Διεκόπη χθες για την 15η Νοεμβρίου 2023 η εκδίκαση της πολύκροτης υπόθεσης υπεξαιρέσεως “μαμούθ” που αποκαλύφθηκε τον Μάρτιο του 2006 στην κινητή μονάδα της Κάσου της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου, με κατηγορούμενο έναν πρώην υπάλληλο και τέσσερεις ημεδαπούς.
Παρότι η εκδίκαση της υπόθεσης είχε αναβληθεί 8 φορές στο παρελθόν κυρίως λόγω μη ολοκληρώσεως παραγγελθείσας πραγματογνωμοσύνης, με τον ένα μετά τον άλλο πραγματογνώμονα να υποβάλλουν αιτήματα εξαίρεσης, χθες το αίτημα που υπέβαλε ο συνήγορος των τεσσάρων συγκατηγορούμενων του αυτουργού ταμία κ. Μανώλης Βλάχος για νέα αναβολή ενόψει διορισμού νέου δικαστικού πραγματογνώμονα απορρίφθηκε.
Ο κ. Βλάχος, αφού υποστήριξε ότι η πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε από την τράπεζα είναι πλαστή και ότι είχε υποβάλει προς τούτο μήνυση η οποία απορρίφθηκε με διάταξη τόνισε ότι απαιτείται για την κρίση του δικαστηρίου να υπάρξει έκθεση από δικαστικό πραγματογνώμονα και όταν το αίτημα αναβολής απορρίφθηκε, παραιτήθηκε από την υπεράσπιση των εντολέων του τονίζοντας ότι οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί δεν του επιτρέπουν να ασκήσει τα καθήκοντά του.
Το δικαστήριο έτσι διόρισε δικηγόρο των 4 κατηγορούμενων τον κ. Σταύρο Παναγιωτακόπουλο και διέκοψε.
Ο ταμίας εκπροσωπείται από τον δικηγόρο κ. Νίκο Παπανικήτα ενώ η τράπεζα δια του εκκαθαριστή αυτής παρίσταται για την υποστήριξη της κατηγορίας με τον κ. Ανδρέα Ματσάκα της εταιρείας «Ποταμίτης – Βερκής».
Η τράπεζα υποστηρίζει ότι ο πρώην υπάλληλός της ανελάµβανε διάφορα ποσά από τους λογαριασµούς καταθέσεων διαφόρων καταθετών – πελατών συνολικού ποσού 591.595,89 ευρώ.
Καταγγέλλει ακόµη ότι χορήγησε υπό τύπον ιδιωτικών εξωτραπεζιτικών δανείων σε διάφορους κατοίκους της Κάσου το συνολικό ποσό των 730.138,11 ευρώ, για ικανοποίηση προσωπικών αναγκών τους, εν αγνοία της τράπεζας και χωρίς παραστατικά της, ενεργώντας παράνοµες αναλήψεις από καταθετικούς λογαριασµούς.
Υποστηρίζει ακόµη ότι διοχέτευσε το συνολικό ποσό των 317.489,02 ευρώ από τα χρήµατα που είχε υπεξαιρέσει στην οικογένεια.
Η τράπεζα ισχυρίζεται ακόµη ότι µεταξύ του πρώην υπαλλήλου και των µελών της οικογένειας υπήρχε τέτοια στενή και ανεξήγητη σχέση, ώστε να εκτελεί τις παράνοµες εντολές τους κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών της.
Υποστηρίζει επιπλέον ότι η οικογένεια ισχυρίζεται ψευδώς ότι έχει καταθέσει σηµαντικά ποσά στην τράπεζα.
Στον αντίποδα οι 4 κατηγορούμενοι υποστηρίζουν ότι στις 16.03.2006, όταν χορήγησαν έγγραφη εντολή για ανάληψη µετρητών από τους ως άνω λογαριασµούς τους στον ταµία, ο τελευταίος οµολόγησε σ’ αυτούς ότι είχε αφαιρέσει, χωρίς εντολή, το ποσό των 270.000 ευρώ και ότι τους υποσχέθηκε να το επιστρέψει εντός τεσσάρων ηµερών, υπογράφοντας µάλιστα προς τούτο και υπεύθυνη δήλωση µε θεωρηµένο το γνήσιο της υπογραφής του.
Εξέθεσαν ακόµη ότι είχαν οµόλογα της τράπεζας συνολικού ύψους 600.000 ευρώ, τα οποία όµως έπαψαν να ανανεώνονται από τον Iούλιο του έτους 2004 και ότι αυτά τελικά ρευστοποιήθηκαν παρανόµως και χωρίς σχετική εντολή τους από τον ταµία.
Κατήγγειλαν επιπλέον ότι η τράπεζα δεν τους επιστρέφει 16 επιταγές που εκδόθηκαν σε διαταγή τους από τρίτους για την αγορά µε προσύµφωνο 2 ακινήτων σε Κάρπαθο και Κάσο.
Υποστήριξαν επιπλέον ότι η τράπεζα, ενώ στην αρχή τους είχε διαβεβαιώσει ότι θα τους εξασφάλιζε µετά από έλεγχο που διενήργησε µε υπαλλήλους της και χωρίς την παρουσία επόπτη της Τράπεζας της Ελλάδος στην θυρίδα της Κάσου, έλεγχο τον οποίον αµφισβητεί για την ορθότητα και την αξιοπιστία του, στη συνέχεια αρνήθηκε ότι τους όφειλε χρήµατα, αρνήθηκε να τους επιστρέψει τις επιταγές και τους είπε ότι είχαν αναλάβει τα οµόλογα, αν και αυτοί τα είχαν στα χέρια τους.