Γράφει
ο Νεκτάριος Καλογήρου
«Χρυσότοκος χήνα» φαντάζει η Ρόδος στα μάτια των μεγάλων εμπόρων της ηπειρωτικής Ελλάδας οι οποίοι στέλνουν εκπροσώπους στο νησί για να κερδίσουν ένα από τα «χρυσά αυγά» που υποτίθεται παράγει σε κάθε τουριστική περίοδο. Το πρόβλημα, σύμφωνα με το μύθο του Αισώπου είναι πως εκείνος που προσδοκά γρήγορο και μεγάλο κέρδος καταλήγει να σφάξει τη χήνα και αναζητώντας στα εντόσθιά της, χάνει τα πάντα.
Η οικονομική κρίση και η έλλειψη σοβαρών πελατών στην υπόλοιπη Ελλάδα, έστρεψε τα βλέμματα των κεντρικών χονδρεμπόρων στη Ρόδο από την οποία προσδοκούν να κερδίσουν τα σπασμένα της αναδουλειάς όλων των προηγουμένων χρόνων. Το ζητούμενο για τους ανθρώπους αυτούς είναι να κερδίσουν ένα συμβόλαιο για την προμήθεια εμπορευμάτων (κατεψυγμένα, τρόφιμα και αναλώσιμα) προς τους μεγαλοξενοδόχους. Για να πετύχουν μια τέτοια συμφωνία υπόσχονται γη και ύδωρ. Υπόσχονται τιμές ακόμα και κάτω από το κόστος και το κάνουν αγόγγυστα με το επιχείρημα ότι έχουν στοκ εμπόρευμα που θέλουν να διαθέσουν για να κερδίσουν ρευστό. Βέβαια κάτι τέτοιο είναι ψευδές, καθώς οι ανάγκες των ξενοδόχων είναι πολλαπλάσιες από το εμπόρευμα που μπορεί να έχει στις αποθήκες του ένας χονδρέμπορος. Το ψέμα αυτό βρίσκεται και στη γνώση των ξενοδόχων, οι οποίοι δεν διστάζουν να βάλουν την υπογραφή τους σε μια τέτοια συμφωνία, καθώς γνωρίζουν ότι οι έμποροι αυτής της κατηγορίας «εξευτελιστικών τιμών» καίγονται για τζίρο.
Το αποτέλεσμα όλου αυτού του «θεάτρου» είναι αναμενόμενο: Οι πωλητές φεύγουν από τη Ρόδο έχοντας στις βαλίτσες τους συμβόλαια μερικών εκατομμυρίων ευρώ. Τα συμβόλαια αυτά αφορούν όλο το εύρος των αναγκών των ξενοδόχων· από τρόφιμα, μέχρι τάπερ, και από μηχανήματα μέχρι ταινίες για τις ταμειακές μηχανές. Την ίδια στιγμή, ο τζίρος αυτός χάνεται από τις αντίστοιχες, τοπικές εμπορικές επιχειρήσεις.
Το πρόβλημα
Συνήθως σε αυτές τις συμφωνίες σπανίως βαίνουν όλα καλά μέχρι το τέλος. Είτε λόγω κάποιου προβλήματος, είτε εξαιτίας ελλείψεων αρχίζει ένας κυκεώνας συζητήσεων μεταξύ Ρόδου και Αθήνας (ή άλλου μέρους της χώρας) προκειμένου να βρεθεί λύση και μάλιστα άμεση. Αυτή δεν βρίσκεται εύκολα. «Πάντα υπάρχουν προβλήματα γιατί μεταξύ Ρόδου και υπόλοιπης χώρας μεσολαβεί θάλασσα και αυτό πολλαπλασιάζει το χρόνο αντίδρασης. Όταν το ξενοδοχείο αδειάζει από κρέας η συζήτηση μεταξύ ξενοδόχου και προμηθευτή δεν αφορά το πότε θα φύγει η νταλίκα από τον Πειραιά, αλλά ποιος θα ταΐσει 500 άτομα αύριο το πρωί». Τότε αρχίζουν οι εντάσεις, οι κόντρες και τότε είναι που ζητείται από τους Ροδίτες επαγγελματίες και εμπόρους για να δώσουν χέρι βοηθείας. Εκεί οι Ροδίτες δεν έχουν δίλημμα: Πρώτα πρέπει να εξυπηρετήσουν τους τακτικούς τους πελάτες και μετά εκείνους που δίνουν το «λίπος» αλλού και αφήνουν το «ξεροκόκκαλο» για τους ντόπιους.
Παρά τα γνωστά αυτά προβλήματα, ο παραγκωνισμός των ντόπιων προμηθευτών και οι χρυσές συμφωνίες με την Αθήνα καλά κρατούν. Μπορεί βέβαια εκείνοι που έπαθαν τελικώς να έμαθαν, ωστόσο τα ξενοδοχεία, αλλά και τα εστιατόρια είναι πολλά.
Εχει υπολογιστεί ότι κάθε καλοκαίρι, μόνο για τρόφιμα, πληρώνονται από τα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια περισσότερα από 70 εκατομμύρια ευρώ απευθείας προς προμηθευτές της Αθήνας. Στο χρηματικό αυτό ποσό δεν συμπεριλαμβάνονται οι αγορές που κάνουν οι επαγγελματίες του τουρισμού από τα τοπικά υποκαταστήματα cash & carry των πολυεθνικών αλυσίδων. Όλα αυτά τα χρήματα φεύγουν από τη Ρόδο και δεν επιστρέφουν.
Πόσα αφήνει
το χονδρεμπόριο
στην τοπική οικονομία
Σύμφωνα με τα στοιχεία που η «δημοκρατική» συγκέντρωσε από το Επιμελητήριο Δωδεκανήσου (ΕΒΕΔ) και τις δηλώσεις προς τα ασφαλιστικά ταμεία, οι ντόπιοι χονδρέμποροι τροφίμων κατέβαλαν φέτος 12.000.000 ευρώ για μισθούς και ασφαλιστικές εισφορές. Τα χρήματα αυτά δόθηκαν για να πληρωθούν οι υποχρεώσεις προς το μόνιμο και το εποχικό προσωπικό που απασχολείται στις επιχειρήσεις της «μεγάλης χονδρικής» ειδών διατροφής της Ρόδου. Δεν συνυπολογίζονται σε αυτό το ποσό όσα έχουν πληρωθεί για το προσωπικό που απασχολείται σε επιχειρήσεις χονδρικής εμπορίας ειδών μαναβικής, αλκοολούχων ποτών, αναψυκτικών, διαφόρων σνακ κλπ. Εάν συνυπολογιστούν τα χρήματα αυτά, τότε τα 12 εκ. ευρώ θα πρέπει να πολλαπλασιαστούν και το αποτέλεσμα θα δείξει τα χρήματα που πήραν φέτος οι Ροδίτες εργαζόμενοι στο χονδρεμπόριο. Στους παραπάνω υπολογισμούς θα πρέπει να προστεθούν και τα έσοδα των ντόπιων παραγωγών και όλων όσων εργάζονται για την τοπική οικονομία και αυτά είναι τεράστια.
Προβληματίζει
το φαινόμενο
Μπορεί μέσα σε μια ελεύθερη οικονομία ο κάθε επιχειρηματίας να είναι ελεύθερος να λαμβάνει αποφάσεις με γνώμονα το συμφέρον του, ωστόσο είναι ταυτόχρονα αδιανόητο να θυσιάζονται πολυετείς σχέσεις συνεργασίας και να αναλαμβάνονται τόσα ρίσκα μόνο και μόνο για να υπάρξει ένα κέρδος μερικών εκατοντάδων ευρώ.
Πράγματι, το κέρδος που έχει ένας επιχειρηματίας παραγκωνίζοντας τους ντόπιους προμηθευτές δεν είναι μεγαλύτερο από 1% ή στο μέγιστο 2%. Οσα κι αν είναι τα χρήματα που αναλογούν σε αυτό το ποσοστό, εν τέλει αυτά χάνονται λόγω των προβλημάτων που προκύπτουν στην πορεία. Επιπρόσθετα, η απώλεια για την τοπική οικονομία είναι τεράστια.
Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό το φαινόμενο παρατηρείται μόνο στη Ρόδο. Για παράδειγμα στην Κρήτη, είναι αδιανόητο να παραγκωνιστούν οι εκεί έμποροι και παραγωγοί, γι’ αυτό και η μεγαλόνησος έχει αναλογικά μικρότερα προβλήματα ανταγωνισμού έναντι της Ρόδου.
Ενισχύουν τη θέση τους
οι Ροδίτες
Ο ανταγωνισμός είναι μόνο για τους δυνατούς. Αυτή είναι η τραγική πραγματικότητα και επειδή ο πήχης στο χονδρεμπόριο έχει ανέβει ψηλά, τώρα πια μόνο εκείνοι που είναι σωστά «στημένοι» στην αγορά θα μπορέσουν να αντέξουν.
Ηδη, η πλειονότητα της τοπικής – μεγάλης χονδρικής των Ροδιτών εμπόρων έχει ενισχύσει τη θέση της. Δημιούργησαν μεγαλύτερες εγκαταστάσεις, ψυκτικούς θαλάμους πολλαπλάσιας χωρητικότητας, ενδυνάμωσαν τις συνεργασίες τους έτσι ώστε να παραμείνουν στο στίβο του ανταγωνισμού. Είναι άξιο αναφοράς το γεγονός ότι υπάρχουν συνεργασίες ακόμα και μεταξύ των μεγάλων χονδρεμπόρων, προκειμένου ο ένας να καλύψει τις ανάγκες του άλλου. Κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο προκειμένου το τουριστικό προϊόν να δουλεύει πάντα άριστα και επιπρόσθετα να κρατηθεί γραμμή προστασίας έναντι της διείσδυσης των ξένων εμπόρων.
Η προσπάθεια δεν είναι εύκολη, ειδικά για τη Ρόδο όπου η επιχειρηματικότητα είναι υψηλού επιπέδου. Σε αυτές τις κατηγορίες η ποιότητα, οι τιμές, οι χρόνοι παράδοσης, τα λογισμικά που χρησιμοποιούνται, η κατάρτιση των ανθρώπων ακολουθούν τα διεθνή ανώτατα στάνταρς. Για το λόγο αυτό και είναι σοβαρές οι προτάσεις που δέχονται οι ντόπιοι επιχειρηματίες για να δουλέψουν και να παρέχουν υπηρεσίες εμπορίου σε κορυφαίες τουριστικές περιοχές του κόσμου. Παράδειγμα προς την κατεύθυνση αυτή είναι η πρόταση που δέχθηκε τοπική εταιρεία χονδρικής, που λειτουργεί και ως βιοτεχνία για να παρέχει υπηρεσίες και εμπορεύματα στο Ντουμπάι.
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι αντίστοιχες επιχειρήσεις σε άλλα μέρη της Ελλάδας βρίσκονται πολλά βήματα πιο πίσω και θα απαιτηθεί η παρέλευση αρκετών ετών για να φτάσουν στα επίπεδα του ροδίτικου εμπορίου (αν φτάσουν ποτέ με τις κρατούσες συνθήκες).
Βέβαια, όλα τα παραπάνω έχουν προκύψει μέσα από τη σκληρή δουλειά, την προσήλωση και το διαρκές ενδιαφέρον των επαγγελματιών. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι που καλλιεργούν την αισιοδοξία για αντοχή σε ό,τι κι αν βρεθεί στο δρόμο του ανταγωνισμού.
Ευρύτερες τοπικές συνεργασίες
Η Ρόδος ανέκαθεν ήταν τόπος εμπορίου. Λόγω θέσης, αναπτύχθηκε η γνώση για συναλλαγές με όλο τον κόσμο. Εξαιτίας της γνώσης αυτής αλλά και της πολυετούς δουλειάς, οι μεγαλύτερες πολυεθνικές εταιρείες μεταφορών πάντοτε θυμούνται με ευχαρίστηση τους Ροδίτες επιχειρηματίες. Οι μεγάλες εταιρείες, που διακινούν εκατομμύρια κοντέινερ φροντίζουν πάντα να διατηρούν άριστες σχέσεις με τους τοπικούς μας εμπόρους, προφανώς γιατί τους θεωρούν εξαιρετικούς και δυναμικούς πελάτες.
Μεταξύ των εμπόρων αυτών έχει αρχίσει να καλλιεργείται η ιδέα μιας ευρύτερης συνεργασίας σε επίπεδο «κορυφής», προκειμένου όλοι μαζί να δουλέψουν για να εξυπηρετήσουν καλύτερα την τοπική «πίτα» των αναγκών των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων. Η ιδέα έχει ήδη ξεκινήσει να εξετάζεται ως προς τον τρόπο εφαρμογής και πρωτεργάτης είναι ένα από τα μέλη παλιάς οικογένειας εμπόρων του νησιού. «Μπορεί αυτή τη στιγμή να φαίνεται εξωπραγματικό το να συνεργαστούμε και να ξεχωρίσουμε το ξηρό φορτίο, από τα κατεψυγμένα και να μοιράσουμε δουλειές, όμως ήταν άλλες οι συνθήκες που ίσχυαν για το εμπόριο πριν από 20 χρόνια, άλλες πριν από 10 χρόνια, διαφορετικές σήμερα και στα σίγουρα θα είναι εντελώς ξεχωριστές μετά από 10 χρόνια. Ηδη, κάνουμε συνεργασίες μικρής κλίμακας. Εκείνο που εξετάζουμε είναι να δούμε αν μπορούμε αυτό να το διευρύνουμε και με ποιο τρόπο. Αν βρούμε τις απαντήσεις, τότε θα κάνουμε τις προτάσεις μας και όσοι ακολουθήσουν. Πρέπει η Ρόδος να βγει κερδισμένη στο στίβο του ανταγωνισμού και οι αλυσίδες των πολυεθνικών να ακολουθούν τις δικές μας πολιτικές κι όχι το αντίστροφο».