Σαν σήμερα το 2016 τρεις αξιωματικοί του ελικοπτέρου του Πολεμικού Ναυτικού έχασαν τη ζωή τους, γιατί «πέταξαν» με ακατάλληλο Agusta Bell για τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν.
Βράδυ 11ης Φεβρουαρίου 2016 και από τη φρεγάτα του Πολεμικού Ναυτικού απογειώνεται σε φάση dark and silence- με χαμηλό φωτισμό και λίγη επικοινωνία- το ελικόπτερο Agusta Bell 212 “ΠΝ-28″ από τη φρεγάτα «Νικηφόρος Φωκάς». Το ελικόπτερο είχε απονηωθεί, στο πλαίσιο της άσκησης «Αστραπή» και έκανε νυχτερινή πτήση επιφάνειας σε χαμηλό ύψος.
Αυτή ήταν και η τελευταία πτήση του, καθώς συνετρίβη στη νήσο Κίναρο, δυτικά της Λέρου, έχοντας ως τραγικό αποτέλεσμα τον θάνατο των τριών Αξιωματικών του πληρώματος. Των υποπλοιάρχων Πανανά Κωνσταντίνου και Τουλίτση Αναστάσιου και του μηχανικού ανθυπασπιστή και χειριστής ραντάρ Ευαγγέλου Ελευθέριου. Το ύψος του ελικοπτέρου ήταν στα 400 πόδια. Οι άτυχοι πιλότοι δεν πρόλαβαν κατά την πτώση να ενεργοποιήσουν το σύστημα εντοπισμού.
Μετά από ενάμιση χρόνο, εκδόθηκε το πόρισμα για το μοιραίο δυστύχημα, με βάση το οποίο, η πτώση του Agusta Bell «δεν οφείλεται σε ανθρώπινο λάθος και δεν υπήρξε μηχανική βλάβη». «Το ελικόπτερο» καταλήγουν οι εμπειρογνώμονες «δέχτηκε ριπή ανέμου, η οποία οδήγησε στη συντριβή του».
Έφταιγε όμως μόνο η ριπή του ανέμου;
Η οικογένεια ενός από τους τρεις αξιωματικούς του Πολεμικού Ναυτικού, του συγκυβερνήτη Κωνσταντίνου Πανανά, κατέθεσε αγωγή αποζημίωσης κατά του Δημοσίου, ζητώντας το ποσό του 1,5 εκατομμυρίου ευρώ, καταγγέλλοντας πως ο 33χρονος γιος τους και οι δύο συνάδελφοί του εστάλησαν «σε αποστολή αυτοκτονίας». Εστίασαν, μέσω της αγωγής τους στις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή της Κινάρου, όπως οι θυελλώδεις άνεμοι, οι ριπές των οποίων υπερέβαιναν τις προδιαγραφές πτήσης του μοιραίου ελικοπτέρου Agusta Bell!
Η όποια «δικαίωση», αν μπορούμε να το πούμε έτσι γιατί χάθηκαν τρία παλικάρια, ήρθε τον Οκτώβριο του 2021, με το δικαστήριο να κάνει δεκτή την αγωγή της οικογένειας του Πανανά και να υποχρεώνει το Δημόσιο να καταβάλει συνολικά 380.000 ευρώ αποζημίωση.
Στις 16 σελίδες της απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, αναφέρεται μεταξύ άλλων πως, «στις 02:40 π.μ. το ελικόπτερο ανέφερε “αποστολή εξελίσσεται κανονικά” βορειοανατολικά της Αμοργού». Αυτή ήταν και η τελευταία επικοινωνία του Ελεγκτού Αεροσκαφών με το μοιραίο ελικόπτερο του Π.Ν.
Το ίδιο βράδυ είχε πετάξει ελικόπτερο από τη φρεγάτα «Έλλη» και ο πιλότος του είχε αναφέρει: «Λόγω της εντάσεως του ανέμου, τόσο κατά τη στροφή του ελικοπτέρου αλλά και κατά την ευθεία – οριζόντια πτήση», διαπίστωσε «έντονη μετατόπιση (drift) του Ε/Π, της τάξεως των τριάντα (30) μοιρών από την επιθυμητή πορεία», γεγονός που τον ανάγκασε να εκτελέσει «δραστικούς διορθωτικούς χειρισμούς», προκειμένου να ανακτήσει τον έλεγχο πλοήγησής του.
Στην περιοχή μάλιστα «υφίστατο νεφοκάλυψη 8/8 και έπνεαν άνεμοι νότιοι – νοτιοδυτικοί της τάξεως των 30 – 35 κόμβων (7-8 μποφόρ), με πιθανότητα μεταξύ νήσων να φθάνουν έως και τους 40 κόμβους (8,5 μποφόρ)».
Στην σελίδα 106 Συμπερασμάτων τής Τεχνικής Έκθεσης αναγραφόταν ότι:
1/ «Το ελικόπτερο πέταξε σε συνθήκες ριπαίου ανέμου εντάσεως άνω των 40 κόμβων και διαφοράς άνω των 15 κόμβων (αρχική ένταση ανέμου 24 κόμβοι), όρια ασφαλείας τού Πολεμικού Ναυτικού πού ξεπεράστηκαν».
2/ «Οι επικρατούσες μετεωρολογικές συνθήκες κατά την πτήση τού Ε/Π ΠΝ-28, έπαιξαν τον κυριότερο λόγο για τον οποίο δημιουργήθηκε το ατύχημα».
Επιπλέον, σε πόρισμα των εμπειρογνωμόνων, αναφέρθηκε: «Τα ελικόπτερα Αugusta Βell-212, λόγω έλλειψης απαραίτητων ραδιοναυτιλιακών συσκευών, δεν δύνανται να εκτελούν IFR πτήση σε IMC συνθήκες (δηλαδή πτήση εντός νεφών-πτήση με κακές καιρικές συνθήκες). Ωστόσο δύνανται να εκτελούν IFR πτήση (πτήση διά οργάνων) σε VMC συνθήκες κατά τις οποίες οι χειριστές, έχουν επαρκή ορατότητα ώστε να εκτελέσουν πτήση διατηρώντας οπτικό διαχωρισμό από το έδαφος ή άλλο εναέριο μέσο ή νύχτα με χρήση τού υφιστάμενου εξοπλισμού».
Με λίγα λόγια, με εκείνες τις καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή το ελικόπτερο δεν έπρεπε να είχε πετάξει.
Στην απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών αναφέρεται πως «Δέχεται εν μέρει την αγωγή. Υποχρεώνει το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000,00) ευρώ, στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000,00) ευρώ και στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000,00) ευρώ.
Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των εκατόν τριάντα πέντε χιλιάδων (135.000,00) ευρώ, στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των εκατόν τριάντα πέντε χιλιάδων (135.000,00) ευρώ και στην τρίτη ενάγουσα το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000,00) ευρώ, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής».
Πηγή gazzetta.gr