Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, με την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, συζητήθηκε χθες η αίτηση ανάκλησης της υπ’ αριθμ. 183/2019 απόφασης που εξέδωσε το ίδιο δικαστήριο με την οποία έγινε δεκτή προσφυγή της Τράπεζας Πειραιώς για την υπαγωγή στην Έκτακτη Διαδικασία Ειδικής Διαχείρισης των άρθρων 68 επ. του Ν. 4307/2014, γνωστής ανώνυμης εμπορικής βιοτεχνικής εταιρείας της Ρόδου.
Το δικαστήριο έχει ορίσει με την ίδια απόφαση ειδικό διαχειριστή την κ. Ευδοκία Παπανδρέου.
Την ανάκληση της αποφάσεως αιτήθηκε συγκεκριμένα η ανώνυμη εταιρεία και ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος αυτής ενώ πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αιτήσεως άσκησαν 5 συνεργάτες της εταιρείας.
Με την αίτηση ζητείται μάλιστα να οριστεί η αναδρομική ισχύς της απόφασης, που θα εκδοθεί και θα διατάσσει την ανάκληση με έναρξη ισχύος την 22η Νοεμβρίου 2019, οπότε και δημοσιεύθηκε η υπ΄ αριθμ. 183/2019 απόφαση και έκτοτε ξεκίνησαν να επέρχονται οι έννομες συνέπειες αυτής.
Επιπλέον ζήτησαν να χορηγηθεί προσωρινή διαταγή μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης άλλως μέχρι την συζήτηση αυτής, με την οποία θα διατάσσεται η αναστολή της εκτελεστότητας άλλως της εκτέλεσης και της ισχύος της υπ΄ αριθμ. 183/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου όπως και η μη μεταβολή της νομικής και πραγματικής κατάστασης της εταιρίας και ακόμη να ανασταλεί η ανάληψη διαχειριστικών καθηκόντων από τον ειδικό διαχειριστή, ήτοι από την δικηγόρο Αθηνών κ. Ευδοκία Παπανδρέου.
Οπως έγραψε η «δημοκρατική», η έκτακτη διαδικασία ειδικής διαχείρισης, ρυθμίζει το ζήτημα της μεταβίβασης του ενεργητικού μίας επιχείρησης που αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, σε νέο αποκτώντα.
Η εταιρεία από τα τέλη του 2011 έχει περιέλθει σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση και δεν ανταποκρίνεται στις τρέχουσες οικονομικές της υποχρεώσεις επαρκώς.
Μετά την απόρριψη της πρώτης αίτησής της να διαταχθεί η διαδικασία εξυγίανσής της, επανήλθε με άλλη και από τον Ιανουάριο του 2018 έγινε δεκτό το αίτημα της να απαγορευθούν τα πάσης φύσεως καταδιωκτικά μέτρα κατά της περιουσίας της και των εταίρων της, λόγω αιτήματος για την υπαγωγή της στην προστασία του πτωχευτικού κώδικα.
Η εταιρεία ωστόσο δεν κατέθεσε αίτηση άμεσης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης με αποτέλεσμα τα προληπτικά μέτρα να παύσουν να ισχύουν.
Η όλη διαδικασία επικύρωσης της συμφωνίας συνδιαλλαγής της εταιρείας με τους πιστωτές της, παρότι έχει γνωστοποιήσει, ότι έχει ήδη έλθει σε συμφωνία με το 79,59% αυτών, είχε εξελιχθεί σε πραγματικό “θρίλερ” για τους μετόχους της.
Όπως έγραψε η “δ”, η συγκεκριμένη εταιρεία, προσέφυγε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο μετά τη δυσχερή θέση στην οποία περιήλθε εξαιτίας κυρίως της κρίσης που μαστίζει την κτηματαγορά.
Η εταιρεία συστάθηκε το 1983 και το μετοχικό της κεφάλαιο ανήλθε στην πορεία μετά και από συγχωνεύσεις με άλλες εταιρείες των ίδιων συμφερόντων στο ποσό των 3,8 εκατ. ευρώ.
Μεταξύ των άλλων δραστηριοτήτων της επένδυσε δυναμικά σε ακίνητα στο νησί της Ρόδου και εξασφάλισε ένα πλούσιο χαρτοφυλάκιο στην πόλη της Ρόδου και στα γύρω χωριά.
Η πορεία της υπήρξε από συστάσεώς της κερδοφόρα και επικερδής αλλά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, που έπληξε πρωτίστως την αγορά ακινήτων, καθώς δημιούργησε αρνητική ψυχολογία και φόβο στους υποψήφιους επενδυτές και ταυτόχρονα έκλεισε την στρόφιγγα του δανεισμού από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, περιόρισε τα έσοδά της.
Δημιουργήθηκε έτσι έλλειψη ρευστότητας με αποτέλεσμα να μην έχει πλέον επαρκείς πόρους για να αντεπεξέλθει σε εργασίες κατασκευών που έχει σχεδιάσει αλλά και στις οικονομικές υποχρεώσεις της ενώ ακολούθησαν διαπραγματεύσεις με πιστώτριες τράπεζες για την αναδιάρθρωση του δανεισμού της.
Βρέθηκε εξάλλου αντιμέτωπη με απρόβλεπτα εμπόδια στην εξέλιξη των επιχειρηματικών της σχεδίων κυρίως με την αναστολή τους λόγω πολεοδομικών προβλημάτων σε κεντρικό ακίνητο στο νησί της Ρόδου.
Τα δάνειά της φέρονται να ανέρχονται σε 45 εκατ. ευρώ, ενώ έχει προβεί στη σύναψη και χρηματοδοτικών μισθώσεων για τις οποίες υπάρχουν οφειλές ενός εκατ. ευρώ περίπου.
Οι οφειλές της σε προμηθευτές αγγίζουν τα 4 εκατ. ευρώ και σε επιταγές τα 600.000 ευρώ. Οι οφειλές της στην εφορία ανέρχονται σε 290.000 ευρώ περίπου και σε ασφαλιστικούς οργανισμούς σε 370.000 ευρώ περίπου.
Η τράπεζα Πειραιώς επεσήμανε μεταξύ άλλων ότι η εταιρεία έχει ληξιπρόθεσμη οφειλή 36,2 εκατ. ευρώ και εκπροσωπεί ποσοστό 63,10% των συνολικών απαιτήσεως εις βάρος της ενώ συνεργάζεται με δικηγόρο που είναι ενταγμένη στο μητρώο διαχειριστών αφερεγγυότητας που αποδέχεται το έργο του ειδικού διαχειριστή.
Η εταιρεία και οι προσθέτως παρεμβαίνοντες κατέστησαν σαφές στην αίτηση ανακλήσεως τους ότι μοναδική βάση στην οποία στηρίχτηκε η απόφαση για την θεμελίωση της κρίσης της κάνοντας δεκτή την αίτηση της Τράπεζας Πειραιώς Α.Ε. ήταν η πλήρωση της αυτοτελούς και διαζευκτικά οριζόμενης στο νόμο προϋπόθεσης της μη ανάρτησης των οικονομικών καταστάσεων των τριών τελευταίων ετών ενώ ουδόλως εξέτασε την τυχόν περιέλευση της εργοδότριας εταιρείας ή μη σε γενική και μόνιμη αδυναμία πληρωμών.
Ωστόσο, μετά τη συζήτηση της αίτησης την 10η Ιανουαρίου 2019 και την δημοσίευση της απόφασης την 22η Νοεμβρίου 2019 προέκυψαν νέα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ανατρέπουν και διαφοροποιούν ουσιωδώς τη βάση επί της οποίας στηρίχτηκε η απόφαση, καθόσον στο μεταγενέστερο αυτό χρονικό διάστημα δημοσιεύτηκαν στο ΓΕΜΗ οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις των ετών 2015, 2016 και 2017 με αποτέλεσμα να έχουν μεταβληθεί ουσιωδώς οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκε η ως άνω απόφαση και να κρίνεται απαραίτητη η ανάκληση της απόφασης.
Την υπόθεση χειρίστηκε η δικηγόρος κ. Κατερίνα Βολονάκη.