Αντισυνταγματικό κρίθηκε από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας το νομοθετικό πλαίσιο που ψηφίστηκε το 2015 και όρισε νέο τρόπο επιλογής των διευθυντών των σχολικών μονάδων και των εργαστηριακών κέντρων.
Το ανώτατο δικαστήριο σε Ολομέλεια με πρόεδρο τον Πρόεδρο του ΣτΕ, Νίκο Σακελλαρίου, έκρινε ότι ο νόμος – πρόκειται για τον 4327 του 2015 που ψηφίστηκε επί υπουργίας Αριστείδη Μπαλτά- είναι αντίθετος με βασικές συνταγματικές διατάξεις, παραβιάζει συνταγματικές αρχές, όπως η ισότητα και η αξιοκρατική και με αντικειμενικά κριτήρια επιλογή και ως εκ τούτου δεν μπορεί να εφαρμοστεί.
Η απόφαση για τους διευθυντές των σχολικών μονάδων όπως και η απόφαση για τους διοικητές των δημοσίων νοσοκομείων στηρίζονται στην δικαστική κρίση ότι το σύνταγμα παραβιάστηκε και δεν τηρήθηκαν κανόνες αξιοκρατίας.
Η υπόθεση που έφθασε στην Ολομέλεια, ξεκίνησε από το Τρίτο Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο οποίο είχε προσφύγει – κατά του νόμου Μπαλτά- η Πανελλήνια Ενωση Διευθυντών Εκπαίδευσης και 57 διευθυντές σχολείων ζητώντας την ακύρωση του νόμου αυτού ως αντισυνταγματικού.
Με τον νόμο αυτό ρυθμίστηκε εκ νέου η διαδικασία και οι προϋποθέσεις επιλογής και τοποθέτησης στελεχών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ειδικά για τους διευθυντές των σχολικών μονάδων και ανατέθηκε η επιλογή τους στο Σύλλογο Διδασκόντων κάθε σχολικής μονάδας με μυστική ψηφοφορία.
Το ανώτατο δικαστήριο έκρινε το σύστημα αυτό αντισυνταγματικό καθώς αποφάνθηκε ότι είναι αντίθετο με τις συνταγματικές αρχές της «της ισότητας, της αξιοκρατίας και της ελεύθερης προσβάσεως και σταδιοδρομίας κάθε Έλληνα στις δημόσιες θέσεις κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας».
Και αυτό, διότι το δικαστήριο έκρινε ότι είναι αντισυνταγματικός ο τρόπος επιλογής που καθιερώθηκε με τον επίμαχο νόμο καθώς «η αρμοδιότητα επιλογής δόθηκε στο Σύλλογο Διδασκόντων στον οποίο μετέχουν (αδιακρίτως) όλοι οι υπηρετούντες στην οικεία σχολική μονάδα μόνιμοι και αναπληρωματικοί εκπαιδευτικοί και με την διαδικασία της μυστικής ψηφοφορίας».
Όμως, σύμφωνα με τις επίμαχες συνταγματικές αρχές, όπως έκρινε το ΣτΕ, η διοίκηση των σχολικών μονάδων πρέπει «να αναδεικνύεται από κατάλληλο όργανο που συγκροτείται και λειτουργεί με εχέγγυα αξιοκρατίας, αμεροληψίας και αντικειμενικότητας (όπως είναι τα καθιερωμένα υπηρεσιακά συμβούλια διοίκησης) και με διαφανή και αντικειμενική διαδικασία, κατάλληλη για τη διασφάλιση της ενιαίας και ομοιόμορφης εφαρμογής των οριζομένων κριτηρίων και στο πλαίσιο της ιεραρχικής δομής της υπηρεσίας».
Ακόμη, σημειώνουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, ότι με την προβλεπόμενη διαδικασία επιλογής, μέσω του Συλλόγου Διδασκόντων, οι υποψήφιοι «δεν αξιολογούνται με αιτιολογία» και η έλλειψη της αιτιολογίας καθιστά την όλη διαδικασία «αντίθετη στις αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας και της ελεύθερης προσβάσεως και σταδιοδρομίας κάθε Ελληνα στις δημόσιες θέσεις κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας».
Παράλληλα, οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν ότι η διαδικασία της μυστικής ψηφοφορίας για την επιλογή των υποψηφίων διευθυντών που προβλέπεται «δεν διασφαλίζει την έγκυρη αξιολόγηση με αντικειμενικά και αξιοκρατική διαδικασία, δηλαδή κατά τρόπο που καθίσταται ελέγξιμη η ουσιαστική αποτίμηση και άρα δεν είναι πρόσφορη για αξιοκρατική επιλογή των ικανότερων».
Καθημερινή