη θητεία η ελληνική αντιπροσωπεία είχε συνολικά δύο αντιπροέδρους, τον Δημήτρη Παπαδημούλη και την Εύα Καϊλή (έως τον Δεκέμβριο του 2022, όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε τον τερματισμό της θητείας της λόγω του Qatargate
Ποιοτικά χαρακτηριστικά
Η εκλογή δύο Ελλήνων στη θέση αντιπροέδρου του Κοινοβουλίου αποτέλεσε αναμφισβήτητα διάκριση, που δεν επιβεβαιώνει τον κανόνα ότι –λόγω μεγέθους χώρας– δεν δίνονται σημαντικοί «φάκελοι» σε Ελληνες ευρωβουλευτές από τις πολιτικές ευρωομάδες τους. Κρίσιμο παράγοντα αποτελούν τα «ποιοτικά χαρακτηριστικά» εκάστου ευρωβουλευτή. Συνομιλητές μας, με μακρά θητεία σε διάφορες θέσεις εντός του Κοινοβουλίου, αναφέρουν ότι ποιοτικά χαρακτηριστικά λογίζονται από τις πολιτικές ευρωομάδες το βιογραφικό, οι γνώσεις των ευρωπαϊκών θεσμών και της λειτουργίας τους, η πολύ καλή γνώση τουλάχιστον μίας ξένης γλώσσας, η επιλογή ικανών συνεργατών και η μη αποκλειστική προσκόλληση στο «εθνικό συμφέρον». Επιπρόσθετο προσόν αποτελεί η θητεία σε κυβερνητικό πόστο προκειμένου να ανατεθεί σε κάποιον ευρωβουλευτή ένας σημαντικός φάκελος ή ο ρόλος εισηγητή σε κρίσιμο νομοθέτημα.
Κανένας δεν υπήρξε εισηγητής σε κρίσιμα νομοθετήματα, όπως για το μεταναστευτικό ή την τεχνητή νοημοσύνη.
«Υπάρχει μια ιδιότυπη επετηρίδα εντός του Κοινοβουλίου, υπερισχύουν όσοι έχουν από δύο θητείες και πάνω», εξηγεί πηγή. Αν και οι κανόνες ισχύουν πάντα με εξαιρέσεις, στη «συγκομιδή» της πενταετίας κανένας Ελληνας ευρωβουλευτής δεν υπήρξε εισηγητής σε κρίσιμα νομοθετήματα, όπως για το μεταναστευτικό ή την τεχνητή νοημοσύνη. «Κρινόμαστε διαρκώς μετεξεταστέοι», σημειώνει πηγή, που αναγνωρίζει πάντως τη δυσκολία του εσωτερικού συστήματος να δώσει «ίσες ευκαιρίες στους Ελληνες ευρωβουλευτές, ισάξιες με άλλους». Η ίδια πηγή όμως εκτιμά ότι η πολύ καλή γνώση μιας ξένης γλώσσας είναι εξαιρετικά σημαντικό «εργαλείο», καθώς με αυτή «χτίζεις συμμαχίες». Οι θέσεις, άλλωστε, του Ευρωκοινοβουλίου συνδιαμορφώνονται όχι μόνο από τον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων, αλλά κυρίως μέσω διαπραγματεύσεων που γίνονται στο παρασκήνιο. Μετρημένοι στο δάχτυλο του ενός χεριού ήταν οι Ελληνες ευρωβουλευτές που ξεχώρισαν για τη γλωσσική ή την επικοινωνιακή τους δεινότητα.
Συνομιλητές μας μάς υπενθυμίζουν ότι η «φθίνουσα πορεία», που καταγράφει στο σύνολό της η ελληνική αντιπροσωπεία, ξεκίνησε από το 2014, όταν καταργήθηκε το σύστημα εκλογής με λίστα και εφαρμόστηκε ο σταυρός προτίμησης. Τα αρνητικά αποτελέσματα της σταυροδοσίας γίνονται φανερά και από τις επιδόσεις που καταγράφουν διάφοροι δείκτες, όπως ο BCW Influence Index ή ο Influence Index της EU Matrix, που λαμβάνουν υπόψη πρωτοβουλίες ευρωβουλευτών, συμμετοχή τους στην ολομέλεια και στις επιτροπές όπου ανήκουν, καθώς και ερωτήσεις που καταθέτουν.
Οι πολιτικές ομάδες με τη μεγαλύτερη επιρροή ήταν το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, όπου ανήκει η Νέα Δημοκρατία (με έξι πλέον Ελληνες ευρωβουλευτές), η ομάδα των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών, όπου ανήκει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ (με έναν ευρωβουλευτή), οι Φιλελεύθεροι (με έναν) και οι Πράσινοι (με έναν ευρωβουλευτή). Επονται οι ομάδες των ακροδεξιών (ID), οι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές (ECR), όπου ανήκει η Ελληνική Λύση (με έναν ευρωβουλευτή), και η Αριστερά (GUE/NGL), όπου ανήκει ο ΣΥΡΙΖΑ (με δύο) καθώς και η Νέα Αριστερά (με δύο ευρωβουλευτές).
Οι μη εγγεγραμμένοι ή ανεξάρτητοι ευρωβουλευτές έχουν ελάχιστη επιρροή – οι συνολικά οκτώ ευρωβουλευτές που είτε ήταν μη εγγεγραμμένοι (π.χ. του ΚΚΕ) είτε ανεξαρτητοποιήθηκαν αποτελούν σχεδόν το 30% του συνόλου της ελληνικής αντιπροσωπείας. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον δείκτη BCW Influence Index, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 24η θέση από τα συνολικά 27 κράτη-μέλη, ενώ στους εκατό πρώτους ευρωβουλευτές δεν περιλαμβάνεται κανένας Ελληνας.
Ευρωεκλογές: Προς αναζήτηση αναχωμάτων
Ο έτερος δείκτης Influence Index της EU Matrix τοποθετεί τον Δημήτρη Παπαδημούλη στη 18η θέση στους εκατό ευρωβουλευτές με τη μεγαλύτερη επιρροή. Σχετικά με τη δραστηριότητά τους για την προώθηση νομοθετικών ρυθμίσεων ανά κατηγορία, ο δείκτης αναδεικνύει –ανάμεσα στους είκοσι πιο επιδραστικούς ευρωβουλευτές– τις Μαρία Σπυράκη για το περιβάλλον, Αννα-Μισέλ Ασημακοπούλου για τα θέματα εμπορίου, Ελενα Κουντουρά για τις μεταφορές και τον Στέλιο Κυμπουρόπουλο για την υγεία.
Και επειδή στην Ελλάδα αντίστοιχοι δείκτες είναι αμφισβητήσιμοι –λόγω μεθοδολογίας–, ωστόσο περίπου τα ίδια ονόματα ακούστηκαν από διάφορους συνομιλητές μας, ενώ κάποιοι προσέθεσαν και εκείνο του Πέτρου Κόκκαλη για θέματα περιβάλλοντος ή του Νίκου Παπανδρέου παρά τη μόλις 12μηνη θητεία του.
Πού υπερτερούν
Εκεί όπου η ελληνική αντιπροσωπεία υπερτερεί έναντι άλλων είναι στην επιτροπή εξωτερικών υποθέσεων (AFET), όπου μετράει –έναν μάλλον υπερβολικό αριθμό– οκτώ ευρωβουλευτές. «Ισως επειδή δεν έχει νομοθετικό έργο και τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται προκαλούν ενδιαφέρον στο εγχώριο κοινό, π.χ. εκθέσεις για την Τουρκία, ψηφίσματα για τα Δυτικά Βαλκάνια, όπως η περίπτωση του Φρέντη Μπελέρη, όπου συνήθως τα ανακλαστικά των Ελλήνων ευρωβουλευτών είναι ιδιαιτέρως αυξημένα», σημειώνει συνομιλητής μας.
Ούτε όμως ο αριθμός των ερωτήσεων ή των ψηφισμάτων, που υιοθετούνται εξυπηρετώντας εθνικά συμφέροντα, δεν είναι ενδεικτικός στον τελικό απολογισμό. Οι ερωτήσεις, άλλωστε, είναι η «καταφυγή του άχρηστου ευρωβουλευτή», όπως λέει χαρακτηριστικά πηγή με πολυετή θητεία στο Ευρωκοινοβούλιο. Συνολικά, ωστόσο, την τελευταία πενταετία «η Ελλάδα έμεινε ακόμη μία φορά μετεξεταστέα» στην Ευρωβουλή, αναφέρει άλλη πηγή.
Πηγή kathimerini.gr