Μόλις πριν από δέκα ηµέρες, στον απόηχο της επίσκεψης του Ελληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο Παρίσι, ψύχραιµες φωνές προερχόµενες από το Μέγαρο Μαξίµου «διέβλεπαν» µια… υφέρπουσα διάθεση της Αγκυρας να αναζητήσει διεξόδους αποκλιµάκωσης στα Ελληνοτουρκικά. Οσα «προκλητικά» ακολούθησαν, ωστόσο, έκτοτε από την πλευρά της γείτονος έρχονται να διαψεύσουν τις όποιες καθησυχαστικές εκτιµήσεις… προετοιµάζοντας παράλληλα το έδαφος και για µια µάλλον «καυτή» άνοιξη στο µέτωπο Ελλάδας – Τουρκίας.
«Θα συνεχίσουµε µε ρυθµό ακατάπαυστο να διεξάγουµε σεισµικές έρευνες και γεωτρήσεις τόσο στην Ανατολική Μεσόγειο όσο και στη ζώνη µεταξύ Τουρκίας και Λιβύης, στη βάση της συµφωνίας µας µε τη νόµιµη κυβέρνηση της Λιβύης. Θα ήθελα να επαναλάβω ότι η Τουρκία είναι απολύτως αποφασισµένη» διεµήνυσε στις 6 Φεβρουαρίου ο εκπρόσωπος του προέδρου Ερντογάν, Ιµπραχίµ Καλίν, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στην Αγκυρα. Μία ηµέρα νωρίτερα, ο ίδιος ο Ερντογάν είχε επαναφέρει θέµα γκρίζων ζωνών, στέλνοντας το µήνυµα ότι όσο η Ελλάδα «δεν κάνει κάτι στα Ιµια» (Καρντάκ στα τουρκικά), δεν θα κάνει εκεί κάτι ούτε και η Τουρκία. Ενώ λίγα 24ωρα νωρίτερα, στις 23 Ιανουαρίου, ήταν ο Τούρκος υπουργός Αµυνας, Χουλουσί Ακάρ, εκείνος που µας είχε υπενθυµίσει τις τουρκικές αξιώσεις περί αποστρατιωτικοποίησης δεκάδων ελληνικών νησιών στο Αιγαίο. Ο Ακάρ – Α/ΓΕΕΘΑ ο ίδιος έως και το 2018 για να μην ξεχνιόμαστε – θα επανερχόταν στο ίδιο θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών και μέσα από συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε στην τουρκική εφημερίδα Hurriyet στις 09 Φεβρουαρίου. Εν τω μεταξύ, η Τουρκία θα είχε γίνει γνωστό ότι αγόρασε και ένα… τρίτο πλωτό γεωτρύπανο (ονόματι «Sertao»), για να το προσθέσει δίπλα στα «Yavuz» και «Fatih».
Από τα Ίμια στο… Καστελόριζο
Το 2020 βρίσκει, λοιπόν, την Αγκυρα να διανθίζει όλες εκείνες τις πάγιες τουρκικές αξιώσεις (γκρίζες ζώνες, αποστρατιωτικοποίηση) µε µια σειρά από ανανεωµένες απειλές (για έρευνες δυτικά του Καστελόριζου και της Ρόδου), να συνεχίζει να εκβιάζει την Ευρώπη µε αιχµή το Προσφυγικό (που αναζωπυρώνεται λόγω των πολύνεκρων συγκρούσεων στη Βορειοδυτική Συρία), να αναβαθµίζει τις προκλήσεις της εντός της κυπριακής ΑΟΖ (µε την παρουσία του «Yavuz» στο αδειοδοτηµένο Οικόπεδο 8) και να µπαίνει παράλληλα σφήνα ακόµη βαθύτερα στα πολεµικά µέτωπα της Λιβύης (ενάντια στον Χαλίφα Χάφταρ) και της Συρίας (ενάντια στον Μπασάρ αλ Ασαντ).
Σηµειώνεται ότι σε ανάλογες προαναγγελίες παράνοµων ερευνών εντός των ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας έχει προχωρήσει κατ’ επανάληψη τους τελευταίους µήνες και ο υπουργός Ενέργειας της Τουρκίας, Φατίχ Ντονµέζ. Η εµπειρία µάς έχει δείξει πως όσα προαναγγέλλει η Τουρκία όντως κάποια στιγµή τα κάνει πράξη ή τουλάχιστον επιχειρεί να τα κάνει πράξη. Υπό αυτήν την έννοια, θα πρέπει να περιμένουμε το προσεχές διάστημα και νέες απόπειρες εισόδου τουρκικών ερευνητικών («Oruc Reis», «Barbaros») εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, τα εξωτερικά όρια της οποίας δεν έχουμε ακόμη… οριοθετήσει με καμία από τις γειτονικές μας χώρες στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Πώς θα αντιδράσει, λοιπόν, η Ελλάδα στην περίπτωση «εισβολής» τουρκικού ερευνητικού (με την υποσημείωση ότι το όποιο τουρκικό ερευνητικό δικαιούται μεν να διέλθει αβλαβώς από τη μη οριοθετημένη και προς το παρόν μη κηρυχθείσα ελληνική ΑΟΖ, αλλά όχι και να πραγματοποιήσει έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας που υπάρχει εξ υπαρχής και αυτοδικαίως); Κρίνοντας από την πρόσφατη εμπειρία με την προσωρινή είσοδο του «Oruc Reis» στα τέλη Ιανουαρίου, η Ελλάδα αναμένεται να δράσει κατά τρόπο πολλαπλό: στέλνοντας φρεγάτες στην περιοχή απέναντι στα όποια τουρκικά πλοία, ενημερώνοντας τον διεθνή παράγοντα για τις κινήσεις της Αγκυρας και κρατώντας χαμηλά τους τόνους στο επικοινωνιακό επίπεδο… εάν βέβαια οι συνθήκες επί του πεδίου είναι αρκετά ήπιες ώστε να μπορούν όντως να επιτρέψουν μια χωρίς οξυμένους τόνους επικοινωνιακή διαχείριση της έντασης.
Η Ελλάδα αυτό που έχει όντως καταφέρει το περασμένο διάστημα είναι να εξασφαλίσει, τουλάχιστον σε επίπεδο επίσημων ανακοινώσεων, την καταδίκη του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου εκ μέρους της διεθνούς κοινότητας. Οι πρόσφατες επισκέψεις του υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Δένδια, σε Ιταλία και Μάλτα, όπως άλλωστε και οι τελευταίες επισκέψεις του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη σε Γαλλία, Σαουδική Αραβία και Εμιράτα, ήρθαν να επαναβεβαιώσουν ακριβώς αυτήν τη στάση εκ μέρους των «έξω». Ακόμη και η Γερμανία, που δεν προσκάλεσε την Ελλάδα στη Διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη τον Ιανουάριο, έχει διαμηνύσει ότι συμμερίζεται τις ελληνικές ανησυχίες αναφορικά με τα μνημόνια συναντίληψης που συνήψαν οι Ταγίπ Ερντογάν και Φαγέζ αλ Σάρατζ τον περασμένο Νοέμβριο στην Κωνσταντινούπολη.
Κατώτεροι των περιστάσεων οι Ευρωπαίοι
Επί του πρακτέου ωστόσο, το ερώτημα είναι εάν οι όποιες διεθνείς αποδοκιμασίες αρκούν για να ανακόψουν τα σχέδια της Αγκυρας. Κρίνοντας από όσα έχουν λάβει χώρα στην Κύπρο ειδικά από την άνοιξη του 2019 και έπειτα, οι αποδοκιμασίες προφανώς και δεν αρκούν. Αντιθέτως μάλιστα, σαν να ωθούν την Τουρκία στο να ανεβάζει τον πήχη των προκλήσεων, δοκιμάζοντας τα όρια των Ευρωπαίων κάθε φορά και από μια περισσότερο προωθημένη θέση μαξιμαλιστικών διεκδικήσεων.
Το ότι οι Ευρωπαίοι έχουν αποδειχθεί κατώτεροι των περιστάσεων αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος, από τις κυρώσεις «χάδι» σε βάρος της κρατικής τουρκικής εταιρείας πετρελαίου TPAO, αλλά και από τις αλγεινές επικοινωνιακές «αστοχίες» εκδηλώσεων που είδαν το φως της δημοσιότητας, όπως ήταν εκείνο το «happy birthday» των Ευρωπαίων πρεσβευτών προς τιμήν του Τούρκου υπουργού Μεβλούτ Τσαβούσογλου. Η Ελλάδα δεν έχει σε καμία περίπτωση την «πολυτέλεια» να ανεχθεί την πραγματοποίηση τουρκικών σεισμογραφικών ερευνών (για το ενδεχόμενο γεωτρήσεων… ούτε λόγος) εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, πράγμα το οποίο προφανώς γνωρίζουν πολύ καλά και οι ιθύνοντες στην Αγκυρα.
Μαραθώνιος συναντήσεων για Δένδια – Παναγιωτόπουλο
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ωστόσο, όπως άλλωστε και η προηγούμενη του ΣΥΡΙΖΑ, αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη δυνατότητα διατήρησης ανοιχτών διαύλων με την Τουρκία, ακόμη και σε περιόδους κρίσης (ή, πιο σωστά, ειδικά σε περιόδους κρίσης). Σε αυτό το πλαίσιο της αποκατάστασης των διαύλων, οι συζητήσεις για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας επανεκκινούν σε τεχνικόστρατιωτικό επίπεδο στην Αθήνα το διάστημα μεταξύ 17 και 21 Φεβρουαρίου.
Οι υπουργοί Εθνικής Αμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος και Χουλουσί Ακάρ θα έχουν μάλλον την ευκαιρία να τα πουν από κοντά και στο πλαίσιο της υπουργικής Συνόδου του ΝΑΤΟ που πραγματοποιείται στις Βρυξέλλες το διήμερο 12-13 Φεβρουαρίου. Υπενθυμίζεται ότι οι κ. Παναγιωτόπουλος και Ακάρ είχαν τηλεφωνική συνομιλία και στις 5 Φεβρουαρίου, ενώ λίγες εβδομάδες νωρίτερα, στις 10 Ιανουαρίου, ο γενικός γραμματέας του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, πρέσβης Θεμιστοκλής Δεμίρης, είχε διαβουλεύσεις στην Αγκυρα με τον υφυπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας, πρέσβη Σεντάτ Ονάλ.
Πυκνό αναμένεται να είναι και το πρόγραμμα του υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Δένδια, την εβδομάδα που ξεκινά, με τον επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας να μεταβαίνει τη Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου στη Μαδρίτη, την Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου στην Αλγερία (ο υπουργός Εξωτερικών της οποίας είχε βρεθεί στις 5 Φεβρουαρίου στη Λιβύη, όπου είχε συνάντηση με τον στρατάρχη Χαλίφα Χάφταρ) και την Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου στη Γερμανία, για να πάρει μέρος στην ετήσια Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, μια διάσκεψη στην οποία πρόκειται να δώσει το «παρών» και ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, χωρίς όμως προς το παρόν να έχει προγραμματιστεί κάποια συνάντηση μεταξύ των κ. Δένδια και Τσαβούσογλου. Σημειώνεται ότι στη Διάσκεψη του Μονάχου πρόκειται να πάρει μέρος και ο υπουργός Εθνικής Αμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος. Στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας αναμένεται να πραγματοποιηθεί στις 16 Φεβρουαρίου και μια συνάντησησυνέχεια (Follow-up Committee) της Διάσκεψης του Βερολίνου για τη Λιβύη, με τη συμμετοχή των κρατών που είχαν πάρει μέρος και στην προηγούμενη Διάσκεψη της 19ης Ιανουαρίου (από την οποία υπενθυμίζεται ότι απουσίαζε η Ελλάδα).
Ανησυχία για νέες προσφυγικές ροές λόγω Ιντλίμπ
Το ανήσυχο βλέμμα της διεθνούς κοινότητας έχει όμως πια στραφεί εκ νέου στα εδάφη της πολύπαθης βορειοδυτικής Συρίας (Ιντλίμπ), εκεί όπου οι άνδρες των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων πλέον ανταλλάσσουν πολύνεκρα πυρά με τις δυνάμεις του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, προς μεγάλη απογοήτευση της Μόσχας. «Στη Συρία ο Ερντογάν αντιμετωπίζει επικακτικώς το εξής δίλημμα : ή ευθεία διαπραγμάτευση με τον Άσαντ χάρη στην μεσολάβηση του Πούτιν ή ευρεία αντιπαράθεση με τον Άσαντ και, κατ’ επέκταση, με τον Πούτιν και τον Ρουχανί. Εξ ου και η περίπλοκη χορογραφία με απειλές, υπόγειες διαβουλεύσεις και επιθέσεις στη βόρεια Συρία καθώς έκαστη παράταξη προσπαθεί να υπαγορεύσει στην άλλη τους όρους της για την τελική διευθέτηση από θέση ισχύος», σχολιάζει μιλώντας στο Εθνος της Κυριακής ο Δρ. Σπύρος Πλακούδας, επίκουρος καθηγητής στο Rabdan Academy του Αμπού Ντάμπι και Αντιπρόεδρος του Κέντρου Διεθνών Στρατηγικών Αναλύσεων (ΚΕΔΙΣΑ).