Στη δημοσιότητα έδωσε χθες η Διεθνής Σύμπραξη Ερευνητών Δημοσιογράφων (ICIJ) τη βάση δεδομένων με τις υπερπόντιες εταιρείες και τους μετόχους και δικαιούχους που βρίσκονται πίσω από αυτές. Ο κατάλογος περιλαμβάνει 223 εταιρείες και 400 δικαιούχους που συνδέονται άμεσα με την Ελλάδα. Μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα ονόματα επιχειρηματιών, δημοσιογράφων και ποδοσφαιριστών, καθώς και δικηγόρων που συνδέονται με αυτούς και τις εταιρείες τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν είναι παράνομη η σύσταση μιας offshore εταιρείας ή καταπιστεύματος. Η σύσταση μιας τέτοιας εταιρείας και η περίληψή της όπως και των μετόχων της στα λεγόμενα «Αρχεία του Παναμά» δεν σημαίνει ότι τα άτομα που συνδέονται με αυτήν έχουν διαπράξει κάποια αξιόποινη πράξη ή ότι έχουν παραβεί τον νόμο.
Ελληνες και αλλοδαποί δικαιούχοι offshore εταιρειών μπορεί να συνδέονται και με άλλη χώρα και όχι με τη χώρα καταγωγής τους, στην περίπτωση που έχουν δώσει στοιχεία διεύθυνσης σε άλλη χώρα. Στη βάση δεδομένων περιλαμβάνονται το όνομα των offshore εταιρειών, οι μέτοχοι και δικαιούχοι τους, τα στοιχεία της διεύθυνσής τους και οι νομικοί εκπρόσωποί τους που συνδέονται με την εταιρεία. Ωστόσο δεν περιλαμβάνονται συγκεκριμένες συναλλαγές που έχουν διενεργήσει.
Συνολικά η βάση δεδομένων, η οποία είναι προσβάσιμη από το κοινό στην ακόλουθη ηλεκτρονική διεύθυνση: https://offshoreleaks.icij.org/, περιλαμβάνει περισσότερες από 200.000 offshore εταιρείες που είχε συστήσει η νομική εταιρεία του Παναμά Mossack Fonseca. Κάθε πολίτης μπορεί να ερευνήσει τη βάση δεδομένων αλλά και να «κατεβάσει» στον υπολογιστή του τα στοιχεία που έχει καταστήσει δημόσια η ICIJ. Η αποκάλυψη των «Αρχείων του Παναμά» προκαλεί παγκόσμια αίσθηση από τις αρχές Απριλίου, οπότε και είχαν πρωτοδημοσιευτεί, αφού σε αυτά περιλαμβάνονται τα ονόματα πολλών πρώην και εν ενεργεία πολιτικών, καλλιτεχνών, ποδοσφαιριστών κ.ά. Η αποκάλυψη αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον Αρχών και πολιτών στο θέμα των φορολογικών παραδείσων, οι οποίοι χρησιμοποιούνται από εταιρείες και ιδιώτες και για λόγους φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής ή και ξεπλύματος «μαύρου» χρήματος