Δεν έχει αρμοδιότητα από την ισχύουσα νομοθεσία η ΑΔΑΕ (Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών) να διαχειρίζεται αιτήματα πολιτών που ζητούν να πληροφορηθούν αν υπήρξε παρακολούθηση των τηλεφώνων τους για λόγους εθνικής ασφάλειας, ούτε μπορεί να απευθύνεται γι’ αυτό σε τηλεφωνικούς παρόχους.
Αυτό είναι το συμπέρασμα πολυσέλιδης γνωμοδότησης την οποία εξέδωσε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος, προκειμένου να επιλυθούν σημαντικά θέματα που είχαν προκύψει με αιτήματα για ενημέρωση για παρακολουθήσεις πολιτών για λόγους εθνικής ασφάλειας, τα οποία έχουν προκαλέσει και οξεία πολιτική αντιπαράθεση.
Η γνωμοδότηση του επικεφαλής της Εισαγγελικής Αρχής προκλήθηκε μετά από αίτημα τηλεφωνικού παρόχου (ομίλου ΟΤΕ), μετά την επίσκεψη κλιμάκιου της ΑΔΑΕ για να διαπιστωθεί η παρακολούθηση του ανεξάρτητου ευρωβουλευτή Γιώργου Κύρτσου και του δημοσιογράφου Τάσου Τέλογλου.
Ο κ. Ντογιάκος γνωμοδοτεί ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει πλέον αρμοδιότητα να διαχειρίζεται αιτήματα πολιτών για ενημέρωση για παρακολούθηση τους για λόγους εθνικής ασφάλειας, καθώς όπως υπογραμμίζει, η αρμοδιότητα αυτή ανήκει πλέον σε Τριμελές Οργανο, που συγκροτείται από δύο εισαγγελικούς λειτουργούς και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ, ενώ περιγράφει λεπτομερώς τι ορίζει ο πρόσφατος νόμος (5002 του 2022).
«Η ενημέρωση του πολίτη, αναφέρεται στη εισαγγελική γνωμοδότηση, για τη λήψη του συγκεκριμένου μέτρου άρσεως του απορρήτου σε βάρος του για λόγους εθνικής ασφάλειας έχει ανατεθεί πλέον αποκλειστικά στο Τριμελές Οργανο του άρθρου 4 παρά & του νόμου 5002 του 2022, στο οποίο προεδρεύει Εισαγγελικός λειτουργός. Ουδές άλλος φορέας νομιμοποιείται προς τούτο ούτε και προβλέπεται από το Νόμο, άλλος τρόπος η διαδικασία ενημέρωσης. Η ΑΔΑΕ δεν έχει πλέον αρμοδιότητα για έλεγχο στους παρόχους ώστε να απαντήσει σε θιγόμενο ιδιώτη. Κυριαρχικός είναι ο ρόλος του Τριμελούς Οργάνου, στο οποίο προεδρεύει Εισαγγελικός Λειτουργός και ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ είναι μέλος», αναφέρει.
Η ΑΔΑΕ και οι διατάξεις
Σύμφωνα με τη γνωμοδότηση Ντογιάκου, η ΑΔΑΕ επιπρόσθετα δεν χρειάζεται να απευθύνεται σε τηλεφωνικούς παρόχους καθώς, όπως αναφέρεται, έχει στη διάθεση της όλες τις διατάξεις για άρση απορρήτου είτε πρόκειται για παρακολουθήσεις της ΕΥΠ για λόγους εθνικής ασφάλειας είτε για παρακολουθήσεις που διατάσσονται για τη διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων.
Αναφέρεται στη γνωμοδότηση:
« Ολόκληρο το κείμενο των Διατάξεων και των Βουλευμάτων που επιβάλλουν την άρση του απορρήτου η απορρίπτουν σχετικό αίτημα, παραδιδόταν αμελλητί στην ΑΔΑΕ και υπό το πρίσμα των διατάξεων του προϊσχύσαντος νόμου 2225 του 1994. Το κείμενο των εν λόγω Διατάξεων και Βουλευμάτων προβλέπεται και με τη θέση σε ισχύ του νόμου 5002 του 2022 να παραδίδεται και πάλι αμελλητί στην ΑΔΑΕ, σε μη επεξεργάσιμη μορφή με ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα το οποίο καλύπτει τις προϋποθέσεις ασφάλειας του απορρήτου του περιεχομένου του. Οι Διατάξεις και τα Βουλεύματα που αποστέλλονται στην ΑΔΑΕ αποθηκεύονται και τηρούνται σε ειδικά ηλεκτρονικά αρχεία που βρίσκονται σε σύστημα βάσης δεδομένων, όπως προβλέπει ο νόμος».
Ενημέρωση θιγόμενου
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το σκέλος της γνωμοδότησης που αναφέρει, ότι μόνον ο θιγόμενος πολίτης μπορεί να ζητήσει να ενημερωθεί αν το τηλεφωνό του έχει παρακολουθηθεί και να ακολουθηθεί η νόμιμη διαδικασία που προβλέπεται με σχετική απόφαση του Τριμελούς Οργάνου (δύο εισαγγελείς και ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ) μετά την παρέλευση τριετίας, αν η παρακολούθηση έγινε για λόγους εθνικής ασφάλειας και υπό την προϋπόθεση, πως από την ενημέρωση δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίον έγινε.
Με το σκέλος αυτό της γνωμοδότησης δεν επιτρέπεται κατά τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου άλλοι πλην του θιγόμενου να ζητήσουν στοιχεία, όπως για παράδειγμα, αρχηγός πολιτικού κόμματος η άλλος πολιτικός παράγοντας. Ηδη εκκρεμεί αίτημα του Αλέξη Τσίπρα προς την ΑΔΑΕ για ενημέρωση.
Ποινές για παραβάτες
Στην γνωμοδότηση Ντογιάκου επίσης ξεκαθαρίζεται, ότι η ΑΔΑΕ δεν έχει αρμοδιότητα για διαχείριση αιτημάτων για παρακολουθήσεις πολιτών ούτε κι αν αυτές έγιναν στο παρελθόν, και πάντως πριν τον πρόσφατο νόμο της κυβέρνησης που ανέθεσε σε Τριμελές Οργανο την αρμοδιότητα της διαχείρισης των αιτημάτων των πολιτών, καθώς ο πρόσφατος νόμος έχει αναδρομική ισχύ.
Επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζει η γνωμοδότηση στο σκέλος που αναφέρεται σε σειρά ποινικών διατάξεων ειδικών νόμων αλλά και του Ποινικού Κώδικα που επισύρουν ποινές ακόμα και δέκα χρόνια κάθειρξη για όσους παραβιάζουν τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, μηδέ και της ΑΔΑΕ εξαιρουμένης.
Τονίζεται στη γνωμοδότηση για τις ποινές:
«Λόγω του ιδιαίτερα ευαίσθητου χαρακτήρα του θέματος τη άρσεως του απορρήτου των επικοινωνιών, οι προβλεπόμενες από το ήδη ισχύον νομοθετικό καθεστώς ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των σχετικών διατάξεων τόσο εκ μέρους κάποιου μέλους της ΑΔΑΕ όσο και εκ μέρους άλλων προσώπων, τα οποία αναφέρονται σαφώς στο Νόμο, είναι ιδιαίτερα σοβαρές, με προβλεπόμενη ποινή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ακόμα και πρόσκαιρης κάθειρξης».
Η ΑΔΑΕ δεν έχει «λευκή επιταγή»
Στην γνωμοδότηση αναφέρονται λεπτομερώς οι αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ έτσι όπως προκύπτουν από τον ιδρυτικό της νόμο του 2003 και τονίζεται με έμφαση ότι η Αρχή ιδρύθηκε με συνταγματική διάταξη αλλά το ίδιο το σύνταγμα ορίζει ότι οι αρμοδιότητες και η λειτουργία της καθορίζονται όχι από το ίδιο αλλά από κοινό νόμο.
«Είναι πρόδηλο, υπογραμμίζεται μεταξύ άλλων, ότι ο νομοθέτης δεν αναγνωρίζει στην ΑΔΑΕ «λευκή επιταγή». Και σημειώνεται «Ειδικότερα, δεν απονέμεται απευθείας εκ του Συντάγματος στην ΑΔΑΕ η ελεγκτική της αρμοδιότητα. Το Σύνταγμα προβλέπει το σκοπό και την αποστολή της που συνίσταται στη διασφάλιση του απόρρητου των επικοινωνιών. Ο τρόπος εκπλήρωσης και υλοποίησης της αποστολής της, όμως προβλέπονται από το Νόμο, όπως επίσης οι όροι και η διαδικασία άρσης του απορρήτου. Το Σύνταγμα αν και καθιδρύει τη συγκεκριμένη Αρχή (ΑΔΑΕ) καταλείπει στον κοινό νομοθέτη το εύρος και τον τρόπο της άσκησης των αρμοδιοτήτων της, μολονότι δε ανεξάρτητη δεν είναι κανονιστικά αυτόνομη, ούτε legibus solutus, αλλά ενεργεί σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους».
Τέλος στη γνωμοδότηση αιτιολογείται, γιατί ο ίδιος ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου προβαίνει στην έκδοση της, κάνοντας λόγο για θέματα «γενικότερου ενδιαφέροντος»