Δυσκολία πρόσβασης στα αναγκαία φάρμακα, κυρίως λόγω κόστους, αντιμετωπίζουν ολοένα και περισσότεροι Έλληνες. Ενδεικτικό είναι ότι σχεδόν επτά στους δέκα θεωρούν ότι η πληρωμή φαρμάκων αποτελεί «πρόβλημα» και οκτώ στους δέκα «ανησυχούν για το αν θα καταφέρουν να καλύψουν τα έξοδα για τα απαιτούμενα συνταγογραφούμενα φάρμακα τα επόμενα δύο χρόνια». Μάλιστα ένας στους τέσσερις δηλώνει ότι προκειμένου να αγοράσει τα φάρμακά του «έκοψε» άλλα είδη πρώτης ανάγκης!
Μεγαλύτερη δυσκολία πρόσβασης φαίνεται να αντιμετωπίζουν οι συνταξιούχοι, οι έμμεσα ασφαλισμένοι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, σε υψηλότερο ποσοστό ακόμη και από τους άνεργους. Άλλωστε τα ποσά που δαπανώνται για φάρμακα κυμαίνονται από 10-50 ευρώ για έναν στους δύο. Ωστόσο, ποσοστό 12% δηλώνει ότι ξοδεύει 50-100 ευρώ τον μήνα για φάρμακα και ποσοστό 7% ξοδεύει 100-500 ευρώ.
Τα παραπάνω στοιχεία περιλαμβάνονται σε έρευνα -διήρκεσε οκτώ μήνες- της διαΝΕΟσις, που διεξήχθη σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής, με συντονιστή τον καθηγητή Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής του ΕΚΠΑ Γιάννη Τούντα. Η έρευνα, η οποία αποτελεί μια εκτενή και αναλυτική χαρτογράφηση της κατάστασης της υγείας των Ελλήνων και του συστήματος υγείας της χώρας, μεταξύ άλλων καταδεικνύει τη δυσκολία πρόσβασης των πολιτών στα φάρμακα. Όπως είναι αναμενόμενο, η πληρωμή των φαρμάκων αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για συνταξιούχους, έμμεσα ασφαλισμένους (π.χ. νοικοκυρές), ελεύθερους επαγγελματίες και ανέργους. Στους μεν πρώτους, το εύρημα αυτό συνδέεται και με την αυξημένη ανάγκη χρήσης φαρμάκων, ενώ, στις υπόλοιπες κατηγορίες, με τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος. Πιο αναλυτικά:
Πρόβλημα
Το 76% των ερωτώμενων θεωρεί ότι η πληρωμή των φαρμάκων αποτελεί πρόβλημα, σημαντικό πρόβλημα το 34% και μικρό πρόβλημα το 33%. Σημαντικό πρόβλημα αποτελεί κυρίως για τους συνταξιούχος (45,1%) και για τις νοικοκυρές (50,9%), ενώ για τους περισσότερους σπουδαστές (58%) αποτελεί μικρό πρόβλημα, που λόγω ηλικίας έχουν καλύτερη υγεία. Και οι άνεργοι σε ποσοστό 72,7% αναφέρουν πρόβλημα πληρωμής φαρμάκων.
Όσον αφορά στο ποσό που έχει δαπανηθεί για φάρμακα, όλες οι επαγγελματικές ομάδες καταγράφουν τα υψηλότερα ποσοστά στην κατηγορία 10-50 ευρώ μηνιαίως, ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι, με εξαίρεση τους μισθωτούς και τους άνεργους, όλες οι άλλες κατηγορίες καταγράφουν μηνιαία δαπάνη μεγαλύτερη των 50 ευρώ σε ποσοστό που κινείται από 19,5% έως 25%. Το χαμηλότερο συγκριτικά ποσοστό για τους μεν μισθωτούς μπορεί να αποδοθεί στη σταθερότητα της ασφαλιστικής κάλυψης, ενώ για τους άνεργους στην περιορισμένη χρήση φαρμάκων, λόγω έλλειψης διαθέσιμου εισοδήματος.
Στην πλειονότητα των ατόμων, όλων των επαγγελματικών κατηγοριών, διαπιστώνεται δέσμευση για συνταγογραφούμενα φάρμακα ποσοστού του εισοδήματος μέχρι 10%, ενώ υψηλά ποσοστά καταγράφονται και στην κατηγορία από 10% έως 30% του εισοδήματος, με τους ελεύθερους επαγγελματίες, τις νοικοκυρές και τους συνταξιούχους να βρίσκονται στις υψηλότερες θέσεις.
Αξιοσημείωτο ποσοστό μεγάλης ανησυχίας για την πληρωμή των φαρμάκων καταγράφεται σε πάνω από τους μισούς συνταξιούχους, άνεργους και τις νοικοκυρές, ενώ το χαμηλότερο ποσοστό καταγράφεται στους μισθωτούς, οι οποίοι έχουν και το ασφαλέστερο περιβάλλον ασφαλιστικής κάλυψης (στον βαθμό που και η εργασία δεν απειλείται).
Τρόποι πληρωμής φαρμάκων
Αξιοσημείωτο είναι το εύρημα αναφορικά με την πλήρη κάλυψη των δαπανών για φάρμακα με ίδια δαπάνη, καθώς σε όλες τις επαγγελματικές κατηγορίες, σχεδόν ένας στους τρεις εμφανίζεται, είτε να μην έχει ασφαλιστική κάλυψη, είτε να μην ασκεί το ασφαλιστικό δικαίωμα. Όπως είναι αναμενόμενο, το υψηλότερο ποσοστό καταγράφεται στους άνεργους (42,3%), εκ των οποίων μόλις το 7,7% καλύπτεται, είτε με δωρεάν χορήγηση φαρμάκων από τα νοσοκομεία και τον ΕΟΠΥΥ, είτε από κάποιο επιδοτούμενο πρόγραμμα.
Από την ανάλυση των απαντήσεων αναφορικά με τον τρόπο πληρωμής των φαρμάκων, προκύπτουν δύο ενδιαφέρουσες πληροφορίες: η πρώτη αναφέρεται στα εμπόδια που προέκυψαν στην πρόσβαση στη θεραπεία, είτε με τη μορφή καθυστέρησης ή και απώλειας αυτής, είτε με τη λήψη λιγότερου φαρμάκου, ενώ η δεύτερη στη μείωση της κατανάλωσης ειδών πρώτης ανάγκης προκειμένου να καλυφθεί το κόστος των φαρμάκων. Όσον αφορά στα εμπόδια στην πρόσβαση, τα μεγαλύτερα προβλήματα αντιμετωπίζουν οι άνεργοι (37,6%), οι ελεύθεροι επαγγελματίες (25%) και οι συνταξιούχοι (24,1%), ενώ όσον αφορά στην αποστέρηση ειδών πρώτης ανάγκης, οι άνεργοι (30,4%), οι νοικοκυρές (30,3%) και οι συνταξιούχοι (28,4%).
«Βουτιά» στη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη
Ραγδαία μείωση καταγράφει η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη στο διάστημα 2009-2015 με πρόβλεψη για σταθεροποιητικές τάσεις την επόμενη τριετία. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι ουραγός στη διείσδυση των γενοσήμων σε σύγκριση με άλλες αναπτυγμένες χώρες. Το 2015 τα γενόσημα φάρμακα κατείχαν μερίδιο 21%-22% επί του όγκου και 22%-24% επί της αποζημιούμενης δαπάνης. Μόνο σε θεραπευτικές κατηγορίες, όπως στατίνες, πραζόλες, σαρτάνες προσέγγιζαν το 50%-60% του όγκου, τη στιγμή που τα νέα φάρμακα καταλαμβάνουν διαρκώς μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς επί των πωλήσεων.
Σημειώνεται ότι είχε τεθεί στόχος μέχρι τα τέλη του 2015 να αυξηθεί η διάθεση των γενοσήμων στο 40% στους εξωτερικούς ασθενείς των δημόσιων νοσοκομείων, με την καθιέρωση ελάχιστων ποσοστιαίων στόχων σε κάθε γιατρό που συνταγογραφεί για ασφαλισμένους του ΕΟΠΥΥ, ανάλογα με την ειδικότητά του, τον αριθμό των ασθενών που συνταγογραφεί αλλά και τη γεωγραφική περιοχή του, καθώς και με την επιβολή κυρώσεων. Ωστόσο, συνολικά, η πολιτική ενδυνάμωσης των γενοσήμων, δεδομένου ότι στηρίχθηκε κατά βάση στη μείωση των τιμών τους -όπως άλλωστε συνέβη σε όλα τα φαρμακευτικά προϊόντα- δεν φαίνεται να έχει επιτύχει τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Τελικά, για κάθε δύο παλαιά φάρμακα μόνο το ένα υποκαθίσταται από γενόσημα, ενώ το άλλο υποκαθίσταται από νεότερο και δαπανηρότερο. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στην πολύ χαμηλή τιμή ορισμένων γενοσήμων που τα οδηγεί στην απόσυρση και στο φαινόμενο της υποκατάστασης με ακριβότερα φάρμακα. Επιπλέον, η υποκατάσταση ευνοείται και από τον τρόπο οργάνωσης της Θετικής Λίστας και της συνταγογράφησης της δραστικής ουσίας, που παρέχει τη δυνατότητα στον γιατρό να επιλέγει φάρμακο σε κατηγορία χωρίς γενόσημα, αλλά και από τον τρόπο υπολογισμού της ίδιας συμμετοχής των ασθενών.
Ημερησία