Με απόφαση που εξέδωσε το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου απορρίφθηκε η έφεση που άσκησε η ανώνυμη τραπεζική εταιρία «EUROBANK ERGASIAS» κατά ενός ημεδαπού, κατοίκου Κρεμαστής, για την ακύρωση της υπ’ αριθμ.178/2018 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Ρόδου, με την οποία διατάχθηκε η αποζημίωσή του για παράνομη διαβίβαση σε εισπρακτική εταιρεία προσωπικών του δεδομένων.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ειδικότερα, με την υπ’ αριθμ.178/2018 οριστική του απόφαση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε την εκκαλούσα να καταβάλει το ποσό των 800 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής στον ημεδαπό.
Ο ενάγων με την αγωγή του ιστορούσε ότι οι εναγόμενες τραπεζικές εταιρείες μεταξύ των οποίων και η εκκαλούσα προέβησαν σε παράνομη επεξεργασία των συλλεγέντων από αυτόν προσωπικών του δεδομένων με την διαβίβαση από την εκκαλούσα στην επίσης εναγόμενη εταιρία ενημέρωσης οφειλετών «Customer Value Management» χωρίς την συγκατάθεσή του, παραλείποντας να τον ενημερώσουν, όπως όφειλαν, με τρόπο σαφή για τους σκοπούς της επεξεργασίας κατά το στάδιο συλλογής των δεδομένων αυτών κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης δανείου αφετέρου κατά τον χρόνο πριν από τη διαβίβασή τους στις εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών για τη μέλλουσα ανακοίνωση των προσωπικών του δεδομένων προς αυτές.
Επεσήμανε επίσης ότι οι εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών παράνομα επεξεργάστηκαν τα προσωπικά του δεδομένα και τα χρησιμοποίησαν καλώντας αυτόν σχεδόν καθημερινά και σε ακατάλληλες ώρες και ότι από την παράνομη διαβίβαση και επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων προκλήθηκε σ’ αυτόν ηθική βλάβη η οποία συνδέεται αιτιωδώς με την παράνομη και υπαίτια παράλειψη της τράπεζας να τον ενημερώσει για την διαβίβαση των δεδομένων του και την περαιτέρω επεξεργασία καθώς και τον σκοπό της επεξεργασίας τους.
Με αυτό το περιεχόμενο ζήτησε να υποχρεωθεί η εκκαλούσα (και οι υπόλοιπες εναγόμενες τραπεζικές εταιρείες) να του καταβάλουν εις ολόκληρον με την ως άνω αναφερόμενη εναγόμενη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών το ποσό των 8.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την παράνομη επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 178/2018 έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή του εφεσίβλητου και υποχρέωσε την εκκαλούσα να καταβάλει στον εφεσίβλητο το ποσό των 800 ευρώ αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την ως άνω εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου με την απόφασή του δέχτηκε τα εξής:
Ο ενάγων συνήψε με την εκκαλούσα την από 15-6-2011 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου η οποία τροποποιήθηκε με 4 πρόσθετες πράξεις. Κατά την σύναψη της παραπάνω σύμβασης η εκκαλούσα τραπεζική εταιρεία συνέλεξε από τον εφεσίβλητο τα προσωπικά του δεδομένα και συγκεκριμένα το όνομά του, το επώνυμό του, το όνομα πατρός του, την ημερομηνία γέννησής του, τον αριθμό δελτίου ταυτότητάς του, το ΑΦΜ του, το φύλο του, τη διεύθυνση κατοικίας του, τον αριθμό τηλεφώνου του, το επάγγελμά του και άλλα.
Το καλοκαίρι του έτους 2012 οπότε και ο εφεσίβλητος άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα στην αποπληρωμή των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει απέναντι στην εκκαλούσα, η εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών με την επωνυμία «Customer Value Management (CVM)» η οποία συνεργαζόταν με την εκκαλούσα τραπεζική εταιρεία οχλούσε επανειλημμένως τον εφεσίβλητο τόσο στο κινητό του τηλέφωνο όσο και στο σταθερό παραθέτοντας τα προσωπικά του στοιχεία και το ύψος των οφειλών του, σε διάφορες ώρες τις ημέρας και το μεσημέρι.
Περί αυτών κατέθεσε ο μάρτυρας απόδειξης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου γιος του ενάγοντος και εδώ εφεσίβλητου ο οποίος συνοικεί με τον τελευταίο και είχε τύχει να συνομιλήσει και ο ίδιος με την παραπάνω εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών.
Λόγω των συνεχόμενων κλήσεων από τις εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών μεταξύ των οποίων και από την ανωτέρω, ο εφεσίβλητος αναγκάστηκε να αλλάξει αριθμό τηλεφώνου και να αποστείλει την από 17-9-2012 εξώδικη πρόσκληση προς τις δανείστριες τράπεζες μεταξύ των οποίων ήταν και η εκκαλούσα ζητώντας να παύσει η διάθεση των προσωπικών του στοιχείων σε τρίτους και η διαχείριση αυτών και να τον ενημερώσουν εγγράφως ποιες εταιρείες έχουν λάβει από τις τράπεζες τα προσωπικά του στοιχεία.
Όπως αποδείχθηκε και δεν αρνήθηκε ειδικά η εκκαλούσα οι ανωτέρω κλήσεις έλαβαν χώρα από την εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών στην οποία είχαν διαβιβαστεί τα προσωπικά δεδομένα του εφεσίβλητου, πλην όμως δεν είναι εφικτό να διαπιστωθεί σε τί συχνότητα ελάμβαναν χώρα και σε ποιες ακριβώς ώρες και μέρες ώστε να ελεγχθεί αν παραβιάστηκε το άρθρο 4 παρ.4 του Ν. 3758/2009 και οι αρχές που διέπουν την ενημέρωση οφειλετών για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων και εδώ εφεσίβλητος κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης με την τραπεζική εταιρεία υπέγραψε και τον υπ’ αριθμ. 16.3 γενικό όρο σύμφωνα με τον οποίο «Η τράπεζα δικαιούται να αναθέτει κατά την κρίση της την είσπραξη των οφειλομένων σε τρίτα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, γνωστοποιώντας σε αυτά τα προσωπικά δεδομένα Οφειλέτη και Εγγυητή».
Πλην όμως ο ανωτέρω όρος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτει την υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης του ενάγοντος για την διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων του στην εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών κατά τρόπο σαφή και για τον σκοπό της επεξεργασίας από τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών.
Τονίζεται επίσης ότι, σαφώς προκύπτει ότι ουδέποτε ο εφεσίβλητος ενημερώθηκε ή έδωσε την συγκατάθεσή του για την διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων σε εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών ή για την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων από την ως άνω εταιρεία και για τον σκοπό της επεξεργασίας αυτής.
Την υπόθεση χειρίστηκε η δικηγόρος κ. Δέσποινα Κούττη.