Με ένα εκτενέστατο κείμενο στην προσωπική της ιστοσελίδα η Ζωή Κωνσταντοπούλου, δίνει την δική της εκδοχή για τις επαφές της με τον Αλέξη Τσίπρα, κατά την διαδικασία των αποφάσεων μπροστά στην κατάρτιση της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και Ανεξαρτήτων Ελλήνων.
Ολόκληρο το κείμενό της
«Η παρούσα ανάρτηση αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης (31/1/2016) και αναπόσπαστο τμήμα εκείνων που θεωρώ απαραίτητο να κατατεθούν δημόσια και υπεύθυνα για την ιστορική περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2015, ως κομμάτι της ιστορίας.
Η πολιτική πρέπει να κινείται στο φως, ενώπιον των πολιτών, όχι στα σκοτάδια της διαπλοκής και των μηχανορραφιών. Είναι δεδομένο ότι η αλήθεια, η διαφάνεια και η δικαιοσύνη ενοχλούν και δυσκολεύουν τα σχέδια όσων επιθυμούν να αποφασίζουν για τους λαούς ερήμην τους και να πλουτίζουν και να ωφελούνται στην πλάτη τους.
Ένα χρόνο μετά την εκλογή μου στη θέση της Προέδρου της Βουλής (6/2/2015), από όπου υπηρέτησα με όλες μου τις δυνάμεις την εντολή που ο ελληνικός λαός έδωσε στις 25/1/2015 και ανατρέχοντας στα γεγονότα που οδήγησαν στην αποκρυστάλλωση της προδοσίας τον περασμένο Ιούλιο, αλλά και σε όσα ακολούθησαν και εξακολουθούν να εκτυλίσσονται, θεωρώ καίριας σημασίας την δημοσιοποίηση του τρόπου με τον οποίο μου προτάθηκε η Προεδρία της Βουλής, των λόγων για τους οποίους συμπεραίνω ότι μου προτάθηκε αυτή η θέση και των προβλημάτων που δημιούργησε η εκ μέρους μου άσκηση των καθηκόντων μου στην εκ μέρους του Α. Τσίπρα προμελετημένη, όπως αποδείχθηκε, καταστρατήγηση της λαϊκής ετυμηγορίας:
Ενόσω ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν στη θέση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, είχα αναλάβει την ευθύνη των τομέων της Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την Κοινοβουλευτική Ομάδα. Με πρωτοβουλία και επιμονή μου δημιουργήθηκε Τμήμα Δικαιοσύνης στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και Οργάνωση Δικηγόρων και παράταξη δικηγόρων, ενώ τίποτε από αυτά δεν υπήρχε προηγουμένως. Σε όλο το διάστημα Μαΐου 2012-Ιανουαρίου 2015 ανέδειξα βασικά ζητήματα της που άπτονται της Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με κυριότερα:
1) Την ανάγκη άμεσης λήψης μέτρων για την λογοδοσία Κυβερνητικών Προσώπων που προβαίνουν σε αξιόποινες πράξεις (Κατάργηση Νόμου περί Ευθύνης Υπουργών, αλλά και διαδικασία έγκαιρης επεξεργασίας δικογραφιών που αφορούσαν Κυβερνητικά πρόσωπα)
2) Τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού νομοθετικού πλαισίου κατά της διαφθοράς, με έμφαση όχι μόνον στην ποινική αλλά και στην αστική ευθύνη και στην διαδικασία αποζημίωσης του κράτους
3) Την αποτελεσματική χρήση στοιχείων όπως η λίστα Λαγκάρντ, όχι μόνον για την φορολόγηση ποσών που είχαν διαφύγει της φορολογίας, αλλά και για την κατάσχεση προϊόντων εγκλήματος και την ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων εκ μέρους του Δημοσίου
4) Την λήψη μέτρων για την αποζημίωση της χώρας από υποθέσεις διαφθοράς, με κυριότερες την υπόθεση Siemens, και τις υποθέσεις των εξοπλιστικών και των υποβρυχίων
5) Την ενίσχυση των μικτών ορκωτών δικαστηρίων όχι μόνον για ποινικές, αλλά και για αστικές υποθέσεις
6) Την διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών και την ενεργοποίηση της εκτέλεσης της απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για την αποζημίωση των θυμάτων του Διστόμου
Σε πάρα πολλά δημοσιεύματα της περιόδου, εμφανιζόμουν ως Υπουργός Δικαιοσύνης σε μια Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στη συνείδηση των ανθρώπων που συναντούσα, αυτό φάνταζε ως φυσική εξέλιξη. Την ίδια ώρα, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ δεχόμουν διαρκείς επιθέσεις από συγκεκριμένα στελέχη, με προεξάρχοντα τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, ο οποίος με χαρακτήριζε ως υποστηρίκτρια «του δικαστικού δρόμου για το σοσιαλισμό». [Ο ίδιος ο Τσακαλώτος, σε μία συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας το πρώτο τρίμηνο του 2014, παρά την αντίθεσή του στον «δικαστικό δρόμο», μου είχε επιτεθεί υπερασπιζόμενος τον Γιάννη Στουρνάρα και δηλώνοντας ότι εάν ήταν στη θέση της συνεργάτιδάς του (σ.σ. της οποίας το όνομα συνδέεται με την επεξεργασία στη λίστα Λαγκάρντ), θα μου έκανε μήνυση «γιατί την προσέβαλα». Αναγκάστηκε να αποκαλύψει ότι ήταν αποδέκτης παραπόνων από τον ίδιο τον Στουρνάρα και αυτό σε μια περίοδο που ο ΣΥΡΙΖΑ συγκρουόταν ολομέτωπα με τον τότε Υπουργό Οικονομικών.]
Προσωπικά, ουδέποτε ενθάρρυνα σενάρια περί εκ μέρους μου ανάληψης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, γιατί πρώτη προτεραιότητά μου ήταν η προετοιμασία του τομέα της Δικαιοσύνης και όχι η ανάληψη εξουσίας.
Ωστόσο, στο διάστημα κατά το οποίο είχα την ευθύνη αυτή, υπήρξαν δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες ο Αλέξης Τσίπρας, με έμμεσους ή άμεσους τρόπους προσπάθησε να μου αφαιρέσει την ευθύνη του τομέα της Δικαιοσύνης. Η πρώτη φορά ήταν το φθινόπωρο του 2013, όταν, εν όψει των αυτοδιοικητικών εκλογών, άρχισαν να διοχετεύονται σενάρια περί επικείμενης δήθεν διεκδίκησης της Δημαρχίας της Αθήνας από εμένα. Φρόντισα δημόσια να διαψεύσω αυτά τα σενάρια, πριν μου γίνει οποιαδήποτε πρόταση. Παρόλη τη δημόσια διάψευση, ο Αλέξης Τσίπρας, σε συνάντηση στο γραφείο του στην Κουμουνδούρου, με βολιδοσκόπησε εμμέσως, λέγοντάς μου: «Πρέπει να κατέβω στην Κεντρική Επιτροπή, και μπορεί να αποφασίσουμε να είσαι υποψήφια για το Δήμο της Αθήνας». Του απάντησα αμέσως «Να μην πάρετε τέτοια απόφαση γιατί θα αρνηθώ, έχω και δημοσίως αποκλείσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο». Του εξήγησα την πάγια θέση μου ότι το πρότυπο ενός αριστερού, ριζοσπαστικού κόμματος δεν μπορεί να είναι ένα κακέκτυπο των παλαιοπολιτικών και χρεοκοπημένων κομμάτων, που ανακυκλώνουν τα στελέχη τους σε όλες τις θέσεις και σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις. Τότε είχα εισηγηθεί την υποψηφιότητα του Γαβριήλ Σακελλαρίδη, ενός νέου ανθρώπου, που είχε κατά την γνώμη μου την προοπτική να ενσαρκώσει ένα άλλο πρότυπο και να διεκδικήσει με αξιώσεις τη Δημαρχία, άποψη που συμμερίζονταν πολλοί και πολλές και που, τελικά, επικράτησε.
Η δεύτερη φορά που ο Α. Τσίπρας επιχείρησε να μου αφαιρέσει την αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης ήταν την Άνοιξη 2014, όταν με κάλεσε στο γραφείο του και μου πρότεινε να αναλάβω τον τομέα της Άμυνας, εν όψει της υποψηφιότητας του Θ. Δρίτσα στις Δημοτικές Εκλογές, επιχειρώντας να μου εμφανίσει την πρόταση αυτή ως «αναβάθμιση». Του απάντησα αρνητικά, επισημαίνοντάς του ότι η Άμυνα σε καμμία περίπτωση δεν ήταν το πρώτο πεδίο της ειδίκευσης και των γνώσεών μου και ότι θα έπρεπε να αξιοποιούμε τους καλύτερους στο πεδίο της μέγιστης απόδοσής τους και όχι να αυτοσχεδιάζουμε. Στη συνέχεια του επέδωσα και αναλυτική επιστολή, όπου του εξηγούσα για ποιο λόγο η Δικαιοσύνη θα αποτελούσε το πρώτο πεδίο της πολιτικής μας δοκιμασίας. Του είπα ότι, εάν θέλει να μου αφαιρέσει αυτήν την ευθύνη, έχει φυσικά την εξουσία, αλλά ότι δεν επιθυμούσα να μετακινηθώ στον τομέα της Άμυνας. Με σκοπό την μετακίνησή μου στον τομέα της Άμυνας με είχε προσεγγίσει την ίδια περίοδο και ο Κώστας Αθανασίου, τότε διευθυντής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και σήμερα Γενικός Γραμματέας της Βουλής. Μου είχε πει ότι θεωρεί πολύ σημαντική αυτήν την αναβάθμιση και απορούσε γιατί αρνήθηκα. Επίσης είχε ισχυρισθεί ότι με προσέγγιζε εμπιστευτικά, με δική του πρωτοβουλία.
Σε όλο το διάστημα αυτό, ουδέποτε είχα συζητήσει με τον Αλέξη Τσίπρα την ανάθεση κάποιου υπουργικού χαρτοφυλακίου στην περίπτωση ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ στην διακυβέρνηση της χώρας. Θεωρούσα υποχρέωσή μου να δουλέψω για την προετοιμασία των τομέων και αντικειμένων που είχα αναλάβει και σε αυτήν την υποχρέωση ανταποκρινόμουν. Ποτέ δεν μπήκα στη λογική διεκδικήσεων θώκων και παζαριών.
«Ζωή, σου έχω μία πρόκληση»
Μετά το εκλογικό αποτέλεσμα της 25ής Ιανουαρίου, μετά τη μεγάλη χαρά της νίκης και της δικαίωσης και την προσωπική ικανοποίηση που μου έδωσε η τιμή που μου έκαναν οι συμπολίτες μου να με αναδείξουν ξανά πρώτη στην εκλογική περιφέρεια της Α’ Αθήνας, και μάλιστα με τετραπλάσιες ψήφους από το 2012, γεγονός που θεώρησα ως επιβράβευση της σκληρής δουλειάς 3,5 ετών, ήρθαν οι απανωτές δυσάρεστες εκπλήξεις:
1) Έκπληξη 1η, η άμεση, χωρίς καμμία διαβούλευση και διεργασία ανακοίνωση της συνεργασίας με τους ΑΝ.ΕΛΛ. την Δευτέρα 26/1, με τρόπο που έδειχνε προσυμφωνημένη σύμπραξη, με άγνωστους όρους
2) Έκπληξη 2η, ο ορισμός ως Γενικού Γραμματέα της Κυβέρνησης του Σπύρου Σαγιά, ο οποίος παρέστη στην ορκωμοσία του Πρωθυπουργού τη Δευτέρα 26/1/2015
Σε όλη τη διάρκεια της Δευτέρας 26/1/2015 δεχόμουν καταιγιστικά τηλεφωνήματα από εκπροσώπους του Τύπου, στους οποίους δεν απαντούσα, αλλά και από συντρόφους και συμπολίτες, που αγωνιωδώς με ρωτούσαν αν θα αναλάμβανα το Υπουργείο Δικαιοσύνης, στους οποίους απαντούσα ότι η σύνθεση και η διαδικασία συγκρότησης της Κυβέρνησης θα αποφασισθούν από τον Πρωθυπουργό.
Στις 10 το βράδυ της Δευτέρας 26/1/2015 με κάλεσε στο τηλέφωνο ο Αλέξης Τσίπρας.
«Ζωή, σου έχω μία πρόκληση», μου είπε.
«Σε ακούω», απάντησα
«Να αναλάβεις το πρώτο τη τάξει Υπουργείο, το Υπουργείο Εσωτερικών. Θα είναι ένα υπερ-Υπουργείο και ως Υπουργός θα συμμετέχεις στο Κυβερνητικό Συμβούλιο, που θα είναι 10μελές. Θα έχεις έναν αναπληρωτή, που θα τον επιλέξεις εσύ. Θα έχεις και 3 ακόμη Αναπληρωτές, τον Πανούση ως Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, έναν Υπουργό Μετανάστευσης, σκέφτομαι την Τασία (Χριστοδουλοπούλου) και έναν από τους ΑΝ.ΕΛΛ. στο Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης. Τι λες;»
«Λέω ότι πρέπει να έρθω να μιλήσουμε από κοντά», του απάντησα.
«Εντάξει, αλλά θα το αναλάβεις;»
«Θα έρθω να τα πούμε από κοντά»
«Εντάξει, έλα», μου είπε κάπως απρόθυμα.
Πήγα στο γραφείο του στην Κουμουνδούρου, το οποίο είχε πρόσφατα ανακαινιστεί με επιμέλεια της Θεανώς Φωτίου. Τον είχα δει το βράδυ των εκλογικών αποτελεσμάτων, δηλαδή της Κυριακής, μόλις 24 ώρες νωρίτερα, και τότε δεν μου είχε αναφέρει το παραμικρό για όσα έγιναν στη διάρκεια της Δευτέρας (συνεργασία με ΑΝ.ΕΛΛ., Σαγιάς και, τώρα, πρόταση να αναλάβω ένα Υπουργείο με τερατώδη και αλλοπρόσαλλη δομή, που ουδέποτε είχε συζητηθεί στο πλαίσιο της προετοιμασίας που γινόταν από την Κοινοβουλευτική Ομάδα).
Ήμουν πολύ στενοχωρημένη και ανήσυχη.
Αναμένοντας τον Α. Τσίπρα, είδα τον Σ. Σαγιά να αναχωρεί και στην συνέχεια τον Δ. Τζανακόπουλο, νομικό σύμβουλο τότε του Τσίπρα και μέλος της Επιτροπής Δικαιοσύνης, στον οποίο εξέφρασα τη βαθιά μου ανησυχία. Ο Τζανακόπουλος (που μετέπειτα και μέχρι σήμερα έγινε διευθυντής του πρωθυπουργικού γραφείου του Α. Τσίπρα, μετά την Υπουργοποίηση Ν. Παππά, που μέχρι τότε ήταν Διευθυντής του Γραφείου Τσίπρα) τότε εμφανιζόταν εξίσου ανήσυχος για το πρόσωπο του Σ. Σαγιά, ενώ στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι αυτή ήταν μία φαινομενική μόνον διαφοροποίηση και ανησυχία.
«Λοιπόν, θα το αναλάβεις;», με ρώτησε ο Αλέξης Τσίπρας μόλις μπήκα στο γραφείο του.
«Ποιος το σκέφτηκε αυτό το Υπουργείο;», τον ρώτησα
«Τι εννοείς;»
«Ποιος σκέφτηκε αυτή τη δομή; Με ποιον συζήτησες μία τέτοια δομή Υπουργείου;» τον ξαναρώτησα
«Έχουμε φτιάξει Προεδρικά Διατάγματα με τον Σπύρο (Σαγιά) και τον Δημήτρη (Τζανακόπουλο)», μου απάντησε
«Πώς επέλεξες τον Σαγιά ως Γενικό Γραμματέα της Κυβέρνησης;», τον ρώτησα, αναφερόμενη σε γνωστά και στους δύο γεγονότα που θα έπρεπε να αποκλείσουν μια τέτοια επιλογή. Μου απαντά ότι τον γνωρίζει χρόνια, ότι τους έφερε σε επαφή ο Στέργιος Πιτσιόρλας, και ότι τον εμπιστεύεται, αν και «για κανέναν δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά». Του επισήμανα ότι ο μεν Πιτσιόρλας καθύβριζε τον ΣΥΡΙΖΑ και η σύζυγός του, Νόνη Καραγιάννη, από τον 9,84 εξαπέλυε ουκ ολίγες επιθέσεις. Του είπα ότι η επιλογή Σαγιά έδινε ένα στίγμα αντίθετο προς το πρότυπο που θα έπρεπε να οικοδομήσουμε.
Επανέρχεται στο Υπουργείο Εσωτερικών:
«Θα το αναλάβεις;», με ξαναρώτησε
«Όχι», του απάντησα αμέσως
«Τι όχι;» με ρώτησε, εμβρόντητος
«Όχι», επανέλαβα
«Γιατί;»
«Γιατί δεν πιστεύω σε αυτήν την δομή. Ο Υπουργός σε αυτό το Υπουργείο θα είναι στην καλύτερη περίπτωση διακοσμητικός και στη χειρότερη θηριοδαμαστής των υφισταμένων του Υπουργών. Δεν θα είμαι χρήσιμη σε αυτό το ρόλο και δεν με ενδιαφέρει να αναλάβω κάτι όπου δεν θα μπορώ να είμαι χρήσιμη. Ποιον ρώτησες, με ποιον συζήτησες μια τέτοια δομή;», του είπα
«Μα σου είπα, τα έχουμε ετοιμάσει με τον Σπύρο και τον Δημήτρη. Μόνο εσύ μπορείς να το αναλάβεις, ζήτησα από το Σκουρλέτη, ο οποίος λέει δεν μπορεί, δεν είναι νομικός», μου λέει
«Εγώ δεν θα το αναλάβω, γιατί δεν το πιστεύω, δεν θεωρώ αυτή τη δομή λειτουργική», του επανέλαβα.
«Ο Τζανακόπουλος πρότεινε να βάλουμε την Προστασία του Πολίτη μαζί με τη Δικαιοσύνη», μου λέει τότε.
«Αυτό έχει μία λογική, του απαντάω. Και κάτι τέτοιο θα μπορούσα να το αναλάβω.»
«Τώρα έχουμε φτιάξει τα ΦΕΚ, δεν γίνεται», μου λέει
«Τι άλλες συγχωνεύσεις έχετε κάνει;» τον ρωτάω και μου εκθέτει συνοπτικά τον σχεδιασμό των Υπουργείων, λέγοντάς μου ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει αφεθεί ως είχε και έχει επιπλέον δημιουργηθεί ένα νέο Χαρτοφυλάκιο, παρά τω Πρωθυπουργώ, για θέματα διαφθοράς, το οποίο θα αναθέσει στον Παναγιώτη Νικολούδη. «Μου είπε ότι θα μου φέρει 2 δις ευρώ από τη φοροδιαφυγή». Με εντυπωσιάζει που για τίποτε από αυτά δεν έχει καν ζητήσει την άποψή μου ως αρμόδιας για τα θέματα Δικαιοσύνης, Διαφάνειας, Δικαιωμάτων και μου δημιουργούνται ακόμη πιο έντονες ανησυχίες για τον τρόπο που σχεδιάζεται η διακυβέρνηση.
«Μπορώ να αναλάβω την Δικαιοσύνη, την οποία, όπως γνωρίζεις έχω προετοιμάσει όλον αυτόν τον καιρό ως αρμόδια για την Κοινοβουλευτική Ομάδα»
«Δεν είναι για σένα το Υπουργείο Δικαιοσύνης,. Είναι το 7ο τη τάξει Υπουργείο», μου λέει
«Δεν με νοιάζει και αν είναι το 17ο, είναι το πρώτο πεδίο της πολιτικής μας δοκιμασίας», του λέω. «Ο Υπουργός Δικαιοσύνης έχει αποφασιστική αρμοδιότητα για την εκτέλεση της απόφασης για το Δίστομο, έχει αρμοδιότητα νομοθέτησης σε πλείστα πεδία όπως η διαφθορά, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η προστασία των αδυνάτων, η εξυγίανση της Δικαιοσύνης, η ανεξαρτητοποίησή της»
«Έχω ήδη προτείνει στον Νίκο Παρασκευόπουλο να το αναλάβει και περιμένω την απάντησή του. Τι γνώμη έχεις;»
«Έχω πολύ καλή γνώμη για τον Παρασκευόπουλο, τον εκτιμώ πολύ ως νομικό και καθηγητή. Νομίζω, όμως, ότι θα δυσκολευτεί γιατί δεν έχει πρακτική εμπειρία της Δικαστικής και δικηγορικής πραγματικότητας ούτε επαφή με τα προβλήματα και τους χώρους.» του απαντάω
Η συζήτηση γυρνάει στα άλλα πρόσωπα του Κυβερνητικού Σχήματος.
«Υπουργό Άμυνας θα κάνεις τον Καμμένο;», τον ρωτάω, έχοντας διαβάσει τις σχετικές διαρροές
«Δυστυχώς», μου απαντάει, με μια γκριμάτσα.
Και για τα υπόλοιπα πρόσωπα του Κυβερνητικού Σχήματος μου εκθέτει τις επιλογές του, για τα κυρίως Υπουργεία και για κάποιες θέσεις αναπληρωτών.
«Θα προτείνω στον Γαβριήλ να είναι Αναπληρωτής Υπουργός Τουρισμού», μου λέει
«Θεωρώ ότι αυτό είναι μία πολύ κακή ιδέα και ελπίζω ότι δεν ήταν δική σου», του λέω. Με ανησυχεί το γεγονός ότι υποχρέωσαν τον Γαβριήλ να είναι υποψήφιος βουλευτής, ενώ επιλογή του είναι να παραμείνει στο Δήμο και να χτίσει την Ανοιχτή Πόλη. Με ανησυχεί ότι η πίεση είναι προς μία κατεύθυνση αποδόμησης του προτύπου που ο Γαβριήλ έχει οικοδομήσει.
«Πρόεδρο της Βουλής ποιον θα κάνεις;», τον ρωτάω.
«Το Βούτση», μου απαντάει.
«Εγώ στη θέση σου ξέρεις ποιον θα έκανα;»
«Ποιον;», με ρωτάει
«Το Λαφαζάνη», του λέω
«Το Λαφαζάνη;», με ρωτάει απορημένος
«Ναι. Είναι ο πιο έμπειρος κοινοβουλευτικός σου, ξέρει απ’ έξω τον Κανονισμό και θα έχεις το κεφάλι σου ήσυχο ότι θα έχει την εμπειρία και τη γνώση να αποφύγει κοινοβουλευτικές παγίδες ή κακοτοπιές»
«Άμα θέλω να τους τρελάνω όλους, θα κάνω εσένα Πρόεδρο της Βουλής», λέει τότε. Είναι κάτι που δεν είχα ποτέ σκεφθεί και ούτε εκείνη την ώρα περνάει από το μυαλό μου και δεν αντιδρώ καν σε αυτή τη φράση.
Συνεχίζεται η συζήτηση και επανέρχεται στην πίεση να αναλάβω το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο επιμένει να παρουσιάζει ως «πρώτο τη τάξει». Ήδη είμαι ακόμη πιο προβληματισμένη από το γεγονός ότι δείχνει να μην θέλει σε καμμία περίπτωση να αναλάβω τον τομέα της Δικαιοσύνης, που έχω προετοιμάσει.
«Μην επιμένεις, δεν θα αναλάβω κάτι που πιστεύω ότι δεν έχει καμμία λειτουργικότητα. Τα προεδρικά διατάγματα μπορούν να φτιαχτούν ξανά, σημασία έχει να είναι λειτουργική η Κυβέρνηση», του λέω
«Έτσι έχουμε αποφασίσει να γίνει», μου απαντάει
«Εγώ δεν θα το αναλάβω», του λέω
«Θα με κρεμάσεις, δηλαδή;», μου λέει
«Θα σε κρέμαγα αν το αναλάμβανα», του απαντάω
«Μα είσαι δουλευταρού, είσαι η μόνη που μπορεί να το φέρει εις πέρας», μου λέει
«Εσύ μου είπες ότι το πρότεινες κατ’ αρχήν στο Σκουρλέτη. Κι ακόμη κι αν ο Σκουρλέτης αρνείται ή δεν θέλει, υπάρχουν σίγουρα ικανά και άξια πρόσωπα που μπορείς να επιλέξεις», του λέω.
«Αν μου βρεις σε ποιον να το προτείνω, θα σε απαλλάξω»
«Αλέξη, δεν είναι δική μου υποχρέωση να σου βρω σε ποιον να το προτείνεις, όταν έχεις φτιάξει μόνος σου μια δομή-τέρας, χωρίς να συμβουλευτείς κανέναν από όσους είχαν την αρμοδιότητα. Αφού, όμως, με ρωτάς ποια πρόσωπα θα μπορούσαν να αναλάβουν, σου υπενθυμίζω ότι υπεύθυνη για τον τομέα των Εσωτερικών και της Δημόσιας Διοίκησης ήταν η Σοφία Σακοράφα, την οποία θα έπρεπε να έχεις τουλάχιστον συμβουλευτεί. Επίσης, γνώστης του αντικειμένου είναι ο Γιώργος Κατρούγκαλος, που ως Συνταγματολόγος θα μπορούσε να συμβάλει πολύ θετικά στη διαμόρφωση του πλαισίου», είπα τότε
«Είναι Ευρωβουλευτές», μου απαντάει
«Δεν ξέρω αν η Σοφία θα ενδιαφερόταν να αναλάβει Κυβερνητική θέση, αλλά ο Κατρούγκαλος έχει δημόσια δηλώσει ότι θα ήταν έτοιμος να βοηθήσει την Κυβέρνηση», του υπενθυμίζω.
Η συζήτηση συνεχίζεται με τον Τσίπρα να εμφανίζει ότι δεν υπάρχει κανένα άλλο κατάλληλο πρόσωπο για αυτό το Υπουργείο, μολονότι μου έχει προηγουμένως πει ότι η αρχική του επιλογή ήταν ο Πάνος Σκουρλέτης, ο οποίος αρνήθηκε.
«Αν δεν μου προτείνεις κάποιον, πρέπει να το αναλάβεις εσύ», μου λέει
Θυμάμαι ότι όταν μου είχε προτείνει να αναλάβω την Άμυνα, μου δήλωσε με μεγάλη φυσικότητα ότι την Δικαιοσύνη θα μπορούσε να αναλάβει ο Σ. Κοντονής.
«Αν δεν έχεις άλλον, κάνε τον Κοντονή», του λέω
«Τον Βουλευτή Ζακύνθου να κάνω πρώτο τη τάξει Υπουργό;», μου απαντάει.
Η συζήτηση αποβαίνει άκαρπη. Μου ζητάει να ξαναμιλήσουμε το πρωί.
«Να μιλήσουμε το πρωί, βεβαίως, αλλά μην υπολογίζεις ότι θα αλλάξω γνώμη, δεν σου απαντάω ελαφρά τη καρδία», του απαντάω
Η συζήτηση με έχει προβληματίσει και ανησυχήσει. Αισθάνομαι ότι οι επιλογές γίνονται με ελαφρότητα και χωρίς σχεδιασμό ή με σχεδιασμούς που δεν έχουν ποτέ συζητηθεί σε οποιαδήποτε συλλογική διαδικασία.
Του τηλεφωνώ το πρωί, αποφασισμένη αφενός να μην δεχθώ την πρόταση για το Υπουργείο Εσωτερικών, αφετέρου να μην έχω καμμία ανάμειξη στο Κυβερνητικό Σχήμα και να ζητήσω να προεδρεύσω στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, από όπου μπορώ να αναλάβω πρωτοβουλίες κατά της διαφθοράς και για την ενίσχυση της διαφάνειας στη λειτουργία των θεσμών.
«Αλέξη, εδώ Ζωή. Δεν έχει αλλάξει κάτι εκ μέρους μου. Και εφ’ όσον ισχύει ότι έχεις δεσμευθεί στον Ν. Παρασκευόπουλο για το Υπουργείο Δικαιοσύνης, εγώ δεν χρειάζεται να είμαι στην Κυβέρνηση. Μπορώ να αναλάβω την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής…»
«Σου έχω κάτι καλύτερο. Πρόεδρος της Βουλής, τι λες;», μου λέει
Αιφνιδιάζομαι πλήρως.
«Να το σκεφτώ και να σου απαντήσω. Θα σε καλέσω σε λίγο».
Η πρόταση μου φαίνεται πολύ τιμητική, αλλά ασύμβατη με την προηγούμενη. Με προβληματίζει η επιμονή να μην αναλάβω την Δικαιοσύνη χωρίς καμμία σοβαρή ή πειστική εξήγηση. Διερωτώμαι αν ο Α. Τσίπρας αντιλαμβάνεται το εύρος των αρμοδιοτήτων και του πεδίου δράσης ενός Προέδρου της Βουλής σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό. Αναλογίζομαι την ευθύνη αλλά και τις πρωτοβουλίες που μπορούν να αναληφθούν και αποφασίζω να αποδεχθώ την πρόταση.
Την ίδια ημέρα ανακοινώνεται το Υπουργικό Συμβούλιο αλλά και η πρότασή για Πρόεδρο της Βουλής. Ο Δ. Τζανακόπουλος με καλεί και μου ζητά, εκ μέρους του Τσίπρα, να παρευρεθώ στην Ορκωμοσία της Κυβέρνησης, λέγοντάς μου ότι θα αναλάβει τις σχετικές διατυπώσεις για την είσοδό μου στο Προεδρικό Μέγαρο. Μετά από λίγο καιρό, ο κοινοβουλευτικός συντάκτης της ΕφΣυν εμφανίζει το Μαξίμου ενοχλημένο από την παρουσία μου στην ορκωμοσία της Κυβέρνησης και επιμένει ότι έχει την πληροφορία από έγκυρη κυβερνητική πηγή. Ο Νίκος Παρασκευόπουλος δεν ορκίζεται με την υπόλοιπη κυβέρνηση. Όπως με πληροφορεί ο ίδιος αργότερα, η πρόταση για το Υπουργείο Δικαιοσύνης δεν του είχε γίνει από την Δευτέρα, όπως μου είχε πει ο Τσίπρας, αλλά την Τρίτη το πρωί (ημέρα της ορκωμοσίας της Κυβέρνησης).
Στο διάστημα μέχρι την ορκωμοσία της Βουλής (5/2/2015) και την εκλογή Προέδρου (6/2/2015) καλώ τον Νίκο Παρασκευόπουλο στο γραφείο μου, με δική μου πρωτοβουλία, για να τον ενημερώσω για την προεργασία που έχει γίνει στον τομέα αρμοδιότητάς του. Με ευχαριστεί γιατί ουδείς τον έχει ενημερώσει σχετικά και ο ίδιος δεν έχει σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ, πέραν του γεγονότος ότι η σύζυγός του Ι. Καμτσίδου είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής.
Του δίνω τις προτάσεις που έχουμε επεξεργασθεί ως πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ στον τομέα της Δικαιοσύνης. Μεταξύ αυτών η κατάργηση του νόμου περί ευθύνης Υπουργών, η νομοθεσία κατά της διαφθοράς, η οριστική απόσυρση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (εκείνου που ο Ν. Παρασκευόπουλος εν συνεχεία υπέγραψε και έφερε στη Βουλή), οι αλλαγές στο σωφρονιστικό σύστημα.
Του εφιστώ την προσοχή στο ζήτημα της απόφασης για το Δίστομο. «Χρειάζεται μόνον η υπογραφή του Υπουργού Δικαιοσύνης για να εκτελεσθεί η Απόφαση, που έχει καταστεί αμετάκλητη πριν 15 χρόνια. Ως υπεύθυνη για τον τομέα Δικαιοσύνης έχω δημόσια δηλώσει ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ θα βάλει αυτήν την υπογραφή που κανένας Υπουργός Δικαιοσύνης δεν έβαλε εδώ και 15 χρόνια»
Μου λέει με αφοπλιστική ειλικρίνεια ότι δεν γνωρίζει το θέμα και θέλει να ενημερωθεί. Του λέω ότι ο πιο κατάλληλος για να τον ενημερώσει είναι ο Γιάννης Σταθάς, ο Διστομίτης βουλευτής μας. Επιφυλάσσεται να ενημερωθεί.
Στις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησης, στις 8/2/2015, ο Νίκος Παρασκευόπουλος δηλώνει ότι θα υπογράψει για την εκτέλεση της απόφασης του Διστόμου. Σήμερα, ένα χρόνο αργότερα, αυτή η υπογραφή δεν έχει τεθεί.
Από όλα τα παραπάνω και από όσα ακολούθησαν, συνάγεται ένα οδυνηρό συμπέρασμα: για λόγους που άπτονται των αρμοδιοτήτων του Υπουργού Δικαιοσύνης και, κυρίως, των αρμοδιοτήτων που αφορούν τη Διαφάνεια, τη Διαφθορά και τα σχετικά σκάνδαλα, αλλά και τις Γερμανικές Οφειλές, ο Αλέξης Τσίπρας είχε αποφασίσει αρκετά νωρίς να μου αφαιρέσει αυτήν την αρμοδιότητα και προσπάθησε με διάφορα προσχήματα αφενός να υποβαθμίσει τη σημασία αυτού του τομέα αφετέρου να μου προτείνει άλλα πεδία. Ουδέποτε μου είπε ευθέως ότι διαφωνεί με επιλογές μου. Με έμμεσους τρόπους, ωστόσο, μου έγινε αντιληπτό σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ότι η στάση μου δεν ήταν αποδεκτή.
Η πρώτη φορά, ήταν κατά την εξέταση Διώτη στην υπόθεση της Λίστας Λαγκάρντ, όταν η υπόθεση μόλις άνοιγε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, τον Οκτώβριο 2012. Ο Τσίπρας τότε μου εξέφρασε την απορία του γιατί ήμουν τόσο σκληρή με τον Διώτη και του απάντησα ότι κατά την άποψή μου ο Διώτης ήταν εξίσου υπεύθυνος με τον Βενιζέλο και τον Παπακωνσταντίνου για υπεξαγωγή σε βαθμό κακουργήματος.
«Στόχος μας δεν είναι ο Διώτης», μου είχε πει.
«Στόχος μας πρέπει να είναι η Αλήθεια και η Δικαιοσύνη», του είχα απαντήσει.
Όταν, στη συνέχεια, συγκροτήθηκε η Επιτροπή Προκαταρκτικής Εξέτασης, υπήρξα ακόμη πιο εξονυχιστική στην εξέταση του Ι. Διώτη, ο οποίος δήλωσε ότι θα αρνηθεί την περαιτέρω εξέτασή του από εμένα και θα δηλώσει ασθένεια. Δεν δέχθηκα άλλα σχόλια από τον Τσίπρα για το θέμα, άλλωστε η Επιτροπή λειτουργούσε ως προανακριτική. Ωστόσο, αμέσως μετά την βίαιη ολοκλήρωση του έργου της Επιτροπής, πριν την ολοκλήρωση της έρευνας, ξεκίνησαν οι διαρροές για εκ μέρους μου διεκδίκηση του Δήμου Αθηναίων.
Η δεύτερη φορά που υπήρξε εμφανής δυσαρέσκεια εναντίον μου κατά την άσκηση των καθηκόντων μου ήταν στις 4 Ιουνίου 2014, όταν Παπούλιας και Σαμαράς έκλεισαν τη Βουλή για να παραγραφεί η υπόθεση των υποβρυχίων- ναυπηγείων Σκαραμαγκά και άλλων ποινικών υποθέσεων και των συναφών ευθυνών Βενιζέλου-Παπακωνσταντίνου. Η τότε δημοσιογράφος και νυν βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Αννέτα Καββαδία μετέδωσε ρεπορτάζ περί δυσαρέσκειας της Κουμουνδούρου για την ανακοίνωσή μου εναντίον του Πρωθυπουργού και του Προέδρου της Δημοκρατίας. Όταν την κάλεσα στο τηλέφωνο, μου δήλωσε ότι η δυσαρέσκεια είχε διατυπωθεί από τον Π. Σκουρλέτη.
Όταν τον Μάιο 2012 εξελέγην πρώτη σε ψήφους βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στην Α’ Αθηνών, χωρίς να είμαι ούτε μέλος του ΣΥΡΙΖΑ ούτε να έχω προηγουμένως θέσει υποψηφιότητα σε άλλη εκλογική αναμέτρηση (πλην της συμμετοχής μου στη λίστα των Ευρωεκλογών του 2009, όπου δεν υπήρχε ζήτημα σταυροδοσίας), πολλοί ήταν αυτοί που με προειδοποίησαν ότι αυτό θα ενοχλούσε και θα ενεργοποιούσε αντανακλαστικά εσωτερικής υπονόμευσης. Μολονότι δεν αγνοούσα ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ουδέποτε πίστεψα ότι μία τέτοια υπονόμευση θα προερχόταν από τον ίδιο τον Α. Τσίπρα, τον οποίο είχα στηρίξει σε δύσκολες στιγμές ως δικηγόρος του, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την υπεράσπισή του απέναντι στην μήνυση και αγωγή του Α. Βγενόπουλου για την ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ, την κατάθεση μήνυσης για την αστυνομική βία και τα χημικά σε βάρος διαδηλωτών το 2011, την υποστήριξή του στην υπόθεση καταγγελίας των απορρήτων δαπανών του ΥπΕξ επί Γ. Παπανδρέου, την κατάθεση αγωγής κατά της Bild προεκλογικά.
Με οδύνη διαπίστωσα, μέσα από την εμπειρία του 2015, ότι πολλές από τις επιλογές τότε του Α. Τσίπρα δεν εκπορεύονταν από στάση αρχής και αναφορά σε αξίες, αλλά καθαρά από κομματικό και προσωπικό οπορτουνισμό. Δεν μπορεί ο ίδιος άνθρωπος που κατήγγελλε το ξεπούλημα του ΟΤΕ το 2008, να ξεπουλάει το σύνολο των δημοσίων επιχειρήσεων και υποδομών της χώρας. Δεν μπορεί ο άνθρωπος που κατέθετε μήνυση για αστυνομική βία εναντίον διαδηλωτών, να επιχειρηματολογεί υπέρ των επιλογών Πανούση. Δεν μπορεί ο άνθρωπος που ζητούσε διαφάνεια στη λειτουργία του ΥπΕξ να δημιουργεί την πλέον παραθεσμική λειτουργία της ΕΥΠ.
Το συμπέρασμα συνάγεται αβίαστα, ένα χρόνο μετά, και με δεδομένα όσα μεσολάβησαν: η επιλογή μου για την Προεδρία της Βουλής ήταν ο τρόπος που απεργάσθηκε ο Α. Τσίπρας προκειμένου αφενός να εξασφαλίσει ότι δεν θα αναλάμβανα το Υπουργείο Δικαιοσύνης και, επομένως, δεν θα αναλαμβάνονταν οι αναγκαίες πρωτοβουλίες αρμοδιότητας του Υπουργού Δικαιοσύνης ούτε για την υπογραφή της εκτέλεσης της Απόφασης για τις Γερμανικές Οφειλές ούτε για την νομοθεσία κατά της διαφθοράς, της διαπλοκής, της ευθύνης Υπουργών. Είναι πρόδηλο ότι, έχοντας στο μυαλό του το «πρότυπο» διακοσμητικών Προέδρων της Βουλής, θεώρησε ότι με αυτήν την πρόταση απλώς με τοποθετούσε σε μία τιμητική θέση ψυγείου. Όταν συνειδητοποίησε ότι αναλάμβανα πρωτοβουλίες πέρα και έξω από τα συνηθισμένα και αναμενόμενα, αποφάσισε σε εμένα μεν να προσποιείται ότι με υποστηρίζει, να το πράττει και δημόσια όποτε χρειαζόταν, αλλά την ίδια ώρα υπόγεια να στηρίζει και όλους τους μηχανισμούς υπονόμευσης αυτών των πρωτοβουλιών. Από την πλευρά μου, δυστυχώς, και μολονότι κατά καιρούς είχα έντονες ανησυχίες, καθησυχαζόμουν από ενέργειες που θόλωναν τα νερά. Τέτοια ήταν και η ομιλία του Τσίπρα στις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησης:
«Είμαστε σάρκα από τη σάρκα αυτού του λαού…Αυτόν τον λαό θα υπηρετήσουμε…Είμαστε κάθε λέξη του Συντάγματος αυτής της χώρας. Σε αυτό το Σύνταγμα ορκιστήκαμε, αυτό το Σύνταγμα θα υπηρετήσουμε»
Ήταν μία ομιλία που διέγραψε όλες τις προηγούμενες ανησυχίες μου.
Για να αναβιώσουν αυτές με δραματικό τρόπο όταν ανακοινώθηκε η συμφωνία της 20ής Φλεβάρη, ημερομηνία που σηματοδότησε μία περίοδο τεράστιας ανησυχίας και εγρήγορσης εκ μέρους μου, μέχρι την προκήρυξη του δημοψηφίσματος…»