Υπάρχουν κι εκείνοι που δυσανασχετούν με τις διαμαρτυρίες και τη συζήτηση που υπάρχει για την στήριξη των ανθρώπων της Τέχνης, των καλλιτεχνών, όλων όσων εργάζονται για να παραχθεί αυτό που λέμε Πολιτισμός και απαντούν «Εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν». Λογικό. Η θέση που έχει ο εργάτης της Τέχνης και η κοινωνική, οικονομική σημασία του έργου του στη συνείδησή μας είναι και οι λόγοι για τους οποίους ο κλάδος των ανθρώπων αυτών είναι από τους πρώτους που πλήττεται σε περιόδους κρίσης (και όχι μόνον). Είναι τα στερεότυπα που ευθύνονται για αντιδράσεις απαξίωσης από μερίδα συμπολιτών μας, όταν ακούν για την εργασιακή κρίση που επέρχεται στο κλάδο της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας, θεωρώντας πως είναι κάποιοι άνθρωποι που απλά κάνουν το κέφι τους, που κάνουν κάτι ελιτίστικο και εκτός κοινωνικής πραγματικότητας και αγνοώντας εντελώς το μέγεθος της καταστροφής σε ένα κομμάτι του κοινωνικού συνόλου, αλλά και μια μεγάλη πληγή σ’ αυτό που λέμε σύγχρονο Πολιτισμό.
Τα λέει πολύ καλύτερα μια συμπολίτισσά μας, η Γεωργία Χατζηγεωργίου, που υπηρετεί αυτό τον χώρο και απαντά σε όλους αυτούς, γιατί οι άνθρωποι που υπηρετούν τον Πολιτισμό-από όποια θέση- που παράγουν Πολιτισμό, δεν είναι “βαρκούλες που αρμενίζουν” : “…Γιατί η ζωή σου θα ήταν λειψή χωρίς μουσική. Άδεια, άχρωμη, άοσμη. Γιατί δε θα συνδύαζες το τραγούδι σας με εκείνο το δειλινό στην παραλία που σου χαμογέλασε και φώτισε ο κόσμος. Γιατί δε θα πονούσαν οι πατούσες σου από το χορό στο πανηγύρι στο νησί. Γιατί δε θα ξεχάσεις ποτέ εκείνη τη συναυλία που 5000 άνθρωποι γίνατε μια παρέα, ένα σώμα που κουνιόταν αρμονικά στην πιο απρόβλεπτη χορογραφία. Γιατί δε θα γέμιζε η καρδιά σου από την παράσταση που είδες και κράτησες για μέρες μέσα σου. Γιατί το βιβλίο που διάβασες σου άλλαξε τη ζωή. Γιατί δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τις αναμνήσεις που χτίσαμε με νότες, στίχους, ερμηνείες. Με τέχνη. Με πολιτισμό. Γιατί ο πολιτισμός θα μας κάνει καλύτερους, θα γιατρέψει την ψυχή μας και θα μας σηκώσει 3 εκατοστά από το χώμα. Λίγη σκέψη πριν εκφραστούμε, μόνο καλό θα μας κάνει. Ίσως έτσι σταματήσουμε πια να μιλάμε για τα αυτονόητα.»