Ελεύθερη χωρίς όρους, αφέθηκε χθες, μετά την απολογία της, με ομόφωνη απόφαση της τακτικής Ανακρίτριας Ρόδου και της Εισαγγελέως Υπηρεσίας, μια 45χρονη Καρπαθιά, που καταμηνύθηκε από την σύζυγο του εκλιπόντος αδελφού της για απάτη και πλαστογραφία. Πιο συγκεκριμένα η μηνυόμενη είναι αδερφή του συζύγου της μηνύτριας, ο οποίος απεβίωσε στις 18/1/2011 λόγω αυτοκινητικού δυστυχήματος.
Ο σύζυγός της όσο ζούσε διατηρούσε ατομική επιχείρηση ενοικιαζόμενων αυτοκινήτων, αξίας περίπου 400.000 ευρώ. Η επιχείρηση του θανόντος είχε και σημαντική άυλη περιουσιακή αξία σε πελατεία και φήμη, αφού κυρίως κατά τους θερινούς μήνες λειτουργούσε σχεδόν μονοπωλιακά, σε έντονους ρυθμούς και ήταν ιδιαίτερα επικερδής.
Στην επιχείρηση του άντρα της μηνύτριας εργαζόταν ως βοηθητικό προσωπικό με υπαλληλική σχέση και η μηνυόμενη, αδερφή του.
Αμέσως μετά το θάνατό του, η μηνύτρια βρέθηκε σε ιδιαίτερα δυσχερή κατάσταση αφού χρειάστηκε αφενός να αναλάβει μόνη της την ανατροφή των δύο ανήλικων παιδιών τους, αφετέρου χρειάστηκε να αναλάβει και τη λειτουργία της επιχείρησης, παρόλο που μέχρι το θάνατό του ασχολείτο με οικιακές εργασίες.
Λίγο μετά το θάνατο του, συζύγου της, η μηνυόμενη αδερφή του, όπως υποστηρίζει, της παρουσίασε ιδιωτικό συμφωνητικό καταρτισθέν την 22 Ιουνίου 2010, μεταξύ της ίδιας και του θανόντος, με το οποίο φαινόταν ότι συνέστηναν μεταξύ τους αφανή εταιρεία, όπου εμφανής εταίρος θα ήταν ο σύζυγος της μηνύτριας και αφανής η μηνυόμενη αδερφή του, σε ποσοστό μάλιστα συμμετοχής στα κέρδη και τις ζημίες 50% ο καθένας και με από κοινού διαχείριση της εταιρείας.
Ως λόγος της σύστασης της αφανούς εταιρείας φαίνεται στο ίδιο το ιδιωτικό συμφωνητικό ο δανεισμός του ποσού των 300.000 ευρώ από μέρους της μηνυόμενης προς τον αδερφό της.
Μόλις διάβασε η μηνύτρια το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό, αμέσως αμφισβήτησε τη γνησιότητά του, αφού δεν αναγνώρισε σε αυτό την υπογραφή του άντρα της.
Η υπογραφή είχε τεθεί ακριβώς επάνω στη σφραγίδα της επιχείρησης με αποτέλεσμα να είναι δυσανάγνωστη, αλλά παρά ταύτα φαινόταν ότι είναι διαφορετική από την υπογραφή που συνήθως έθετε στις συναλλαγές του.
Στην απαίτηση της μηνυόμενης να της αναγνωρίσει το δικαίωμά της στα κέρδη της επιχείρησης σε ποσοστό 50% αντέταξε ότι αμφισβητεί τόσο το χρόνο σύνταξης του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού, όσο και το γεγονός ότι όντως υπέγραψε ο ίδιος, αφού είχαν πολύ στενή σχέση εμπιστοσύνης και θεωρεί απίθανο να μην της είχε εκμυστηρευτεί ότι χρειάστηκε για οποιονδήποτε λόγο να πουλήσει τη μισή επιχείρηση στην αδερφή του.
Πέρα από αυτό, δήλωσε απολύτως σίγουρη ότι τη διαχείριση της επιχείρησης είχε ο σύζυγός της αποκλειστικά μέχρι και την τελευταία μέρα πριν το θάνατό του, ενώ η μηνυόμενη τελούσε απλώς βοηθητικό ρόλο.
Η μηνύτρια ανέθεσε σε γραφολόγο τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υπογραφή στο συμφωνητικό δεν είναι γνήσια, έχει τεθεί από άλλο πρόσωπο, όχι όμως από τον σύζυγο της.
Ως συνήγορος υπεράσπισης της παρέστη η δικηγόρος κ. Βάσια Παπαγεωργίου.