Η λέξη στρατηγική είναι ελληνική. Αλλά, δυστυχώς, στην τωρινή κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα μοιάζει να λείπει η στρατηγική που θα βγάλει τι χώρα από την επισφαλή κατάσταση, στην οποία βρίσκεται.
Όχι μόνο λείπει από την κυβέρνηση ένα αξιόπιστο σχέδιο για να φτάσει σε συμφωνία με τους πιστωτές της στην Ευρωζώνη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Δεν φαίνεται ούτε να έχει ένα εφεδρικό σχέδιο για το πώς θα μπορούσε να χρεοκοπήσει περιορίζοντας τις απώλειες.
Το ελληνικό χρηματιστήριο έχει αναθαρρύσει τις τελευταίες εβδομάδες, κυρίως επειδή ο ρόλος του Γιάνη Βαρουφάκη, του συγκρουσιακού υπουργού Οικονομικών, υποβαθμίστηκε στις συνομιλίες με τους πιστωτές της χώρας.
Η νέα σύνθεση της ομάδας διαπραγμάτευσής έχει όντως οδηγήσει σε πιο παραγωγικές συνομιλίες. Αλλά ακόμη υπάρχει ένα βουνό μπροστά της και καμία περίπτωση να επιτευχθεί συμφωνία στη συνάντηση των υπουργών της Ευρωζώνης σήμερα.
Όταν ο Τσίπρας εκλέχθηκε τον Ιανουάριο φάνηκε να υπολόγιζε ότι θα μπορούσε να εξασφαλίσει περισσότερο ρευστό από τους πιστωτές και ανακούφιση για τα χρέη της Αθήνας χωρίς σοβαρές μεταρρυθμίσεις. Αυτές ήταν φρούδες ελπίδες.
Η κυβέρνηση επίσης δεν είχε αρχικά υπολογίσει πόσο θα ζημιωνόταν η οικονομία από μήνες πολιτικής αβεβαιότητας και μιας απελπιστικής κρίσης ρευστότητας. Το Νοέμβριο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περοέβλεπε ανάπτυξη 2,9% για το 2015. Την προηγούμενη εβδομάδα αναθεώρησε σε 0,5% και ακόμη κι αυτό θεωρείται μια αισιόδοξη πρόβλεψη.
Η πτώση της οικονομίας σημαίνει ότι η Αθήνα θα δυσκολευθεί ακόμη περισσότερο να φτάσει σε ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Ακόμη και αν οι πιστωτές μειώσουν το στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος για φέτος, η κυβέρνηση θα πρέπει να εισάγει περισσότερα μέτρα λιτότητας – και αυτό θα βλάψει κι άλλο τη χώρα.
Η οικονομική θέση της Αθήνας είναι απελπιστική. Χρειάζεται να πληρώσει 750 εκατομμύρια Ευρώ στο ΔΝΤ έως τις 12 Μαΐου και μετά άλλο 1,5 δις Ευρώ τον Ιούνιο.
Ο Τσίπρας ελπίζει ότι μπορεί να πείσει τους πιστωτές της Ευρωζώνης να του δανείσουν κάποια μετρητά τις επόμενες εβδομάδες για να γλιτώσει τη χρεοκοπία. Αλλά αυτό θα καταστεί εφικτό μόνο αν πατήσει κόκκινες γραμμές που έχει πει ότι δεν θα παραβιάσει – σε θέματα, όπως οι συντάξεις, τα εργασικά και ο ΦΠΑ.
Ακόμη κι αν η Αθήνα επιζήσει της άμεσης κρίσης ρευστότητας, θα δυσκολευτεί να εξασφαλίσει μία μακροπρόθεσμη συμφωνία. Οι διαπραγματεύσεις γι’ αυτό είναι προγραμματισμένες να ολοκληρωθούν στα τέλη Ιουνίου αλλά δεν πρόκειται να ξεκινήσουν πριν ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις για την παρούσα συμφωνία.
Το πρόβλημα δεν είναι ο χρόνος. Είναι και τα χρήματα. Δεδομένου ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε πτώση, το επόμενο πακέτο διάσωσης θα πρέπει να περιλαμβάνει περισσότερα από όσα είχαν ήδη προβλεφθεί – ίσως πάνω από 50 δις Ευρώ. Θα είναι δύσκολο να πεισθούν άλλες χώρες της Ευρωζώνης να συνεισφέρουν τέτοια χρήματα, αν μη τι άλλω, επειδή η καλή θέληση προς την Ελλάδα έχει σχεδόν εξανεμιστεί.
Δεδομένου ότι τα πράγματα είναι τόσο άσχημα, είναι σημαντικό να εξετάζει κανείς τις εναλλακτικές. Υπάρχουν δύο: χρεοκοπία και έξοδος από το Ευρώ, ή χρεοκοπία και παραμονή στη νομισματική ένωση.
Το δεύτερο θα ήταν η λιγότερο άσχημη εναλλακτική, παρόλο που απέχει πολύ από μια καλή λύση. Για να ελαχιστοποιηθεί η ζημιά σε αυτή την περίπτωση, η κυβέρνηση θα καλούνταν να επανακεφαλαιωποιήσει τςι τράπεζες, δεδομένου ότι μια χρεοκοπία του κράτους θα τις έσπρωχνε στην χρεοκοπία κι αυτές. Αν δεν ανακεφαλαιωποιούνταν, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα έκοβε την ρευστότητα, οι τράπεζες θα έκλειναν και η οικονομία θα σέρνονταν ακόμη βαθύτερα στην άβυσσο.
Το πρόβλημα είναι ότι η Αθήνα δεν θα είχε από μόνη της τα χρήματα να διασώσει τις τράπεζες, και δεν θα μπορούσε να πάρει χρήματα ούτε από το εξωτερικό. Η μόνη λύση θα ήταν να κουρέψει τις καταθέσεις των πολιτών μετατρέποντας ένα μέρος από τις οικονομίες τους σε τραπεζικό κεφάλαιο.
Παρόλο που οι τράπεζες δεν έχουν πια ιδιαίτερη έκθεση στο κράτος, θα χρειαζόταν να ανακεφαλαιοποιηθούν με λαμβάνοντας υπόψη ότι πολλά από τα δάνεια του ιδιωτικού τομέα θα σταματούσαν να εξυπηρετούνται. Το κούρεμα που θα υφίσταντο οι καταθέτες θα μπορούσε να ήταν πολύ μεγάλο και αυτό θα ήταν ένα χτύπημα για την οικονομία.
Αν η Αθήνα χρεοκοπούσε θα σήμαινε επίσης ότι θα έπρεπε πλέον να ζει με τα δικά της μέσα. Παρόλο που η κυβέρνηση δεν θα είχε πια ανάγκη να βρει χρήματα για να ξεχρεώνει τους πιστωτές, θα έπρεπε και πάλι να μειώσει μισθούς και συντάξεις γιατί η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών θα μειωνόταν ευθέως ανάλογα με την πτώση στην οικονομία.
Κάποιοι αναλυτές, όπως ο Martin Wolf των Financial Times, θεωρούν ότι η Αθήνα πρέπει αντίθετα να πληρώσει μισθούς και συντάξεις χρησιμοποιώντας IOU (χρεόγραφα). Αυτό θα ήταν κακή ιδεά επειδή, ότι κι αν έλεγε η κυβέρνηση, οι Έλληνες θα έβλεπαν αυτά τα χρεόγραφα ως πρόδρομο μιας νέας δραχμής και θα τα δέχονταν με μεγάλο κούρεμα στην αξία τους.
Οι εισφορές από φόρους θα βούλιαζαν – εν μέρει γιατί η οικονομία θα συρρικνώνονταν και εν μέρει επειδή οι πολίτες θα ήταν απρόθυμοι να πληρώσουν φόρους σε Ευρώ, αν πίστευαν ότι έρχεται η νέα δραχμή. Οπότε η κυβέρνηση θα αναγκαζόταν να εκδώσει ακόμη περισσότερα IOU, οδηγούμενη σε έναν φαύλο κύκλο, μέσα στον οποίο μια έξοδος από το Ευρώ θα αποτελούσε αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Αλλά ούτε αυτή είναι μια καλή λύση. Άσχετα με το ότι οι Έλληνες δεν θέλουν να βγουν από την Ευρωζώνη, η μετάβαση στη δραχμή θα ήταν εφιαλτική. Και ακόμη κι αν ερχόταν, οι πιθανότητες ότι η κυβέρνηση θα εξασκούσε μια υπεύθυνη οικονομική πολιτική είναι μικρές. Το πιθανότερο είναι ότι θα τύπωνε χρήματα, πυροδοτώντας ένα σπιράλ πληθωρισμού και υποτίμησης.
Δεδεομένου λοιπόν ότι ακόμη και το καλύτερο εναλλακτικό σχέδιο είναι δραματικό, ο Τσίπρας πρέπει να καταρτίσει μια ρεαλιστική στρατηγική για το πώς θα έρθει σε συμφωνία με τους πιστωτές. Και να το κάνει και γρήγορα.
Καθημερινή