Ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Δωδεκανήσου αναβίωσε η αντιδικία ενός κατοίκου της Ρόδου με τον Δήμο Ρόδου, από τον οποίο και διεκδικεί αποζημιώσεις, υποστηρίζοντας ότι εργαζόταν επί 4ετία στην ταμειακή υπηρεσία χωρίς να πληρώνεται!
Η υπόθεση εισήχθη στο Εφετείο μετά την άσκηση εφέσεως από τον Δήμο Ρόδου κατά της υπ’ αρίθμ. 429/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (ειδική διαδικασία) με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή του.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, με την απόφαση που εξέδωσε, υποχρέωσε τον Δήμο Ρόδου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 23.166 ευρώ.
Το Μονομελές Εφετείο Δωδεκανήσου έκανε δεκτή την έφεση του Δήμου Ρόδου και απέρριψε την αγωγή.
Σύμφωνα με την αγωγή, ο ενάγων, κατά το χρονικό διάστημα από 22-03-2012 έως και 30-03-2016 απασχολήθηκε ανελλιπώς στην Ταμειακή Υπηρεσία του Δήμου Ρόδου, ασκώντας καθήκοντα κλητήρα, ενώ συγχρόνως ανέλαβε την τήρηση και ανασυγκρότηση ολόκληρου του αρχειακού υλικού της εν λόγω υπηρεσίας. Τούτο εξάλλου βεβαιώνει και συνομολογεί επισήμως η ίδια η Διεύθυνση Οικονομικών του Δήμου Ρόδου.
Ειδικότερα, όπως ισχυρίζεται, ανέλαβε τα ως άνω καθήκοντα κατόπιν προφορικής συμφωνίας -συμβάσεως που είχε συνάψει καλόπιστα με τους ιθύνοντες- εκπροσώπους του Δήμου Ρόδου, οι οποίοι εξ αρχής αποδέχθηκαν τις υπηρεσίες του αδιαμαρτύρητα, διαβεβαιώνοντάς τον συνεχώς ότι πρόκειται να προβούν στη σύναψη σχετικής έγγραφης συμβάσεως εργασίας, αρχικώς ορισμένου χρόνου, η οποία μετέπειτα θα μετατραπόταν σε αορίστου.
Στην απόφαση του Εφετείου αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:
«…ο ενάγων εξυπηρετούσε κάποιες ημέρες κατά το επίδικο διάστημα τη Δημοτική Ταμία (…), κατόπιν υποσχέσεων της τελευταίας πως με τον τρόπο αυτό θα καταστεί δυνατή στο μέλλον η πρόσληψή του από τον εναγόμενο Δήμο, ωστόσο ουδόλως αποδείχθηκε ότι η ως άνω δημοτική υπάλληλος ενεργούσε κατόπιν εντολών των προϊσταμένων της ή των νομίμων εκπροσώπων του εναγομένου και ότι επομένως αυτός παρείχε την εργασία του δυνάμει προφορικής σύμβασης εργασίας που είχε συνάψει με τους νόμιμους εκπροσώπους του εναγομένου ή τα εξουσιοδοτημένα από αυτούς όργανα. Ούτε όμως αποδείχθηκε ότι ο ενάγων παρείχε εργασία κατά το επίδικο διάστημα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, καθόσον για το διάστημα μετά την 1.1.2014 από κανένα έγγραφο δεν προέκυψε ότι αυτός παραλάμβανε ή παρέδιδε έγγραφα για λογαριασμό του εναγομένου, ενώ ο ισχυρισμός του ότι απασχολείτο στο αρχείο της Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου αποδείχθηκε αβάσιμος, αφού, όπως εκτέθηκε, δεν τηρείτο αρχείο στην Ταμειακή Υπηρεσία κατά το επίδικο διάστημα. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από τις προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα ένορκες βεβαιώσεις προσώπων με τα οποία διατηρεί φιλικό ή συγγενικό δεσμό, σημειούμενου ότι το κατατεθέν από αυτούς περί του ότι οι εκπρόσωποι του εναγομένου διαβεβαίωναν τον ενάγοντα ότι θα του καταβάλουν τις αποδοχές του και θα τον ασφαλίσουν ως εργαζόμενο αορίστου χρόνου διαψεύσθηκε από τον ίδιο τον ενάγοντα, ο οποίος κατά την επ’ ακροατηρίου κατάθεσή του ανέφερε πως ουδέποτε όχλησε τους εκπροσώπους του εναγομένου, ήτοι τον δήμαρχο και τον αντιδήμαρχο, όποτε τους συναντούσε, για την καταβολή αποδοχών ή για τη σύναψη σύμβασης εργασίας. Πρέπει επομένως η ένδικη αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικώς αβάσιμη».