Δεκτή έκανε το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου την αίτηση αναστολής εκτέλεσης απόφασης του ίδιου δικαστηρίου, με την οποία επιβλήθηκε σε ασφαλιστικό σύμβουλο συνολική ποινή κάθειρξης 10 ετών.
Στον ασφαλιστικό σύμβουλο είχαν απαγγελθεί κατηγορίες για τις πράξεις της υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, ενώ το συνολικό αντικείμενο της πράξης υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ και πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια με το συνολικό όφελος και τη συνολική ζημία να υπερβαίνουν τα 30.000 ευρώ τελεσθείσα κατ’ εξακολούθηση.
Το δικαστήριο δεν είχε αναγνωρίσει πρωτοδίκως στον κατηγορούμενο ελαφρυντικά με απόφαση που ελήφθη κατά πλειοψηφία ενώ είχε παύσει την δίωξη λόγω πλημμεληματικού χαρακτήρα εις βάρος του συγκατηγορούμενού του, τραπεζικού υπαλλήλου που είχε κριθεί πρωτοδίκως ένοχος άμεσης συνέργειας σε εξακολουθητική υπεξαίρεση.
Ο ίδιος είχε αιτηθεί την αναίρεση της απόφασης και χθες το Πενταμελές Εφετείο την έκανε δεκτή επιβάλλοντάς του τους περιοριστικούς όρους της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και την εμφάνισή του κάθε 1η και 15 του μηνός στο Α.Τ. της περιοχής του.
Το ιστορικό
Στην υπόθεση, η μηνύτρια υποστήριξε ότι τον Ιούνιο του 1998 ο ασφαλιστής, την έπεισε ότι επέρχεται χρηματιστηριακή κρίση και ότι έπρεπε να εξαγοράσει σταδιακά τα μετοχικού χαρακτήρα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων και να τα επενδύσει σε μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων ομολογιακού χαρακτήρα.
Αναφέρθηκε εν συνεχεία στις περιοδικές ενημερώσεις για την πορεία των επενδύσεών της στα αμοιβαία του μηνυόμενου ασφαλιστή και υποστηρίζει πως την παρέπεισε να επενδύσει σε πρόσθετη επένδυση σε άλλα αμοιβαία κεφάλαια μέσω τράπεζας που δραστηριοποιείται στη Ρόδο, που ήταν δήθεν μεσεγγυούχος και θεματοφύλακας της επένδυσης, ενέργεια στην οποία, όπως καταγγέλλει, είχε αρωγό και συνεργάτη του τραπεζικό υπάλληλο, με συνέπεια να υποστεί ζημιά ύψους 323.725 ευρώ.
Η μηνύτρια υπήρξε αντισυμβαλλόμενη της ασφαλιστικής εταιρείας σε επτά λογαριασμούς (μητρώα) αμοιβαίων κεφαλαίων και τα ποσά των εξαγορών των επενδύσεων πιστώνονταν για λογαριασμό της στην Εμπορική Τράπεζα.
Ο κατηγορούμενος φέρεται, μολονότι εισέπραττε με την ιδιότητα του ασφαλιστικού συμβούλου ποσά από τον λογαριασμό της, προκειμένου στη συνέχεια να τα επανακαταθέσει για λογαριασμό της σε λογαριασμό, που τηρούσε η Γενική Τράπεζα στην Εμπορική Τράπεζα ως θεματοφύλακας των προαναφερομένων αμοιβαίων κεφαλαίων, εντούτοις ιδιοποιήθηκε παράνομα τα χρήματα, που περιήλθαν στην κατοχή του.
Ο ασφαλιστικός σύµβουλος υποστηρίζει ότι η µηνύτρια είχε πλήρη ενηµέρωση για την επένδυση των χρηµάτων της, πράγµα το οποίο φέρεται να συνοµολογεί σε εξώδικό της η ασφαλιστική εταιρεία.
Υποστηρίζει ότι της έχουν αποδοθεί οι επενδύσεις της, ενώ κάνει λόγο και για ένα δάνειο ύψους 147.000 ευρώ που είχε λάβει από το σύζυγό της και την ίδια, το οποίο, όπως διατείνεται, έχει επιστρέψει.
Στην αίτηση αναιρέσεως επικαλέστηκε 3 λόγους για την ακύρωση της καταδικαστικής αποφάσεως και συγκεκριμένα έλλειψη ειδικής αιτιολογίας κατά παράβαση των αρ. 139 ΚΠΔ, αρ. 20 και 93 παρ. 3 Ελληνικού Συντάγματος, αρ. 6 ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το αρθ. 510 παρ. 1 ΚΠΔ.
Υποστήριξε συγκεκριμένα ότι το δικάσαν δικαστήριο στήριξε την κρίση του όχι σε όλα τα μνημονευθέντα στην προσβαλλομένη απόφαση αποδεικτικά μέσα, αλλά μόνο σε ορισμένα από αυτά τα οποία μάλιστα ερμήνευσε λανθασμένα.
Ισχυρίστηκε παραπέρα ότι δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπό του οι επιβαρυντικές περιστάσεις του κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και ότι είναι πλημμεληματικός ο χαρακτήρας της αποδιδόμενης σε βάρος του κατηγορίας περί πλαστογραφίας.
Τέλος διαμαρτυρήθηκε διότι κακώς δεν του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου.
Στην αίτηση αναστολής εκτέλεσης της ποινής του επισήμανε ακόμη ότι δεν είναι φυγόδικος ή φυγόποινος, ότι έχει μόνιμη και γνωστή διαμονή και ότι δεν προτίθεται να εγκαταλείψει την χώρα.
Την αίτηση υπέβαλε ο δικηγόρος κ. Ακης Δημητριάδης.