Με την υπ. αριθμ. 1158/2017 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατ’ εφαρμογή του ν. 4055/2012, αναγνωρίζεται στην περίπτωση μιας κατοίκου της Ρόδου, υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης και αποζημιώνεται για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω της υπερβολικής καθυστέρησης της απονομής δικαιοσύνης.
Το διακύβευμα της υπόθεσης ήταν σημαντικό για την αιτούσα διότι αφορούσε την επαγγελματική της αποκατάσταση. Η καθυστέρηση υπερέβη την εύλογη διάρκεια της δίκης και της προκάλεσε ηθική βλάβη.
Το δικαστήριο της επεδίκασε 4.000 ευρώ αιτιολογώντας ότι δικαιολογείται η επιδίκαση ποσού μειωμένου σε σχέση με εκείνο που θα επιδίκαζε το ΕΔΔΑ λόγω του σοβαρότατου κλονισμού της δημοσιονομικής ισορροπίας του Ελληνικού Κράτους.
Η κάτοικος Ρόδου ζήτησε συγκεκριμένα να της επιδικασθεί αποζημίωση για την ηθική βλάβη που, κατά τους ισχυρισμούς της, υπέστη από την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, η οποία περατώθηκε με την 1571/2016 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία έγινε δεκτή η ασκηθείσα στις 4.10.2007 έφεση της κατά της 935/2007 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ακολούθως δε εκδικάσθηκε και έγινε δεκτή η από 2.2.2006 αίτηση ακυρώσεως αυτής.
Το ιστορικό της υπόθεσης έχει ως εξής:
Με την από 12.5.2005 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας προκηρύχθηκε διαγωνισμός για την κατάταξη Επαγγελματιών Οπλιτών (ΕΠ.ΟΠ.) στα Όπλα – Σώματα του Στρατού Ξηράς.
Η αιτούσα υπέβαλε αίτηση συμμετοχής και δήλωσε κατά σειρά τρεις ειδικότητες, αποκλείστηκε, όμως, από την περαιτέρω διαδικασία επιλογής, με την αιτιολογία ότι δεν μπορούσε να επιλεγεί σε ειδικότητες που είχαν προκηρυχθεί μόνο για άνδρες.
Κατόπιν αυτού άσκησε την από 2.2.2006 αίτηση ακυρώσεως αφενός μεν κατά της άρνησης της Διοίκησης να την συμπεριλάβει στον πίνακα κατάλληλων υποψηφίων Επαγγελματιών Οπλιτών (ΕΠ.ΟΠ.) Στρατού Ξηράς για τις δηλωθείσες ειδικότητες λόγω φύλου, αφετέρου δε κατά δύο διαταγών του Διευθυντή Στρατολογικού του Γενικού Επιτελείου Στρατού, με τις οποίες εκλήθησαν για κατάταξη ως προς τις συγκεκριμένες ειδικότητες οι επιτυχόντες και οι επιλαχόντες, αντίστοιχα, ΕΠ.ΟΠ. του διαγωνισμού αυτού κατά παράλειψη της αιτούσας.
Η αίτηση ακυρώσεως απορρίφθηκε με την 935/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία κρίθηκε ότι ο αποκλεισμός των γυναικών από τις θέσεις επιχειρησιακών και τεχνικών ειδικοτήτων ΕΠ.ΟΠ. δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας των δύο φύλων. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Η κατάθεση του δικογράφου της έφεσης έγινε στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών στις 4.10.2007 και περιήλθε στο Συμβούλιο της Επικρατείας στις 12.10.2007 και προωθήθηκε στο αρμόδιο Γ΄Τμήμα του Δικαστηρίου στις 18.10.2007.
Στη συνέχεια, προσδιορίσθηκε η συζήτηση της υπόθεσης αρχικά για τη δικάσιμο της 5.2.2009, αλλά αναβλήθηκε αυτεπαγγέλτως για τη δικάσιμο της 4.6.2009, κατά την οποία αναβλήθηκε, λόγω των εκλογών της 7ης Ιουνίου 2009 για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, για τη δικάσιμο της 26.11.2009 και, ακολούθως, αναβλήθηκε αυτεπαγγέλτως, διαδοχικά, για τις δικασίμους 10.12.2009, 17.6.2010, 2.12.2010, 20.1.2011, 6.10.2011, 17.11.2011, 4.10.2012 οπότε κατά την τελευταία αυτή ημερομηνία αναβλήθηκε λόγω αποχής από τις παραστάσεις ενώπιον των Δικαστηρίων των μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, 14.2.2013, 14.11.2013, 6.2.2014, 29.5.2014, οπότε αναβλήθηκε λόγω των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών της 18ης και 25ης Μαϊου 2014 και, τελικώς, για τις 5.6.2014, οπότε και συζητήθηκε.
Η διάσκεψη της υπόθεσης έγινε στις 10.6.2016 και στις 13.7.2016 δημοσιεύθηκε η 1571/2016 απόφαση του Γ΄Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση της κατά της 935/2007 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ακολούθως δε εκδικάσθηκε και έγινε δεκτή η από 2.2.2006 αίτηση ακυρώσεως αυτής και ακυρώθηκαν οι προσβληθείσες με αυτήν πράξεις.
Ειδικότερα, με την 1571/2016 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε δεκτό ότι, όπως είχε κριθεί με τις 1323 και 1324/2016 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι διατάξεις, με τις οποίες προβλεπόταν ο πλήρης αποκλεισμός των γυναικών από το σύνολο των επιχειρησιακών και τεχνικών ειδικοτήτων ΕΠ.ΟΠ. των Ενόπλων Δυνάμεων, ήταν αντίθετες στις διατάξεις των άρθρων 4 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος και 2 παρ. 1 και 3 της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ που θεσπίζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που απαιτείται για την άσκησή τους και, ως εκ τούτου, οι προσβληθείσες πράξεις, με τις οποίες εκδηλώθηκε άρνηση της Διοίκησης να επιτρέψει τη συμμετοχή της αιτούσας στο διαγωνισμό για τις δηλωθείσες από αυτήν ειδικότητες και αντίστοιχη παράλειψη να την καλέσει για κατάταξη ήταν παράνομες και έπρεπε να ακυρωθούν, διότι στηρίζονται σε αντισυνταγματικές και, επομένως, ανίσχυρες διατάξεις, στις οποίες στηρίχθηκε η εκδοθείσα από τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας προκήρυξη.
Η διαδικασία καθαρογραφής, θεώρησης και υπογραφής της ανωτέρω ακυρωτικής απόφασης ολοκληρώθηκε στις 14.9.2016, οπότε ήταν δυνατή και η χορήγηση επικυρωμένου αντιγράφου.
Η διαδικασία διήρκεσε συνολικά οκτώ έτη, εννέα μήνες και εννέα ημέρες, για ένα βαθμό δικαιοδοσίας. Από τον χρόνο αυτόν πρέπει να αφαιρεθεί το εύλογο χρονικό διάστημα του ενός έτους, τεσσάρων μηνών και δώδεκα ημερών, το οποίο διέρρευσε από τις 22.1.2015, ημερομηνία δημοσίευσης των 162/2015 και 163/2015 αποφάσεων της επταμελούς σύνθεσης του Γ΄Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια προς επίλυση το ζήτημα, αν οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 2936/2001, οι οποίες προέβλεπαν ότι στις επιχειρησιακές και τεχνικές ειδικότητες ΕΠ.ΟΠ. προσλαμβάνονται μόνον άνδρες, παραβιάζουν την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στο επάγγελμα του Επαγγελματία Οπλίτη, έως τις 3.6.2016, ημερομηνία δημοσίευσης των 1323/2016 και 1324/2016 αποφάσεων της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, των οποίων την κρίση ανέμενε και αξιοποίησε τελικώς το Γ΄Τμήμα του Δικαστηρίου, προκειμένου να επιλύσει, με την ΣτΕ 1571/2016, την επίδικη υπόθεση, ενώ ο ανωτέρω χρόνος αναμονής δεν παρίσταται δυσανάλογος σε σχέση με τις περιστάσεις της επίδικης υπόθεσης.
Επομένως, η διαδικασία διήρκεσε επτά έτη, τέσσερις μήνες και εικοσιεπτά ημέρες.