Σε μια σουίτα ξενοδοχείου στο Knightsbridge, με μπάνιο από ιταλικό μάρμαρο, ξεχωριστά επιλεγμένα έργα τέχνης και «ελαφρά υφάσματα», δύο άνδρες, 50 ετών πάνω-κάτω, που είχαν συμφωνήσει να συναντηθούν υπό τον όρο της απόλυτης μυστικότητας, αναρωτιόντουσαν: «Μπορούμε να γράψουμε Ιστορία;».
Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κυριάκος Μητσοτάκης, σύμφωνα με ρεπορτάζ των Financial Times, είχε προσκαλέσει τον Τζορτζ Οσμπορν, πρώην Συντηρητικό πολιτικό και νυν πρόεδρο του Βρετανικού Μουσείου, να διερευνήσει την πιθανότητα συμφωνίας για τον τερματισμό μίας από τις πιο σκληρές πολιτικές και πολιτιστικές διαμάχες του κόσμου: για την τύχη των 2.500 ετών Γλυπτών του Παρθενώνα.
Δύο αιώνες αφότου αποσπάστηκαν από τα ερείπια του ναού του Παρθενώνα στην Αθήνα από έναν Βρετανό ευγενή, οι θησαυροί, γνωστοί και ως «Ελγίνεια Μάρμαρα», είναι από τους λαμπρότερους στο Βρετανικό Μουσείο. Στεγασμένα σε μια ειδική αίθουσα, τα γλυπτά των Ολύμπιων θεών, κενταύρων και πολεμιστών, είναι απαράμιλλα δείγματα της τέχνης και της φιλοδοξίας της Αθήνας του πέμπτου αιώνα π.Χ.
Η έξαρση της πολιτιστικής διπλωματίας έχει επαναφέρει την προσοχή στα ιδιαιτέρως φορτισμένα επιχειρήματα που αφορούν τα Γλυπτά του Παρθενώνα, πώς έφτασαν στη Βρετανία και πώς μπορεί να υποστηριχθεί η παραμονή τους στο Λονδίνο. Στο Βρετανικό Μουσείο όμως δεν υπάρχουν και πολλά στοιχεία τού από δεκαετίες αιτήματος για τα έργα τέχνης να σταλούν στην Ελλάδα. Υπάλληλος του μουσείου ανέφερε ότι τα φυλλάδια που ασχολούνται με τη σχετική διαμάχη εκτίθενται στην κύρια αίθουσα, αλλά όταν οι Financial Times επισκέφθηκαν το Μουσείο δεν υπήρχε τίποτε να διαβάσει κανείς. Κατόπιν ερωτήσεων στο γκισέ των πληροφοριών, κάποια φυλλάδια βρέθηκαν σε ένα ντουλάπι.
Η έκκληση για τον επαναπατρισμό και η διαμάχη για την ιδιοκτησία αναφέρονται εκεί, όπως και η ανέγερση του νέου Μουσείου της Ακρόπολης το 2009, αλλά το υπόλοιπο κείμενο υπερασπίζεται με θέρμη τη θέση του Βρετανικού Μουσείου. Εκεί περιλαμβάνεται και ο αμφιλεγόμενος ισχυρισμός ότι ο λόρδος Ελγιν, πρέσβης της Βρετανίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αφαίρεσε αποσπασμένα αγάλματα και το κτίσμα «δρώντας υπό την πλήρη γνώση και άδεια» των τοπικών αρχών (εννοώντας τους Οθωμανούς).
Ομοίως το θέμα έχει αντίστοιχη έκθεση στο Μουσείο της Ακρόπολης που εγκαινιάστηκε το 2009. Εκεί εκτίθενται δύο είδη αγαλμάτων στον τρίτο όροφο με θέα στον Παρθενώνα: τα πραγματικά αγάλματα και τα αντίγραφα όσων απουσιάζουν. Τοποθετημένα πλάι πλάι, δημιουργούν έντονη αντίθεση. Πέρα από τη σαφή αναγραφή ότι το πραγματικό αντικείμενο τέχνης βρίσκεται στο Λονδίνο, δεν υπάρχουν περαιτέρω επεξηγηματικές αναφορές, εκτός από ένα βίντεο που εξηγεί την απώλεια των Γλυπτών στους επισκέπτες.
Σε άλλα σημεία, το Μουσείο αναδεικνύει τα κομμάτια μαρμάρου που πριονίστηκαν και αφαιρέθηκαν από τον λόρδο Ελγιν και την ομάδα του, καθώς προσπαθούσαν να μειώσουν το βάρος όσων θα μετέφεραν στη Βρετανία.
Ο Νίκος Σταμπολίδης, γενικός διευθυντής του Μουσείου της Ακρόπολης και καθηγητής Αρχαιολογίας, τονίζει ότι κανένα μουσείο εκτός Αθηνών δεν μπορεί να προσφέρει στους επισκέπτες του την εμπειρία της θέασης των Γλυπτών ακριβώς στον χώρο όπου φιλοτεχνήθηκαν. «Δεν μπορείς να τα νιώσεις κάτω από το αττικό φως ή να δεις πώς τα επηρεάζουν οι αλλαγές των εποχών», εξηγεί.
Το πρόσωπο-κλειδί της απόσπασης των Γλυπτών
«Το πρόσωπο-κλειδί στην απόσπαση των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι ο Ιταλός ζωγράφος Τζοβάνι Μπατίστα Λουσιέρι», σύμφωνα με την Τατιάνα Πούλου, αρχαιολόγο με έδρα την Αθήνα, που μίλησε στους Financial Times. Ο Ελγιν προσέλαβε τον Λουσιέρι ως επικεφαλής της καλλιτεχνικής του ομάδας, σκεπτόμενος ότι θα μπορούσε να καταστήσει την αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική ευρέως διάσημη, όχι μόνο μέσω απεικονίσεων αλλά και με τη δημιουργία εκμαγείων και ακριβών αντιγράφων που θα μπορούσαν να μεταφερθούν στη Βρετανία.
Η κ. Πούλου έχει μελετήσει τα αρχεία του λόρδου Ελγιν στην κατοικία του (Broomhall House) κοντά στο Εδιμβούργο, στη Σκωτία, εξετάζοντας πάνω από 500 επιστολές που αντάλλαξε κατά τη διάρκεια της θητείας του ως πρέσβη. Λέει, μάλιστα, ότι συχνά ανατρίχιαζε διαβάζοντάς τες. Σε μία από αυτές με ημερομηνία Σεπτεμβρίου 1801, λέει, «ο Λουσιέρι ζήτησε από τον λόρδο Ελγιν 12 πριόνια για να κόψει τα γλυπτά από τον ναό και να μειώσει το βάρος τους». Τον Ιανουάριο του 1802 έγραψε εκ νέου στον Ελγιν: «Λόρδε μου, με χαρά σάς αναγγέλλω ότι έχω πλέον στην κατοχή μου οκτώ μετόπες, εκείνη όπου οι κένταυροι μεταφέρουν μια γυναίκα. Το κομμάτι μάς προξένησε πολλών ειδών προβλήματα, και υποχρεώθηκα να γίνω λίγο βάρβαρος».
Το πρώτο πλοίο που φόρτωσε ο Λουσιέρι έφυγε από την Αθήνα τον ίδιο χρόνο, φορτωμένο με 16 κιβώτια γεμάτα αρχαιότητες, ωστόσο βυθίστηκε ανοικτά των Κυθήρων. Χωρίς να φεισθεί εξόδων, ο Ελγιν προσέλαβε τους καλύτερους καταδύτες που υπήρχαν –Καλύμνιους σφουγγαράδες– οι οποίοι εργάζονταν επί τρία χρόνια για να ανασύρουν από τον βυθό τους θησαυρούς. Αν και οι καλλιτεχνικοί αυτοί θησαυροί τελικά έφτασαν στη Βρετανία, ο Ελγιν καταστράφηκε οικονομικά. Η όλη επιχείρηση του κόστισε 74.000 στερλίνες της εποχής εκείνης, που αντιστοιχούν σε περίπου 5,5 εκατομμύρια σημερινές λίρες (ή 6,2 εκατ. ευρώ). Το 1816 το Βρετανικό Μουσείο αγόρασε τα Γλυπτά από τον Ελγιν για λιγότερο από τα μισά χρήματα, όπως αναφέρει η βρετανική εφημερίδα.
Για κάποιους στη Βρετανία, ο Ελγιν κατέστη μισητός, με πρώτον τον σπουδαίο λόρδο Βύρωνα, τον ποιητή του Ρομαντισμού που έδωσε και τη ζωή του για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Εγραψε ότι όποιος βλέπει το αποτέλεσμα «αναίσθητη έχει την καρδιά που αβούρκωτη απομένει, μετόπες, τείχη και βωμούς βλέποντας σκόνη, αράδα να σου τα γδύνουν Βρετανοί», στο ποίημά του «Το Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ» (μτφρ. Στέφανος Μύρτας). Οπως επισημαίνει ο Ρίτσαρντ Λάμπερτ, η Ελλάδα διέθετε από τότε τους καλύτερους εκπροσώπους των απόψεών της.
Σήμερα εκείνος που προσφέρει συμβουλές δημοσίων σχέσεων στον Ελληνα πρωθυπουργό είναι ο Εντ Γουίλιαμς, επικεφαλής της Edelman στην Ευρώπη. Μετά την εκλογή του το 2019, ο κ. Μητσοτάκης, όπως σημειώνουν οι Financial Times, αποφάσισε να ασχοληθεί ξανά με το ζήτημα των Γλυπτών, που είχε «παγώσει» για χρόνια. Κατανοώντας ότι δεν υφίστατο κάποια προφανής νομική οδός για την ανάκτησή τους, άρχισε να εργάζεται προς την επιρροή της βρετανικής κοινής γνώμης, εξηγώντας τις ελληνικές θέσεις στα βρετανικά μέσα ενημέρωσης. Ο άνεμος πλέον έχει γίνει ούριος για εκείνον: έρευνα της YouGov το 2021 έδειξε ότι το 59% των Βρετανών θεωρεί πως τα Γλυπτά ανήκουν στην Ελλάδα, έναντι του 18% που θεωρεί ότι ανήκουν στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η διαμάχη τότε και σήμερα
Η διαμάχη που χρονολογείται από τον 19ο αιώνα βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο στον 21ο και αμφισβητεί κατά πόσον τα μουσεία στη Δύση –περιλαμβανομένων «γιγάντων» όπως το Βρετανικό Μουσείο και το Λούβρο– θα πρέπει να επιστρέψουν τα έργα τέχνης στις χώρες προέλευσής τους. Στην πλέον πρόσφατη ανατροπή των μακροχρόνιων πολιτικών σχετικά με τον επαναπατρισμό, μουσεία ανά τον κόσμο έχουν αρχίσει να επιστρέφουν τα διάσημα χάλκινα αριστουργήματα του Μπενίν, τα οποία λεηλάτησαν Βρετανοί στρατιώτες κατά τον 19ο αιώνα στη Νιγηρία. Το Βρετανικό Μουσείο, που διαθέτει πάνω από 900 από αυτά τα έργα τέχνης, δεν έχει ακόμη ανακοινώσει κάποια επιστροφή, αλλά δήλωσε ότι «εμπλέκεται ενεργά» σε συζητήσεις με νιγηριανούς οργανισμούς, όντας ένα από τα πολυάριθμα μουσεία στη λεγόμενη Ομάδα Διαλόγου Μπενίν. Η τελευταία βοηθά στη δημιουργία νέων μουσείων στην πόλη Μπενίν, όπου αντικείμενα των συλλογών τους θα τεθούν εντέλει σε μόνιμη έκθεση.
Οσοι αμφισβητούν το κίνημα για την επιστροφή θησαυρών λένε, αναφέρει η βρετανική εφημερίδα, πως υπάρχει ανάγκη για οργανισμούς όπου το σύνολο της πολιτιστικής ιστορίας θα μπορεί να ιδωθεί και να απορροφηθεί σε έναν ενιαίο χώρο. «Το επιχείρημα για τη διατήρηση των Γλυπτών εδώ είναι ότι μπορεί κανείς να τα δει στο συνολικό πλαίσιο της ανθρωπότητας», αναφέρει ο Λάμπερτ, πρώην πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου.
Το πρόβλημα, επισημαίνει η Μέρι Μπίερντ, ειδική στην ιστορία των κλασικών χρόνων και μέλος του συμβουλίου του Βρετανικού Μουσείου, είναι πως τα Γλυπτά επιτελούν δύο αποστολές που αλληλοσυγκρούονται. Από τη μία πλευρά, αποτελούν ένα πολύ ισχυρό σύμβολο του ελληνικού έθνους, αλλά, όπως λέει, «αποτελούν επίσης ενεργά σύμβολα και εκπροσώπους της ιδέας του ελληνικού και του κλασικού πολιτισμού παγκοσμίως… Εχουν και εθνικό και διεθνή ρόλο», λέει.
Οι «ανοησίες» και τα επιχειρήματα
Με 8 εκατομμύρια αντικείμενα στις αποθήκες του, δεν μπορεί το Βρετανικό Μουσείο να βρει άλλο τρόπο να εξηγήσει αυτό το αφήγημα, αναρωτιούνται οι Financial Times. Αυτό πιστεύει ο Βέιζι, απορρίπτοντας ως «ανοησίες» τον ισχυρισμό ότι τα Γλυπτά πρέπει να παραμείνουν στο Λονδίνο ως τμήμα μια ολιστικής εμπειρίας του παγκόσμιου πολιτισμού. «Το Βρετανικό Μουσείο είναι γεμάτο από αρχαιοελληνικά έργα τέχνης που θα μπορούσαν τέλεια να αναπληρώσουν τον ρόλο των Γλυπτών του Παρθενώνα [ως εκπρόσωποι] της αρχαιοελληνικής γλυπτικής», εξηγεί.
Το επιχείρημα ότι η επίλυση της διαμάχης για τον Παρθενώνα θα φέρει το Βρετανικό Μουσείο προ μιας χιονοστιβάδας εξελίξεων με μαζικές επιστροφές απορρίπτεται και από πολλούς ειδικούς στα μουσεία. Ο Αλεξάντερ Χέρμαν, διευθυντής του Ινστιτούτου Τεχνών και Νόμου, λέει πως τα Γλυπτά είναι «κοντά σε αυτό που λέμε μοναδικά» σε σχέση με το ενδιαφέρον που η διαμάχη έχει προκαλέσει και την ένταση των συναισθημάτων από την πλευρά των διεκδικητών [δηλαδή της Ελλάδας].
Η Μπίερντ λέει στη βρετανική εφημερίδα ότι η εντύπωση που έχουν ορισμένοι για τους συμβούλους του Βρετανικού Μουσείου ως «κάτι γεροξεκούτηδες» που προσπαθούν να εμποδίσουν την επιστροφή των Γλυπτών στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα. Τα μέλη του συμβουλίου, τονίζει, έχουν «υποχρέωση έναντι του μέλλοντος του μουσείου και μία από τις πτυχές που θα διατηρήσει την πρόοδο του μουσείου είναι να βρούμε μια αρχή για την επίλυση αυτού» του ζητήματος.
Η άποψή της είναι ότι το Βρετανικό Μουσείο μπορεί να ιδωθεί ως ένα είδος «δανειστικής βιβλιοθήκης». Θα ήθελε εκατομμύρια άνθρωποι να βλέπουν τα Γλυπτά όχι μόνο στο Λονδίνο και την Αθήνα αλλά και σε πόλεις όπως η Βομβάη στην Ινδία. Και προσθέτει: «Το Λονδίνο είναι μια παγκόσμια πόλη. Χρειάζεται και ένα παγκόσμιο μουσείο». Το θέμα είναι πώς θα πρέπει να είναι σήμερα ένα μουσείο του 18ου αιώνα.
Η απάντηση του Οσμπορν σε αυτό το ευρύτερο ερώτημα είναι το αξίας ενός δισεκατομμυρίου λιρών Σχέδιο Ροζέττα, η μεγαλύτερη αναδόμηση μουσείου που έχει γίνει ποτέ στη Βρετανία. Στόχος του σχεδίου είναι η ανανέωση ενός γερασμένου κτιρίου και η «επανίδρυσή» του ως μουσείου, καθιστώντας το λιγότερο «μεσογειο-κεντρικό» και αναδεικνύοντας περισσότερη τέχνη προερχόμενη από την Ασία, την Αφρική και την Αμερική. Σχετικές λεπτομέρειες πρόκειται να ανακοινωθούν την ερχόμενη άνοιξη.
Ο ίδιος έχει μιλήσει με συναδέλφους του σχετικά με το πώς αυτό το καινοφανές μουσείο θα μπορέσει να αντιμετωπίσει το παλαιό ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα, λέγοντας ότι θα πρέπει να αγκαλιάσει το θέμα και να το χρησιμοποιήσει ώστε να εξηγήσει τον λόγο που τώρα αποτελούν τμήμα μιας «ευρύτερης συμφωνίας με την Αθήνα».
Εάν τα μέλη του Βρετανικού Μουσείου αναζητούσαν κάλυψη για την πολιτική αδράνειας, το πολιτικό περιβάλλον στη Βρετανία δεν θα μπορούσε να είναι πιο θετικό σε μια τέτοια στάση, δεδομένης της αποστροφής της κυβέρνησης των Συντηρητικών για την «κουλτούρα της αφύπνισης» (woke culture). Η αντίδρασή της σε διαμαρτυρίες κατά αμφισβητούμενων δημόσιων γλυπτών, για παράδειγμα, ήταν να αλλάξει το 2021 τη νομοθεσία ώστε να απαιτεί για την απομάκρυνσή τους άδεια από την πολεοδομία.
Παρά ταύτα, οι Ελληνες πολιτικοί, σημειώνουν οι FT, θεωρούν ότι, αν δεν επιλυθεί το ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα, θα είναι δυσκολότερο για το μουσείο του Οσμπορν να συγκεντρώσει το 1 δισ. λίρες στο σημερινό πλαίσιο. «Για τους δωρητές, ιδιαιτέρως στις ΗΠΑ, θα είναι θετικό να δουν» την επίλυσή του, λέει Ελληνας πολιτικός που επικαλείται η βρετανική εφημερίδα. Ο Οσμπορν επαναλαμβάνει στους συναδέλφους του ότι οι προτάσεις του για δανεισμό των Γλυπτών στην Αθήνα δεν αφορούν τα χρήματα ή την προσέλκυση δισεκατομμυριούχων, αλλά σίγουρα αυτό θα βοηθούσε.
Εάν πρόκειται να υπάρξει συμφωνία για τα Γλυπτά, δεν αναμένεται πριν από τις εκλογές στην Ελλάδα, στις οποίες ο Κυριάκος Μητσοτάκης εμφανίζεται ως επικρατέστερος, σημειώνεται ακόμα στο δημοσίευμα. Οπως τονίζουν οι FT, δεν πρόκειται να προσυπογράψει κάτι που πρακτικά θα σημαίνει ότι το Βρετανικό Μουσείο δανείζει «κλεμμένα» αντικείμενα στη χώρα από όπου υποτίθεται πως κλάπηκαν. Εντούτοις, και οι δύο πλευρές αναμένουν την επανάληψη των συνομιλιών και πιστεύουν ότι δεν έχει υπάρξει στο παρελθόν καλύτερη ευκαιρία για συμφωνία, παρά την πολιτική ρητορική γύρω από αυτή τη διαμάχη.
Ο Οσμπορν δεν χρειάζεται βρετανική πολιτική υποστήριξη για να δανείσει τα Γλυπτά στην Ελλάδα –αφού ανήκουν στο μουσείο– αλλά σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις του λέει ότι η κυβέρνηση του Ρίσι Σούνακ θα στηρίξει έτσι κι αλλιώς την ιδέα. Ο Βέιζι συμφωνεί με αυτό: «Δεν πιστεύω ότι ο Τζορτζ θα προβεί σε δανεισμό χωρίς πρότερη συμφωνία με τη βρετανική κυβέρνηση. Μπορεί να υπήρχαν εκκλήσεις προς την κυβέρνηση ώστε να παρέμβει, αλλά δεν νομίζω ότι θα το έκανε».
«Υπάρχει σοβαρή πιθανότητα αυτό να μην έχει αποτελέσματα», έχει πει σε φίλους του ο Οσμπορν. «Υπάρχει όμως και σοβαρή πιθανότητα τελικά να έχει. Υπάρχει λόγος που αυτό δεν έχει επιλυθεί – είναι ότι δεν είναι εύκολο».
Η Μπίερντ, πάντως, τρέφει ελπίδες: «Νομίζω ότι έχει αλλάξει κάτι στην πολιτική», λέει. «Αλλά αν θεωρώ ότι σε 50 ή ίσως σε 20 χρόνια όλα τα Γλυπτά θα είναι στο ίδιο μέρος; Οχι».
Πηγή: Financial Times