Ειδήσεις

Πανικός στην παγκόσμια οικονομία – Ο κοροναϊός, καταλύτης για μια κρίση που ήταν ενεργή καιρό τώρα

Τυπικά η κατάρρευση των αγορών τη Δευτέρα 9 Μαρτίου ήρθε ως αποτέλεσμα δύο κρίσιμων γεγονότων. Αφενός της κατάρρευσης των τιμών του πετρελαίου που υποχώρησαν ακόμη περισσότερο κάτω από τα 40 δολάρια το βαρέλι, στοιχείο που συμπαρέσυρε και τις τιμές των μετοχών, ξεκινώντας από τις μετοχές των εταιρειών του ενεργειακού κλάδο. Αφετέρου της ανησυχίας ότι η επιδημία κοροναϊού παίρνει παγκόσμια χαρακτηριστικά και επιβάλλει στις χώρες τη λήψη δραστικών μέτρων περιορισμού των κοινωνικών πρακτικών, που σημαίνουν και αντίστοιχο περιορισμό και της οικονομικής δραστηριότητας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και τα δύο γεγονότα ήταν αρκούντως σοβαρά για να προκαλέσουν την καθοδική αντίδραση των αγορών. Ο ενεργειακός κλάδος είναι ιδιαίτερα σημαντικός και αφορά μερικές από τις μεγαλύτερες εταιρείες στον πλανήτη και άρα λογικό είναι τυχόν καθοδική διαδρομή του έχει συνολική επίπτωση στις αγορές, την ώρα που ούτως οι άλλως η κατανάλωση ενέργειας είναι ένας δείκτης της συνολικής δυναμικής της παγκόσμιας οικονομίας. Εάν υποχωρεί η ζήτηση για ενέργεια (η μία παράμετρος της κατακρήμνισης των τιμών, με την άλλη να είναι η αδυναμία συμφωνίας Ρωσίας και Σαουδικής Αραβίας σε συμφωνημένες μειώσεις παραγωγής), αυτό δείχνει ότι υποχωρεί και η παγκόσμια οικονομία.

Όμως, την ίδια στιγμή η εμπειρία έχει δείξει ότι τα εξωτερικά σοκ δεν σηματοδοτούν από μόνα τους και οικονομική κρίση. Για την ακρίβεια ένα εξωτερικό σοκ όπως ήταν π.χ. η απότομη αύξηση της τιμής του πετρελαίου το 1973 ή η κατάρρευση μιας μεγάλης επενδυτικής τράπεζας το 2007 μπορεί να λειτουργήσει ως αφετηρία μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης εάν αυτή με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είναι ενεργή.

Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στη σύγχρονη οικονομία, με τον υψηλό βαθμό «χρηματιστικοποίησης» (financialisation) συχνά οι «ανοδικές» πορείες των αγορών συγκαλύπτουν τις αντιφάσεις που υπάρχουν στην πραγματική οικονομία και αναστέλλουν την εμφάνιση μια ανοιχτής κρίσης.

Τα ενεργά προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας

Η συζήτηση για το ενδεχόμενο μιας νέας παγκόσμιας ύφεσης στα επόμενα χρόνια είχε ανοίξει αρκετά πριν τις τελευταίες εξελίξεις. Ο λόγος ήταν ότι παρά την μακρόχρονη εικόνα ανάκαμψης που φάνηκε να υπάρχει μετά την κρίση που ξεκίνησε το 2007-2008, η ανάκαμψη αυτή ήταν σε γενικά γραμμές αναιμική και σε κανένα βαθμό δεν είχαμε τους ρυθμούς που είχαν καταγραφεί σε προηγούμενες φάσεις.

Αυτό σηματοδοτούσε μια ιδιαιτερότητα της περιόδου που διανύουμε. Παρότι στα τέλη της δεκαετίας του 2000 φάνηκε να ξεσπά η κρίση ολόκληρου του οικονομικού μοντέλου που είχε διαμορφωθεί τις προηγούμενες δεκαετίες γύρω από την κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης και μια σειρά από τεχνολογικές αναδιαρθρώσεις, εντούτοις μετά την τελευταία μεγάλη οικονομική κρίση δεν έχει αναδυθεί κάποιο νέο υπόδειγμα, είτε ως προς την τεχνολογία και την οργάνωση της εργασίας είτε ως προς τη διαχείριση. Μάλιστα, στις αντιφάσεις της προηγούμενης περιόδου που συνεχίστηκαν, όπως είναι η εντεινόμενη χρηματιστικοποίηση, προστέθηκαν και νέες όπως είναι η προοπτική ενός εμπορικού πολέμου, ή οι πειρασμοί «νεοπροστατευτικών» πολιτικών.

Δεν ήταν τυχαίο ότι παρότι είχαμε μια μακρά σχετικά περίοδο ονομαστικά θετικών ρυθμών ανάπτυξης, αυτοί υπολείπονταν των προηγούμενων, κάτι που επιτάθηκε και από το γεγονός ότι χώρες όπως η Κίνα, «ωριμάζουν» και αποκτούν χαρακτηριστικά όμοια με των αναπτυγμένων άρα και λιγότερο «εντυπωσιακούς», ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης.

Επομένως με ανοιχτό το ερώτημα τόσο της οικονομικής δυναμικής, όσο και της οικονομικής αρχιτεκτονικής του διεθνούς συστήματος, η παγκόσμια κρίση είχε ούτως ή άλλως μια «δομική επισφάλεια».

Αναζητώντας κάποιο «σοκ»

Σε αυτό το τοπίο θα έλεγε κανείς ότι η παγκόσμια οικονομία ήταν ως εάν να προσδοκούσε ένα σοκ, είτε θετικό για να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο μιας διαρκώς επικείμενης ύφεσης, ή ένα αρνητικό σοκ που θα οδηγήσει σε μία βίαιη «διόρθωση προς τα κάτω».

Αυτό δείχνει να ξεδιπλώνεται και με τις αγορές. Εδώ πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι καθεαυτή μια επιδημία προφανώς φέρνει ανησυχία και ωθεί επενδυτές σε μια πολύ πιο επιφυλακτική στάση. Ταυτόχρονα, στο βαθμό που το πιο αποτελεσματικό μέτρο αντιμετώπισης του νέου ιού είναι η ακύρωση μαζικών δραστηριοτήτων, ο ριζικός περιορισμός των ταξιδιών και η κοινωνική αποστασιοποίηση, είναι σαφές ότι αρκετές οικονομικές δραστηριότητες θα περιοριστούν σε παγκόσμια κλίμακα: τουρισμός, συγκοινωνίες, ξεκινώντας από τις αερομεταφορές αλλά και την επιβατική ναυτιλία, εστίαση. Ούτως ή άλλως και η κατανάλωση σε ένα τέτοιο τοπίο θα υποχωρήσει. Προφανώς, άλλοι κλάδοι όπως των βιοεπιστημών θα ενισχυθούν, αλλά συνολικά θα υπάρξει υποχώρηση. Το γεγονός ότι η χώρα με τα πιο δρακόντεια μέτρα είναι η Κίνα, δηλαδή η δεύτερη οικονομία του πλανήτη εξηγεί γιατί ήδη έχουμε επίπτωση π.χ. στη σημαντική συρρίκνωση της ζήτησης για πετρέλαιο.

Βέβαια, όλα αυτά θα εξαρτηθούν από τη διάρκεια της επιδημίας, την ένταση και τα μέτρα που θα ληφθούν. Στο βαθμό που θα συνεχιστεί για καιρό και άρα για καιρό θα συνεχίζονται και τα έκτακτα μέτρα για να περιορίζεται η ένταση της διασποράς και τα θύματα, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι οι αρνητικές επιπτώσεις θα είναι μεγαλύτερες.

Αντίστοιχα, μπορεί κανείς να δει και το άλλο σημερινό σοκ, αυτό της υποχώρησης της τιμής του πετρελαίου, που δεν σχετίζεται μόνο με τον κοροναϊό, αλλά κυρίως με τον «πόλεμο τιμών» που είναι σε εξέλιξη και τις γεωπολιτικές πλευρές του. Καθεαυτή η υποχώρηση της τιμής ενός βασικού παραγωγικού συντελεστή που για το μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας συμπεριλαμβάνεται στο κόστος, θα μπορούσε να είναι έως και ελπιδοφόρα, όμως την ίδια στιγμή τα προβλήματα που συνεπάγεται για τις εταιρείες που εμπλέκονται με την παραγωγή πετρελαίου, σε συνδυασμό με τη σχετική «χρηματιστικοποίηση» και της αγοράς πρώτων υλών, εξηγεί γιατί αντιμετωπίστηκε ως αρνητικό σημάδι.

Όλα αυτά, όμως, δεν θα ήταν τόσο έντονα, εάν εδώ και καιρό δεν καταγράφονταν αρνητικές δυναμικές στην παγκόσμια οικονομία. Ουσιαστικά, τα τρέχοντα «αρνητικά σοκ» στην παγκόσμια οικονομία λειτουργούν ως καταλύτες για να έρθουν στο προσκήνιο όλες οι ενεργές αντιφάσεις της παγκόσμιας οικονομίας.

Τα όρια της κρατικής παρέμβασης

Η επιδείνωση του κλίματος στην παγκόσμια οικονομία συνδυάστηκε με εκ νέου κλιμάκωση των μορφών κρατικής παρέμβασης. Μάλιστα, σε πείσμα της υποτιθέμενης απόρριψης των δημοσιονομικών παρεμβάσεων, η εξάντληση της δυνατότητα παρεμβάσεων στη νομισματική πολιτική μέσα από μείωση επιτοκίων (που ούτως ή άλλως είναι σε πάρα πολλές χώρες πολύ χαμηλά, συμπεριλαμβανομένων και των περιπτώσεων αρνητικών επιτοκίων), ωθεί οικονομολόγους, κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς προς την κατεύθυνση μεγάλης κλίμακας πακέτων ενίσχυσης.

Αυτό αναμένεται να πάρει τη μορφή διαφόρων μορφών «ενέσεων ρευστότητας» και διαφόρων επιδοτήσεων και προφανώς την αποδοχή μεγαλύτερων ελλειμμάτων ως συνέπεια. Κατά τη γνώμη των υποστηρικτών τέτοιων μέτρων οι συστηματικές «ενέσεις» στην οικονομία, ιδίως εάν τονώνουν την επένδυση θα μπορούν να απορροφήσουν τα τρέχοντα αρνητικά σοκ.

Ωστόσο, υπάρχει πάντα και το αντιπαράδειγμα της Ιαπωνίας. Η χώρα έχει πάρει εδώ και σχεδόν 20 χρόνια την επιλογή μεγάλων ελλειμμάτων για να ενισχύσει την οικονομία, αλλά αυτό δεν απέτρεψε την εικόνα μιας παρατεταμένης στασιμότητας.

Ο λόγος είναι ότι οι αυξημένη κρατική παρέμβαση μπορεί να κάνει πιο ήπιες τις επιπτώσεις της ύφεσης ή να αποτρέψει την καταστροφή κλάδων, αλλά δεν απαντάει από μόνη της στα «δομικά» προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας. Μόνο εάν συνδυαστεί με μεγάλης κλίμακας επενδύσεις που ταυτόχρονα να σηματοδοτούν τομές ως προς την παραγωγικότητα και δυνητικά την κερδοφορία, μπορεί όντως να αντιστρέψει την ύφεση.

πηγή in.gr

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου