Εκτίμηση για έσοδα της τάξης των 8 δισ. ευρώ, περίπου, από τον εισερχόμενο τουρισμό κατά το 2021 έχει στο τραπέζι της η κυβέρνηση. Πρόκειται για το σενάριο που βασίζεται σε εμπεριστατωμένες μελέτες ειδικών, που όμως προϋποθέτουν μια σειρά από εξελίξεις, η προοπτική υλοποίησης των οποίων παραμένει ακόμη αβέβαιη. Εφόσον πάντως το σενάριο αυτό επαληθευθεί, θα σηματοδοτήσει την ανάκτηση περίπου του 40% των εσόδων του 2019 και αύξηση 100% σε σχέση με τα μεγέθη του 2020.
Παράμετροι
Δύο είναι οι κρίσιμες παράμετροι που μπορεί να απειλήσουν αυτό το σενάριο, όπως εξηγούν στην «Κ» πηγές που συμμετέχουν στην αξιολόγησή του:
Πρώτον, τα αλλεπάλληλα επαναλαμβανόμενα lockdowns, ιδίως αυτή την περίοδο που γίνεται ένα μεγάλο μέρος των κρατήσεων για τη φετινή σεζόν στις βασικές αγορές από τις οποίες προσελκύει η χώρα ταξιδιώτες και η επαναφορά της καραντίνας ως βασικό εργαλείο περιορισμού της πανδημίας. Ειδικότερα εκτιμάται πως η προ ολίγων ημερών αυστηροποίηση των περιοριστικών μέτρων στη Βρετανία, τη δεύτερη σημαντικότερη αγορά για τον ελληνικό τουρισμό με μικρή διαφορά από τη δεύτερη Γερμανία, υπονομεύει τις κρατήσεις που διαφορετικά θα γίνονταν.
Οπως δείχνουν τα ιστορικά στοιχεία, κατά την περίοδο αυτή πραγματοποιείται περίπου το 60% των κρατήσεων για την καλοκαιρινή σεζόν. Και φυσικά στην τρέχουσα φάση τα μεγέθη αυτά υπολείπονται αυτών που εκτιμάται πως θα μπορούσαν να επιτευχθούν. Το ίδιο και σε μικρότερο βαθμό ισχύει και για τη Γερμανία, όπου επίσης τα μέτρα αυστηροποιούνται. Ακόμη όμως και αν οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες κατάφερναν να ελέγξουν το τρέχον κύμα της πανδημίας άμεσα, η απειλή ενός νέου τρίτου κύματος παραμένει πραγματική.
Εκτιμάται λοιπόν πως εάν η κατάσταση δεν έχει εξομαλυνθεί με τα περιοριστικά μέτρα, τους εμβολιασμούς και τα τεστ έως τα μέσα Μαρτίου, η αβεβαιότητα θα συνεχιστεί να βαίνει αυξανόμενη, με ό,τι αυτό σημαίνει και για τον προγραμματισμό των θέσεων των αεροπορικών.
Δεύτερο σοβαρό ζήτημα που ανέκυψε αυτή την εβδομάδα είναι η επαναφορά της καραντίνας στην Ελλάδα ως βασικού μέτρου ελέγχου των ξένων ταξιδιωτών. Την Παρασκευή, η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας εξέδωσε notam με την οποία καθίσταται υποχρεωτική επταήμερη καραντίνα προκειμένου να επιτραπεί η κυκλοφορία όσων έρχονται από το εξωτερικό στη χώρα. Συγκεκριμένα, η νέα αεροπορική οδηγία προβλέπει ότι όλοι οι επιβάτες που εισέρχονται στη χώρα μας έως και την 21η Ιανουαρίου 2021 από οποιοδήποτε κράτος της αλλοδαπής, συμπεριλαμβανομένων και των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, υπόκεινται σε υποχρεωτικό προληπτικό περιορισμό κατ’ οίκον ή στον τόπο προσωρινής διαμονής που δηλώνεται στη φόρμα PLF, για επτά (7) ημέρες, εκτός εάν παραμένουν στην Ελλάδα για μικρότερο χρονικό διάστημα, οπότε ο προσωρινός περιορισμός ισχύει γι’ αυτό το χρονικό διάστημα, δηλαδή μέχρι την αναχώρησή τους.
Ελεγχος
Επίσης στους επιβάτες εξωτερικού επιπροσθέτως θα γίνεται και δειγματοληπτικός έλεγχος (rapid test) κατά την άφιξή τους, βάσει της διαδικασίας που προβλέπει το Passenger Locator Form. Ειδικά για τους εισερχόμενους επιβάτες από τη Βρετανία θα γίνεται σε όλους και rapid test κατά την άφιξη.
Αν και το μέτρο στην παρούσα φάση μπορεί να είναι επιβεβλημένο, η προοπτική του να διατηρηθεί και τους επόμενους μήνες λειτουργεί ως αντικίνητρο στους δυνητικούς ταξιδιώτες, σημειώνουν πηγές της αγοράς. Οι ίδιες πηγές αντιπροτείνουν ως βασικό εργαλείο τα διαγνωστικά τεστ πριν από την αναχώρηση και κατά την άφιξη στην Ελλάδα, όπως και τα πιστοποιητικά εμβολιασμού για όσους έχουν ακολουθήσει τα σχετικά προγράμματα στις χώρες τους.
«Οσο η καραντίνα εκλαμβάνεται ως κεντρικό εργαλείο για τη διαχείριση των εισερχόμενων τουριστικών ροών στην Ελλάδα, τόσο θα καθυστερεί η επανάκαμψη της ζήτησης για ταξιδιωτικές υπηρεσίες εδώ», αναφέρει χαρακτηριστικά επιχειρηματίας του τουριστικού κλάδου. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και τα πιο αισιόδοξα σενάρια δεν προβλέπουν αξιόλογες αφίξεις από το εξωτερικό πριν από την εκπνοή του πρώτου εξαμήνου και τις αρχές του δευτέρου, κάτι που σημαίνει πως πάλι η αγορά περιμένει έναν δυνατό Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο, προκειμένου να ανακτήσει όσο περισσότερο από το χαμένο έδαφος μπορεί.
Υπενθυμίζεται πως κατά το 2020 τα ταξιδιωτικά έσοδα της χώρας εξελίχτηκαν τελικά λίγο καλύτερα από τις προβλέψεις της κυβέρνησης, αλλά και της αγοράς. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2020 τα ταξιδιωτικά έσοδα διαμορφώθηκαν στα 4,035 δισ. ευρώ έναντι 17,56 δισ. το αντίστοιχο δεκάμηνο του 2019, και 18,2 δισ. στο σύνολο της περυσινής χρονιάς. Οι πιο αισιόδοξες προβλέψεις της αγοράς μιλούσαν για έσοδα 3,5 δισ. για ολόκληρο το 2020.
Δεδομένου πως η Ελλάδα, όπως και οι περισσότερες χώρες-βασικές αγορές της στον τουρισμό, τελεί υπό lockdown από τον Νοέμβριο, καθίσταται σαφές ότι οι επιδόσεις του δεκαμήνου ταυτίζονται σχεδόν με αυτές ολόκληρου του έτους. Σε κάθε περίπτωση, το πλήγμα είναι μεγάλο, αλλά όχι απρόβλεπτο. Η ποσοστιαία σύγκριση δείχνει πως οι εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες το δεκάμηνο μειώθηκαν κατά 77% σε σύγκριση με πέρυσι και οι αφίξεις κατά 76,1%. Τα ποσοστά αυτά, βεβαίως, αναμένεται να αυξηθούν όταν συμπεριληφθούν και τα μεγέθη του Δεκεμβρίου. Επομένως, ο τουρισμός στη χώρα λειτούργησε πέρυσι στο 20% των μεγεθών του 2019 και βάζει φέτος στόχο για το 40%.
Ευρήματα εμπιστευτικής πανευρωπαϊκής έρευνας όσον αφορά τη διάθεση των Ευρωπαίων να πραγματοποιήσουν ταξίδια για διακοπές φέτος παραπέμπουν σε σημαντικά αυξημένη ζήτηση σε σχέση ακόμα και με τα τέλη του 2019 οπότε και η πανδημία δεν είχε λάβει τις διαστάσεις που ακολούθησαν.
Ειδικότερα, πηγές αναφέρουν στην «Κ» πως η διάθεση των πολιτών για ταξίδια σε μεγάλες χώρες – βασικές αγορές για τον ελληνικό τουρισμό, όπως η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία, εμφανίζεται αυξημένη κατά 20% για την περίοδο Μαΐου – Ιουνίου 2021 συγκριτικά με τις αντίστοιχες προθέσεις τους στα τέλη του 2019 για τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2020. Τα εν λόγω στοιχεία συγκεντρώθηκαν μετά τις ανακοινώσεις για την έγκριση και διάθεση εμβολίων στην Ευρωπαϊκή Ενωση και κατά την περίοδο που άρχισε η κλιμάκωση του τρέχοντος κύματος, που με τη σειρά της οδήγησε σε αυστηροποίηση των μέτρων περιορισμού της COVID-19.
Οι ψυχραιμότεροι στην αγορά δεν εκπλήσσονται με τα ευρήματα αυτά, καθώς ύστερα από ένα χρόνο αυστηρών περιορισμών στα ταξίδια αλλά και μετά τα πρωτοφανή πρωτόκολλα λειτουργίας ξενοδοχείων και εν γένει των προορισμών, η διάθεση του κόσμου για διακοπές έχει αυξηθεί και συνεχίζει να κλιμακώνεται γραμμικά.
Ετσι, εφόσον εμβολιασμοί και έλεγχος της πανδημίας κυλήσουν ομαλά, σύμφωνα με το αισιόδοξο σενάριο, το πρόβλημα που θα έχει ο ελληνικός τουρισμός φέτος το καλοκαίρι θα είναι κατά πόσον θα υπάρχουν ανοικτά αρκετά ξενοδοχεία για να φιλοξενήσουν τους δυνητικούς ταξιδιώτες και κυρίως κατά πόσον θα υπάρχουν αρκετές αεροπορικές θέσεις στα δρομολόγια προς την Ελλάδα για να μεταφέρουν όσους το αποφασίσουν.
Βεβαίως, η διάθεση για ταξίδια δεν σημαίνει πως αυτομάτως μετουσιώνεται και σε κρατήσεις. Και αυτό διότι η πανδημία και η οικονομική κρίση που αυτή επέφερε, έχουν πλήξει σημαντικά την καταναλωτική εμπιστοσύνη αλλά και το διαθέσιμο εισόδημα όσων θέλουν να επισκεφθούν τη χώρα.
Επομένως, απαιτείται και ανάκαμψη της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και του πραγματικού εισοδήματος για να μπορέσει να αρχίσει η ανάκαμψη και στα ταξίδια, υπογραμμίζουν οι ειδικοί.
Αντιθέτως μεταξύ των υψηλότερων εισοδημάτων όπου η δαπάνη για ένα ταξίδι είναι πολύ μικρό ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος από ό,τι για τον υπόλοιπο κόσμο, εκτιμάται πως η Ελλάδα θα μπορεί να έχει φέτος μεγαλύτερη αύξηση αφίξεων από ό,τι πέρυσι. Υπενθυμίζεται πως στην Ελλάδα υπήρξαν μονάδες που απευθύνονται σε αυτά τα εισοδήματα, οι οποίες πέρυσι τον Αύγουστο σημείωσαν πληρότητα ακόμα και 95% και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις την υψηλότερη πληρότητα ιστορικά.
Πάντως, πέρυσι οι βασικότερες αγορές τουριστών για την Ελλάδα σημείωσαν σημαντική κάμψη. Οι εισπράξεις από τη Γερμανία μειώθηκαν κατά περίπου 70% και διαμορφώθηκαν στα επίπεδα των 800 εκατ. ευρώ, ενώ οι εισπράξεις από τη Γαλλία μειώθηκαν επίσης κατά 70% και διαμορφώθηκαν κοντά στα 310 εκατ. ευρώ. Από τις χώρες εκτός της Ε.Ε. των «27», πτώση κατά περίπου 75% εκτιμάται πως παρουσίασαν οι εισπράξεις από τη Βρετανία, οι οποίες υπολογίζεται πως διαμορφώθηκαν πλησίον των 620 εκατ. ευρώ, ενώ οι εισπράξεις από τις ΗΠΑ μειώθηκαν περισσότερο από 90% και από τη Ρωσία περισσότερο από 95% στα 12 εκατ. ευρώ.
Πηγή: kathimerini.gr