Εστω και καθυστερημένα, γίνεται πλέον γενικά αποδεκτό ότι η τουρκική επιθετικότητα θα ενταθεί έτι περαιτέρω το 2023. Ωστόσο, δεν φαίνεται να προβληματίζει η εύλογη διαπίστωση ότι οι βελτιώσεις που επήλθαν στην αποτρεπτική μας ισχύ κατά την τελευταία τριετία αποδεικνύονται ανεπαρκείς για να κάμψουν την τουρκική επιθετικότητα. Αραγε, τι περισσότερο πρέπει να συμβεί για να επανεξεταστούν συναινετικά πτυχές της εθνικής στρατηγικής;
Μισόν αιώνα µετά τη Μεταπολίτευση είναι πρωτίστως αναγκαίο να αναρωτηθούμε για τον πραγματικό στόχο που υπηρετεί η στρατηγική μας. Συνεχίζουμε να αναμένουμε είτε ότι η Τουρκία θα απογοητευθεί και θα παραιτηθεί από τις βλέψεις της είτε ότι θα της το επιβάλει το διεθνές δίκαιο ή ενδεχομένως μια τρίτη δύναμη; Ή μήπως εφησυχάζουμε με την ψευδαίσθηση ότι την αποτρέψαμε από τους στόχους της, ενώ αντιθέτως αυξάνει συνεχώς το εύρος των επιδιώξεών της; Εντός της ίδιας περιόδου δαπανήσαμε, επιπλέον για τα παραπάνω, μείζον διπλωματικό κεφάλαιο και καταγράψαμε ανυπολόγιστα διαφυγόντα κέρδη: αδιαφορήσαμε (πλην λίγων εξαιρέσεων) για τον γεωοικονομικό πλούτο μιας ΑΟΖ μέχρι και τέσσερις φορές μεγαλύτερης από την ξηρά μας, αλλά και για τους καρπούς μιας ειρηνικής συνεννόησης. Οσο για τα υπερσύγχρονα και πανάκριβα εξοπλιστικά προγράμματά μας, δεν ήταν ποτέ διαθέσιμα την ώρα της ανάγκης, αφού υλοποιούνταν σχεδόν πάντα μετά τις κρίσεις (1974, 1987, 1996, 2020).
Αξιοσημείωτο είναι παράλληλα, ότι παρά την προτίμησή μας στη διεθνή δικαιοσύνη, τελικά χρησιμοποιήσαμε και τις άλλες δύο μεθόδους επίλυσης προβλημάτων που προβλέπει το διεθνές δίκαιο, δηλ. τις διαπραγματεύσεις και τη μεσολάβηση. Θεωρητικά εξακολουθούμε να θεοποιούμε ως πανάκεια την προσφυγή στη Χάγη, παραγνωρίζοντας τις τεράστιες διαφορές σε σχέση με τη δεκαετία του 1970 και την αναστροφή πλεύσης της Αγκυρας, η οποία πλέον δείχνει να προτιμά το (για εμάς απαράδεκτο) «όλα στη Χάγη». Στην πραγματικότητα, όμως, δοκιμάσαμε συχνότατα τόσο τις διμερείς διαπραγματεύσεις (που αποκαλούμε κατ’ ευφημισμόν «διάλογο», «διερευνητικές επαφές», «μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης» κ.ά.) όσο και τη μεσολάβηση τρίτων χωρών. Στην τελευταία προσφύγαμε μάλιστα στις πιο επικίνδυνες στιγμές (Ιμια 1996, «Ορούτς Ρέις» 2020) με την ελπίδα να «συγκρατηθεί» η τουρκική επιθετικότητα – για να εισπράξουμε τελικά την τήρηση «ίσων αποστάσεων». Ανάλογη προσπάθεια φαίνεται να εκτυλίσσεται παρασκηνιακά και σήμερα ενόψει της κυοφορούμενης κρίσης του 2023. Χωρίς όμως φιλόδοξο σχεδιασμό δεν διαφαίνονται ρεαλιστικές ελπίδες για αισθητά διαφορετική έκβαση. Από πλευράς τους μάλιστα, Τούρκοι αναλυτές προσδοκούν χαρακτηριστικά ότι ο Ερντογάν «θα τα πάρει όλα με το στιλό», προεξοφλώντας επικίνδυνα ότι η Ελλάδα δεν θα «σηκώσει το γάντι» της ένοπλης αναμέτρησης.
Η χώρα χρειάζεται την «έξυπνη» αξιοποίηση των δύο μεγαλύτερων όπλων που διαθέτει: της συμμετοχής στην Ε.Ε. και του διεθνούς δικαίου της θάλασσας. Στην Ε.Ε. η έλλειψη συνολικού σχεδίου (λανθασμένα αναπαράγεται και σήμερα ως τέτοιο το «Ελσίνκι») οδήγησε σε αμφίσημες δηλώσεις στήριξης των «27», ακόμη και απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό, τις οποίες επιπλέον η Αγκυρα χλευάζει απτόητη. Αλλά ούτε και το δίκαιο της θάλασσας αξιοποιήσαμε αποτελεσματικά: η 9η χώρα στον κόσμο σε μήκος ακτογραμμών επέλεξε να εξαντλήσει (αναποτελεσματικά) το ενδιαφέρον της στα 12 ναυτικά μίλια, αδιαφορώντας για τα πολλαπλάσια οφέλη της ΑΟΖ και απέχοντας εντυπωσιακά μέχρι και σήμερα από την απλή –έστω– αποτύπωση επί χάρτου συντεταγμένων θέσεων. Επιπλέον, υπό την πίεση του (νομικά ανυπόστατου αλλά επί του πεδίου υπαρκτού) τουρκολιβυκού μνημονίου, αποδεχθήκαμε στις οριοθετήσεις με Ιταλία και Αίγυπτο σχεδόν αδιανόητες μέχρι τότε ρυθμίσεις.
Συναφής είναι και ο προβληματισμός σχετικά με την καλοδεχούμενη επίδειξη δυναμισμού με τις έρευνες νότια της Κρήτης. Σηματοδοτεί άραγε τον εμπλουτισμό της στάσης μας με στοιχεία Realpolitik πριν οι υδρογονάνθρακες απολέσουν τη σημασία τους; Χωρίς δηλαδή να παραβλέπεται η θεμελιώδης σημασία του διεθνούς δικαίου για τη χώρα μας, αρχίσαμε μήπως να συνυπολογίζουμε και τη χρησιμότητα δυναμικών (όχι απερίσκεπτων) κινήσεων; Μήπως η οιονεί μονομερής οριοθέτηση από μέρους μας απέναντι στη Λιβύη (χάρτης Μανιάτη) και η θετική υποδοχή αντίστοιχης κίνησης της Αιγύπτου παραπέμπουν σε μια σταδιακή συνειδητοποίηση ότι από μόνο του το διεθνές δίκαιο δεν αρκεί για να κάμψει τους Τούρκους μιμητές του Πούτιν;
Συμπερασματικά, εν µέσω διογκούµενης αµφισβήτησης των μεταπολεμικών «ιερών κανόνων» περί απαραβίαστου των συνόρων, μόνο περιττή δεν θα έπρεπε να θεωρείται η επαναξιολόγηση της εθνικής στρατηγικής. Μήπως θα ήταν εθνικά χρήσιμη, ενόψει των παράλληλων προεκλογικών περιόδων του 2023 και των κρίσιμων στρατηγικών αποφάσεων που θα απαιτηθούν, η έναρξη διακριτικών «προπονήσεων εθνικής συνεννόησης» μεταξύ των αρμοδίων των μεγαλύτερων κομμάτων (ίσως μέσω κοινών συνεδριάσεων Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής και ΚΥΣΕΑ), ώστε να αποφευχθούν νέες τραγωδίες τύπου Ιμίων;
* Ο κ. Γιάννης Βαληνάκης είναι καθηγητής, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας/ΕΚΠΑ, πρώην υφυπουργός Εξωτερικών.
Πηγή kathimerini.gr