Η Μαρία Παπαμηνά, μια εκ των δικηγόρων που χειρίστηκε την υπόθεση με το ναυάγιο στο Φαρμακονήσι, μιλά στο NEWS 24/7 για το πώς η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο από τις ελληνικές αρχές ήδη από το 2014 και τη σημασία της για αντίστοιχες υποθέσεις.
Οκτώ χρόνια. Τόσα πέρασαν από το 2014 μέχρι σήμερα. Οι διασωθέντες του ναυαγίου ανοιχτά από το Φαρμακονήσι, μαζί με μερικούς δικηγόρους και οργανώσεις που εξαρχής στάθηκαν στο πλευρό τους, βρέθηκαν μόνοι τους να προσπαθούν να αποδείξουν ότι οι 11 (8 παιδιά και 3 γυναίκες) από τους 27 μετανάστες που επέβαιναν στο πλοιάριο 8 μέτρων, έχασαν τη ζωή τους με ευθύνη των ελληνικών αρχών. Μόλις χθες το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου τους δικαίωσε, καταδικάζοντας την Ελλάδα.
Μια από τους δικηγόρους που ασχολήθηκαν από την αρχή μέχρι σήμερα με την υπόθεση, είναι η Μαρία Παπαμηνά: «Από την αρχή της ιστορίας, παρακολουθώντας τους χειρισμούς, την έρευνα που υποτίθεται ότι γινόταν αλλά και τις συζητήσεις που διεξάγονταν για το θέμα στη Βουλή, η αίσθησή μας ήταν ότι όλο αυτό έμοιαζε με μια επιχείρηση συγκάλυψης. Δεν ήταν μια επιχείρηση έρευνας με πρόθεση να αποδοθούν ευθύνες. Υπήρχε η πρόθεση μόνο να κλείσει η υπόθεση και αυτό πλέον προκύπτει από τον τρόπο που ασκεί την κριτική του το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφαση που εκδόθηκε χθες», λέει στο News 24/7 η δικηγόρος. «Λέει ξεκάθαρα ότι οι ελληνικές αρχές μπορούσαν και όφειλαν να κάνουν αλλιώς και την επιχείρηση έρευνας και διάσωσης και τη διερεύνηση του περιστατικού μετά».
Το Ναυτοδικείο δεν ζήτησε τις συνομιλίες του σκάφους- Δεν ζήτησε καν ανάσυρση του πλοιαρίου
Η υπόθεση πήγε στο Ναυτοδικείο Πειραιά τον Απρίλιο του 2014 και μέσα σε τρεις μήνες έκλεισε σε πρώτο και δεύτερο βαθμό. Οι δικηγόροι τότε ζήτησαν να γίνει άρση απορρήτου των επικοινωνιών του σκάφους του λιμενικού με το κέντρο Διεύθυνσης Προστασίας Συνόρων ώστε να γίνουν γνωστές οι εντολές που δίνονταν και συνολικά οι συνομιλίες κατά τη διάρκεια του περιστατικού. Ο εισαγγελέας του Ναυτοδικείου δεν ζήτησε τις επικοινωνίες ώστε να προστεθούν στη δικογραφία.
Όπως λέει η Μαρία Παπαμηνά: «Δεν εμφανίστηκαν ποτέ σε εμάς οι συνομιλίες, δεν μπήκαν στη δικογραφία και έτσι δεν υπήρχε η δυνατότητα να σχηματιστεί πλήρης εικόνα για το τι συνέβη. Οι διασωθέντες έδωσαν καταθέσεις στη Λέρο με διερμηνείς που δεν καταλάβαιναν τη γλώσσα τους. Όταν μετά μίλησαν τόσο με την Ύπατη Αρμοστεία όσο και με διερμηνείς που ήταν οι κατάλληλοι να μεταφράσουν σωστά, φάνηκε πως όσα έλεγαν δεν είχαν σχέση με αυτά που καταγράφηκαν στην αρχή».
Επιπλέον, ενώ είχαν περάσει εννέα ημέρες από το ναυάγιο, η δικηγόρος υπενθυμίζει πως οι ελληνικές αρχές δεν είχαν διατάξει την ανάσυρση του πλοιαρίου στο οποίο επέβαιναν τα θύματα από τον βυθό της θάλασσας, κάτι που έγινε μόνο μετά από το αίτημα των δικηγόρων. Αυτό, όπως λέει η Παπαμηνά, ήταν και το μόνο από τα αιτήματά τους που τελικά έγινε δεκτό από το Ναυτοδικείο, ωστόσο αναρωτιέται πως είναι δυνατόν να διεξάγεται μια έρευνα χωρίς από μόνες τους οι αρχές να έχουν ζητήσει την ανάσυρση του σκάφους του ναυαγίου.
«Τελικά η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο από το Ναυτοδικείο Πειραιά, με επιχείρημα ότι η Ελλάδα δεν διενεργεί επαναπροωθήσεις. Δεν ζήτησε τις συνομιλίες, δεν κάλεσε καν την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες που από την πρώτη στιγμή βρέθηκε στη Λέρο με τους διασωθέντες, έλαβε υπόψη του ως αξιόπιστες τις καταθέσεις των λιμενικών και δηλώσεις στελεχών του λιμενικού στη Βουλή», υπενθυμίζει η Μαρία Παπαμηνά.
Οι δικηγόροι που ασχολήθηκαν με την υπόθεση, δεν πήγαν εξαρχής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με μια υπόθεση επαναπροώθησης μεταναστών, όπως εξηγεί η Παπαμηνά: «Είπαμε τους ισχυρισμούς των διασωθέντων. Ότι η όλη επιχείρηση ήταν επιχείρηση επαναπροώθησης στην Τουρκία όπως είπαμε και στις ελληνικές αρχές. Παρόλα αυτά πήγαμε βασιζόμενοι στα στοιχεία της ποινικής δικογραφίας, την πραγματογνωμοσύνη της ανάκρισης, τις καταθέσεις των λιμενικών, τα στοιχεία που είχαν προσκομίσει οι αρχές και φυσικά και την περιγραφή και των προσφευγόντων. Εντοπίσαμε σημεία που στοιχειοθετούσαν παραβίαση των διατάξεων των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ήταν εύλογα τα ερωτήματα.
Γιατί δεν ανεβάσατε τους ανθρώπους στο σκάφος του λιμενικού όταν ήταν 27 άνθρωποι σε σκάφος 8 μέτρων και ενώ οι άνθρωποι παρακαλούσαν, τους λιμενικούς να πάρουν στο σκάφος τους το μωρό και τα γυναικόπαιδα. Υπήρχε μια κατάσταση για επείγουσα διάσωση. Παρόλα αυτά το δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν ενημερώθηκε η Διεύθυνση Έρευνας και Διάσωσης αλλά η Διεύθυνση Προστασίας Συνόρων. Η επιχείρηση διάσωσης ξεκίνησε μόνο μετά την ανατροπή του σκάφους. Το δικαστήριο επίσης λέει ότι δεν έγινε σωστά η διαδικασία διερεύνησής για να ξέρει αν έγινε επαναπροώθηση».
Στα κομβικά ερωτήματα που έθεταν οι δικηγόροι ήταν, γιατί αφού η 8 μέτρων βάρκα είχε εντοπιστεί από τις 12 το βράδυ, δεν έγινε προσπάθεια διάσωσης; «Η ανατροπή της βάρκας έγινε στις 2:10. Ακόμα και όταν πλησίασε το σκάφος του λιμενικού μπορούσε να δει πως επρόκειτο για μια βάρκα με χαλασμένη μηχανή, ακίνητη μέσα στη θάλασσα, με αρκετά μποφόρ και ανθρώπους που ζητούσαν βοήθεια. Αφού δεν έδωσαν εντολή να πλησιάσουν άλλα σκάφη από το νησί για βοήθεια, επέλεξαν να μην ανεβάσουν καν στο σκάφος του λιμενικού έστω τα παιδιά.
Έδεσαν την βάρκα με ένα σκοινί 10 μέτρων και άρχισαν να τους ρυμουλκούν. Όταν από τα απόνερα που άφηνε το σκάφος του λιμενικού αλλά και από τον καιρό, το σκοινί έσπασε, σπάζοντας και ένα μέρος της βάρκας, αντί να προσπαθήσουν να τους διασώσουν και ενώ η βάρκα έπαιρνε νερά, τους πέταξαν εκ νέου πίσω το σκοινί, τους είπαν να το ξαναδέσουν και προσπάθησαν εκ νέου να τους ρυμουλκήσουν με αποτέλεσμα το σκάφος να ανατραπεί».
Στίγμα για τις διαδικασίες που ακολουθούνται
Κλείνοντας, η δικηγόρος υπογραμμίζει πως η χθεσινή ημέρα ήταν πολύ σημαντική σε ανθρώπινο επίπεδο για διάφορους λόγους:
«Πέρα από τη δικαίωση των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους και τους δικούς τους ανθρώπους, η απόφαση είναι πολύ σημαντική για την πίστη μας στη δικαιοσύνη. Μας υπενθυμίζει ότι τελικά αν επιμείνεις μπορεί να βρεις το δίκιο σου. Επίσης ανοίγει μια συζήτηση, μπαίνει ένα στίγμα για τον τρόπο που γίνονται κάποιες διαδικασίες. Πρέπει να μας κάνει όλους να σκεφτούμε κάποια πράγματα γιατί με μεγάλη ευκολία λέγονται διάφορα για τις οργανώσεις του πεδίου που βρίσκονται δίπλα στις αδύναμες κοινωνικές ομάδες. Πρέπει η υπόθεση να φτάσει στην κοινωνία, να γίνει γνωστή, γιατί οι κοινωνίες πρέπει να ενδιαφέρονται, να αισθάνονται ότι τους αφορούν οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανεξαρτήτως του ποιοι είμαστε».
Η προσπάθεια οκτώ χρόνων, έφτασε πλέον στο τέλος της, όμως όπως λέει η Μαρία Παπαμηνά: «Αυτή η υπόθεση μας στιγμάτισε όλους όσους την πλαισιώσαμε και στο νομικό κομμάτι και στη υποστήριξη των ανθρώπων. Από τον Ιανουάριο του 2014 ήμασταν μαζί με αυτούς τους ανθρώπους. Τα απογεύματα από τότε που φιλοξενούνταν σε ξενοδοχείο του δήμου για αστέγους, έρχονταν για να συζητήσουν για αυτά που τους συνέβησαν. Ζήσαμε όλο το κομμάτι του θρήνου τους. Μας περιέγραφαν πώς τους εξευτέλιζαν στη Λέρο αμέσως μετά το ναυάγιο, όταν τους έγδυναν.
Ανθρώπους ναυαγούς, που είχαν μόλις χάσει μπροστά στα μάτια τους τα παιδιά τους, τους έβγαλαν από τη θάλασσα και τους ξεγύμνωναν λες και μπορούσαν να κουβαλάνε όπλα πάνω τους. Συνάδελφοι πήγαν στη Ρόδο στο νεκροτομείο, να πάρουν τα ρούχα, τις φωτογραφίες για να τα δείξουν στους ανθρώπους να καταλάβουν ποιες σοροί είχαν βρεθεί. Η εμπλοκή μας ήταν πολύ βαθιά. Της Ύπατης Αρμοστείας, της νομικής υπηρεσίας του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες, των διερμηνέων, των κοινωνικών λειτουργών, του Δικτύου Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών, της PROASYL, της Ομάδας Δικηγόρων για τα Δικαιώματα Προσφύγων και Μεταναστών».
Η καταδίκη της Ελλάδας
Υπενθυμίζεται πως με την απόφασή του το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου δικαιώνει τους 16 επιζώντες, οι οποίοι στην καταγγελία τους έκαναν λόγο για απόπειρα βίαιαης επαναπροώθησης (push-back) από σκάφος του λιμενικού που είχε ως αποτέλεσμα το ναυάγιο.
Το Δικαστήριο, στην απόφασή του κάνει λόγο για παραλείψεις στις διαδικασίες και υπογραμμίζει ότι οι ελληνικές αρχές δεν προέβησαν σε ενδελεχή και αποτελεσματική έρευνα, ώστε να διαλευκανθούν οι ακριβείς περιστάσεις υπό τις οποίες συνέβη το ναυάγιο.
Επίσης, όπως τονίζεται στην απόφαση, οι ελληνικές αρχές δεν προχώρησαν στις αναγκαίες ενέργειες ώστε να παράσχουν στους προσφεύγοντες το απαιτούμενο επίπεδο προστασίας.
Συγκεκριμένα, η Ελλάδα καταδικάζεται από το ΕΔΔΑ για:
-Παραβίαση του άρθρου 2(δικαίωμα στην ζωή) της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Το δικαστήριο εντόπισε παραλλείψεις στις διαδικασίες και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εθνικές αρχές δεν διεξήγαγαν ενδελεχή και αποτελεσματική έρευνα, ικανή να ρίξει φως στις συνθήκες υπό τις οποίες βούλιαξε η βάρκα.
-Παραβίαση του άρθρου 2(δικαίωμα στη ζωή) καθώς απέτυχαν να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτό. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ελληνικές αρχές δεν έπραξαν τα δέοντα προκειμένου να παράσχουν στους προσφεύγοντες και τους συγγενείς τους το απαιτούμενο επίπεδο προστασίας.
-Παραβίαση του άρθρου 3(απαγόρευση απάνθρωπης ή ευτελιστική συμπεριφοράς) σχετικά με 12 από τους προσφεύγοντες που μετά το ναυάγιο υπέστησαν εξευτελιστική συμπεριφορά και σωματικούς ελέγχους κατά την άφιξή τους στο Φαρμακονήσι.
Πηγή news247.gr
Μάνος Φραγκιουδάκης