Ακόμη μια πειθαρχική έρευνα εις βάρος του διευθυντή του Κτηματολογίου Ρόδου, που έχει απαλλαγεί από όλα όσα του καταλογίστηκαν στο παρελθόν, μετά από μια απίστευτη ταλαιπωρία, απασχόλησε χθες το Πενταμελές Πειθαρχικό Συμβούλιο του Εφετείου Δωδεκανήσου.
Υπόλογοι στην ίδια υπόθεση είναι δύο ακόμη υπάλληλοι της ίδιας υπηρεσίας.
Οπως ξανάγραψε η «δημοκρατική», φέρεται ο διευθυντής του Κτηματολογίου Ρόδου να χρησιμοποιήθηκε ως “όχημα” για την απαξίωση συνολικά του Κτηματολογίου της Ρόδου, προκειμένου το υπουργείο Οικονομικών να το εντάξει στο Εθνικό Κτηματολόγιο.
Στην υπόθεση που εξετάστηκε χθες, τον Απρίλιο του 2016 ο Κτηματολογικός Δικαστής υπέβαλε αναφορά σε βάρος των τριών υπαλλήλων μετά την διαπίστωση ότι ετηρείτο, επ’ ονόματί τους σε κεντρικό υποκατάστημα τράπεζας του νησιού, λογαριασμός στον οποίο διακινούνταν έσοδα του Ελληνικού Δημοσίου.
Η τακτική που ακολουθήθηκε δεν είναι σύννομη, διότι η είσπραξη των κάθε είδους τελών στα Κτηματολόγια γίνεται στον ταμία με μετρητά ή με τραπεζικές επιταγές σε διαταγή της ΔΟΥ, ενώ τα ποσά που εισπράττονται προβλέπεται να κατατίθενται προς απόδοση στο Δημόσιο στην Τράπεζα της Ελλάδος υπέρ του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του Ταμείου Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτηρίων (ΤΑΧΔΙΚ).
Από την έρευνα προέκυψε ότι από τον συγκεκριμένο λογαριασμό διακινήθηκαν ποσά ενώ σύμφωνα με τις πληροφορίες, από την έρευνα φέρεται να προέκυψε αναντιστοιχία μεταξύ των ποσών που είχαν κατατεθεί κι εκείνων που είχαν αναληφθεί προκειμένου να αποδοθούν στο Ελληνικό Δημόσιο μετά από εκκαθάριση.
Ο Κτηματολογικός Δικαστής, εντόπισε και ανέφερε αρμοδίως την μεταφορά από συμβολαιογράφο της Ρόδου από λογαριασμό της στον κοινό λογαριασμό που τηρούσαν οι υπάλληλοι ποσό ύψους 586,73 ευρώ τον Οκτώβριο του 2010 και ακόμη ενός ποσού ύψους 10.000 ευρώ τον ίδιο μήνα υπέρ του ΤΑΧΔΙΚ.
Απολογούμενος, κατέστησε σαφές πως στην υπηρεσία του Κτηματολογίου Ρόδου, κατατίθενται καθημερινά χρηματικά ποσά για τέλη και δικαιώματα, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα ηλεκτρονικών συναλλαγών ή συναλλαγών μέσω πιστωτικής κάρτας. γεγονός το οποίο είχε επισημάνει ως διευθυντής προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης, αφού αφενός καθημερινά γίνονταν δέκτες παραπόνων από τους πολίτες και τους συμβολαιογράφους, οι οποίοι καλούνταν να καταβάλουν σε αρκετές περιπτώσεις ποσά χιλιάδων ευρώ σε μετρητά, αφετέρου η διακίνηση μετρητών ενείχε κινδύνους ως προς την φύλαξη και μέχρι την κατάθεσή τους στον τελικό αποδέκτη, καθόσον θα έπρεπε να προηγηθεί η διαδικασία της εκκαθάρισης, η οποία διαρκεί μερικές ημέρες.
Δυστυχώς, στην υπηρεσία δεν υπάρχει ούτε χρηματοκιβώτιο (ακόμη και σήμερα) για την φύλαξη των μετρητών μέχρι την κατάθεσή τους προσηκόντως και η πρακτική που ακολουθούνταν τουλάχιστον την τελευταία τριακονταετία, ήταν η διατήρηση τραπεζικού λογαριασμού στο πλησιέστερο κατάστημα Τράπεζας επ’ ονόματι του διευθυντή και δύο υπαλλήλων και η καθημερινή κατάθεσή τους σε αυτόν τον λογαριασμό, όπου ακόλουθα γίνονταν η μεταφορά των χρημάτων προσηκόντως.
Αυτήν ακριβώς την κατάσταση βρήκε και όταν ανέλαβε καθήκοντα ως διευθυντής του Κτηματολογίου της Ρόδου, από τον προκάτοχό του.
Ουδόλως γνώριζε για την εικαζόμενη υποχρέωση άμεσης κατάθεσης αποκλειστικά και μόνο στην Τράπεζα της Ελλάδος, η εκκαθάριση γινόταν προσηκόντως, με απόλυτη διαφάνεια και αμεσότητα και εν τέλει δεν έχει λείψει ούτε ένα λεπτό από το ταμείο που διαχειρίζονταν η Ταμίας, ο δε λογαριασμός αυτός έκλεισε οριστικά τον Δεκέμβριο του έτους 2015, ήτοι σε χρόνο ανύποπτο και πολύ προγενέστερο της υποβολής της πειθαρχικής αγωγής.
Την υπόθεση χειρίζονται οι δικηγόροι κ.κ. Βασίλης Καβουριού και Σταύρος Νικολένδρης.