Του Δημήτρη Γκάτσιου
Τη δημιουργία 120.000 νέων θέσεων εργασίας κάθε χρόνο, που θα προκύψουν μέσα από τον ιδιωτικό τομέα, τοποθετεί στην αιχμή του σχεδίου της για την έξοδο της χώρας από την κρίση η Νέα Δημοκρατία.
“Βασική προϋπόθεση αποτελεί η διαμόρφωση μιας ευρείας συμμαχίας εργοδοτών και εργαζομένων, με στόχο την ισχυρή ανάπτυξη 4% ετησίως, την ενίσχυση της ποιοτικής και καλά αμειβόμενης απασχόλησης, τη μείωση της ανεργίας, που πρέπει να επανέλθει στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (9,6%), και περισσότερες ευκαιρίες για όλους τους Έλληνες”, τονίζει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στο κείμενο των συμπερασμάτων του για το 1ο προσυνέδριο, που είχε ως θέμα του την εργασία και την καταπολέμηση της ανεργίας.
“Στη Νέα Δημοκρατία είμαστε ξεκάθαροι: Θεωρούμε τη στήριξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας ως το βασικό βήμα για να βοηθήσουμε την Ελλάδα να δουλέψει ξανά. Για να δώσουμε προοπτική στους ανέργους που δεν βλέπουν σήμερα φως στην άκρη του τούνελ, στους νέους που αναγκάζονται να φύγουν στο εξωτερικό και στους εργαζομένους που δεν ξέρουν αν τον επόμενο μήνα θα έχουν ακόμα δουλειά. Η ιδιωτική πρωτοβουλία που στηρίζουμε, όμως, δεν είναι αυτή που βασίζεται στο μοντέλο της διαπλοκής, της επιδοτούμενης επιχειρηματικότητας και των – νομοθετημένων και μη – καρτέλ. Αυτό που έχει ανάγκη η χώρα μας είναι ένα νέο μοντέλο, βασισμένο στην καινοτομία και στην εξωστρέφεια. Ένα μοντέλο το οποίο θα δημιουργεί ποιοτικές θέσεις εργασίας που θα αξιοποιούν στο μέγιστο βαθμό τις ικανότητες και τη δημιουργικότητα των Ελλήνων, εξασφαλίζοντας ένα υψηλό επίπεδο ζωής για αυτούς και τα παιδιά τους”, τονίζει η οδός Πειραιώς. Παράλληλα και στον απόηχο των εργασιών του 1ου προσυνεδρίου φέρνει στο προσκήνιο τα εξής συμπεράσματα:
– Πέρα από την οριζόντια μείωση των φορολογικών συντελεστών από το 29% στο 20% σε διάστημα διετίας, προτείνουμε σειρά από στοχευμένα κίνητρα για την ενθάρρυνση των παραγωγικών επενδύσεων και της δημιουργίας νέας και ποιοτικής απασχόλησης για τους εργαζομένους. Σημαντική αναπτυξιακή συμβολή έχουν οι αυξημένες αποσβέσεις έως 200% στις επενδύσεις κεφαλαίου, η δυνατότητα μεταφοράς φορολογικών ζημιών για περίοδο έως 10 ετών (όπως έχει γίνει στην Πορτογαλία) και η επιπλέον μείωση 2 ποσοστιαίων μονάδων του φορολογικού συντελεστή για αύξηση κατά 10% των θέσεων εργασίας μίας επιχείρησης που απασχολεί τουλάχιστον 50 εργαζομένους.
– Δημιουργούμε ένα επενδυτικό περιβάλλον το οποίο θα είναι φιλικό προς την απασχόληση. Όποιος θέλει να επενδύσει στην Ελλάδα θα έχει απέναντί του ένα Κράτος φιλικό. Εισάγονται στην αδειοδοτική διαδικασία αποκλειστικές προθεσμίες και όταν αυτές δεν τηρούνται τότε η αρμοδιότητα θα μεταβιβάζεται σε μία υπερκείμενη Αρχή, σε επίπεδο υφυπουργού. Οι επιχειρήσεις δεν θα εμπλέκονται σε έναν αδειοδοτικό κυκεώνα ο οποίος τελικά καταλήγει στο να αποθαρρύνει τις νέες επενδυτικές πρωτοβουλίες.
– Προτάσσουμε την απαρέγκλιτη εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας, με ουσιαστικότερους ελέγχους από το Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας, και χρήση διαδραστικών πληροφοριακών συστημάτων. Και, παράλληλα, διαμορφώνουμε το Λευκό Μητρώο Επιχειρήσεων, που θα επιβραβεύει με χαμηλότερες εισφορές τις επιχειρήσεις που είναι ασφαλιστικά συνεπείς και σέβονται τους εργαζομένους τους και την εργατική νομοθεσία.
– Θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντική τη δυνατότητα των εργαζομένων και των εργοδοτών να καθορίζουν οι ίδιοι από κοινού το κοινό μέλλον τους. Για αυτό και οι συμβάσεις εργασίας που καταρτίζονται σε επιχειρησιακό επίπεδο, εφ’ όσον συνυπογράφονται και από τις δύο πλευρές δηλαδή τόσο από την εργοδοσία όσο και από το εργατικό σωματείο, θα υπερισχύουν των κλαδικών συμβάσεων. Ταυτόχρονα, για τη βελτίωση του κλίματος μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, υιοθετούμε το Ολλανδικό μοντέλο κοινωνικού διαλόγου. Εργοδότες, εργαζόμενοι και – όπου χρειάζεται – η κυβέρνηση, υπό συνθήκες ουσιαστικού διαλόγου, θα καταλήγουν σε συναινετικές λύσεις που θα διασφαλίζουν αύξηση της απασχόλησης και μακροχρόνια εργασιακή ειρήνη. Η προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων, η αύξηση της παραγωγικότητας του ανθρώπινου δυναμικού και η βελτίωση των μισθολογικών και μη παροχών θα βασίζονται πλέον στα πραγματικά δεδομένα της αγοράς και στις καλές διεθνείς και ευρωπαϊκές πρακτικές.
– Ο ιδιωτικός τομέας, σε συνεργασία με τα Πανεπιστήμια, θα αποκτήσει κεντρικό ρόλο στο σύστημα επανεκπαίδευσης των ανέργων και των εργαζομένων, το οποίο θα προσαρμοστεί στις πραγματικές ανάγκες της αγοράς εργασίας. Αξιοποιώντας τις σύγχρονες τεχνολογίες, θα προσφέρονται ταχύρρυθμα προγράμματα κατάρτισης με υποχρεωτική πιστοποίηση των παρεχόμενων γνώσεων και δεξιοτήτων. Το ισχύον καθεστώς με τα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης πρέπει να αλλάξει άμεσα. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε με την κατάρτιση – “μαϊμού” στην Ελλάδα. Κάθε κέντρο κατάρτισης θα αξιολογείται και θα χρηματοδοτείται με βάση το επίπεδο των αποφοίτων του, αλλά και τις δυνατότητες που τους παρέχει για εξεύρεση εργασίας.
“Για τη Νέα Δημοκρατία είναι ξεκάθαρο: Δεν μπορεί να υπάρχουν εργαζόμενοι χωρίς επιχειρήσεις, αλλά ούτε και επιχειρήσεις με τους εργαζόμενους στα κεραμίδια. Για αυτό υιοθετούμε μια πολιτική που προωθεί τις ιδιωτικές επενδύσεις. Μόνο έτσι θα δημιουργηθούν νέες δουλειές. Προτείνουμε μια επανεκκίνηση του κοινωνικού διαλόγου μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, με βάση το ολλανδικό μοντέλο. Για να διασφαλιστούν στην πράξη τα εργασιακά δικαιώματα. Χωρίς να ξεχνάμε ότι η καταπάτηση αυτών των δικαιωμάτων οφείλεται και σε αδράνεια του ίδιου του Κράτους. Και θέλουμε μια καινούργια αρχή για την εκπαίδευση και την ουσιαστική κατάρτιση των νέων και των μακροχρόνια άνεργων, έτσι ώστε να υπάρχουν ευκαιρίες για όλους και κανένας να μην μένει πίσω”, τόνισε, σε δήλωσή του, ο αντιπρόεδρος του κόμματος, Κωστής Χατζηδάκης. “Διαφορές μεταξύ εργαζομένων και επιχειρήσεων υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντοτε. Αλλά είναι ανάγκη, όλοι μαζί, να εργαστούμε για κοινούς παρανομαστές. Για μια κοινωνική συμμαχία, κόντρα στη σημερινή μιζέρια, που θα ωφελήσει, πάνω απ’ όλα, τους εργαζόμενους και τους άνεργους”, συμπλήρωσε.