Την περασμένη εβδομάδα πέθανε ο Αδαμάντιος Πεπελάσης, ο ακαδημαϊκός με το πλούσιο πνευματικό έργο, ο ακατανίκητος εραστής της ζωής, ο ενεργός πολίτης, με τη διάσταση του πολιτισμού στη σκέψη και τη δράση του, με χιλιάδες άρθρα στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο. Διάβαζα τα άρθρα του όταν έπεφταν στην αντίληψή μου, γιατί ήταν απόλυτα κατανοητά για όλους όσους δεν είχαν γνώσεις οικονομικές , γιατί δεν ήταν μόνο τέτοια, αλλά πολύ συχνά έγραφε για την ζωή και για τον χρόνο, γιατί μέσα από την γλαφυρή γλώσσα του έβλεπες έναν οραματιστή κι ονειροπόλο να μηχανεύεται τρόπους για να σπάσει τα σύνορα, να φύγει με τελικό σκοπό να επιστρέψει, ξέροντας ότι η επιστροφή είναι αυτή που σου δίνει το ωραίο ταξίδι. Γιατί ήταν εκείνος, που την εποχή της αστακομακαρονάδας, μιλούσε για τις εκκρεμότητες που δεν αντιμετωπίσαμε και εξέφραζε ανησυχία για το μέλλον.
Το παρακάτω είναι απόσπασμα από τ ο τελευταίο του άρθρο και αφορά την χαμένη ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων του 2014.
” (…) Πράγματι η Αθήνα μέσα στα επτά περιπετειώδη χρόνια της προετοιμασίας άλλαξε.Οι δημόσιες υποδομές της αναβαθμίστηκαν και η λειτουργία της πόλης βελτιώθηκε σε σημαντικό βαθμό. Ωστόσο πολλές ευκαιρίες, μικρές και μεγάλες, χάθηκαν. Η ερημιά στην οποία, λυπάμαι γι’ αυτό, καταδικάσαμε ορισμένες από τις ολυμπιακές εγκαταστάσεις, αποτυπώνει με τραγικό τρόπο το στρεβλό αναπτυξιακό πρότυπο των τελευταίων δεκαετιών. Η στρεβλότητά του οφειλόταν στην απουσία άμεσων και μακροπρόθεσμων σχεδιασμών. Η Ελλάδα πάσχει λόγω αδικαιολόγητης εμμονής στις βραχυπρόθεσμες λύσεις και αντιλήψεις. Πιστέψαμε ότι η επιτυχία των Αγώνων θα ήταν πανάκεια για τη μεγιστοποίηση των οφελών που θα προέκυπταν μεταολυμπιακά. Για όλη εκείνη την εποχή της προετοιμασίας και τη μετέπειτα φάση της αξιοποίησης πρέπει να ειπωθούν πολλά, πριν την αξιολογήσει κανείς. Συγκρατώ από την πολύχρονη και πρωτόγνωρη δοκιμασία της προετοιμασίας τα εξαιρετικά προσόντα που επέδειξε η νέα γενιά, συμμετέχοντας στην προσπάθεια επιτυχούς διεξαγωγής τους. Πιστεύω στην ανάθεση ευθυνών στη νέα γενιά, στην ευκαιρία να δείξουν τα ταλέντα τους. Την πεποίθησή μου αυτή προσπάθησα να κάνω πράξη, όταν βρισκόμουν σε θέσεις δημόσιας ευθύνης. Οι χιλιάδες νέοι εθελοντές των Ολυμπιακών Αγώνων «Αθήνα 2004» ήταν ένα σπάνιο φαινόμενο, αρκετό για να φανούν οι δυνατότητες της χώρας σε ανθρώπινο δυναμικό. Οργανώσαμε πετυχημένους Ολυμπιακούς Αγώνες και αυτό μας πιστώθηκε από την καχύποπτη διεθνή κοινότητα, αλλά δε μπορέσαμε να κάνουμε το επόμενο βήμα. Να κεφαλαιοποιήσουμε την επιτυχία τους. Αφήσαμε σε εκκρεμότητα την ανακοίνωση των επίσημων οικονομικών τους στοιχείων δείγμα και αυτό της αντίληψης περί (μη) αξιοποίησής τους. Ο Αύγουστος του 2004, έντεκα χρόνια μετά μας φαίνεται μακρινός, ίσως και ξένος με τη σημερινή πραγματικότητα (…)”