Τα πάντα δείχνουν ότι έχουμε μπροστά μας μια ηθελημένη και πλήρως σχεδιασμένη από την Τουρκία πρόκληση ένοπλης σύγκρουσης, τονίζει ο πρώην υφυπουργός Εξωτερικών Γιάννης Βαληνάκης, απαριθμώντας οκτώ λόγους για τους οποίους ο Ερντογάν δεν μπλοφάρει, παρά σχεδιάζει μεθοδικά και προετοιμάζει το έδαφος. To αφήγημα ότι «κινδυνεύει η ασφάλεια της Τουρκίας», η πρωτοφανής προπαγάνδα από τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης, η αίσθηση της Άγκυρας ότι τώρα είναι ευκαιρία να εκμεταλλευθεί το «παράθυρο τρωτότητας» της Ελλάδας, αλλά και τα τουρκικά συμπεράσματα από τον πόλεμο στην Ουκρανία, μερικά μόνο από αυτά. Η πολύ κρίσιμη συγκυρία, σύμφωνα με τον κ. Βαληνάκη, δικαιολογεί από την ελληνική πλευρά κινήσεις που άλλοτε θα ήταν ριψοκίνδυνες, όπως έξυπνα βέτο, μπλοκάροντας κοινοτικές πολιτικές ενίσχυσης της Άγκυρας, ώστε να βγουν εταίροι και σύμμαχοι από τη βολική τους ακινησία.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
Το τουρκικό πολιτικό σύστημα, και τα τουρκικά ΜΜΕ καλλιεργούν για πρώτη φορά τόσο συστηματικά ένα κλίμα που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε σύγκρουση. Που θέλει να μας πάει η Τουρκία;
Η Τουρκία σε κάθε κρίση προσπαθεί να μας εγκλωβίσει στο εξής δίλημμα: ή να απαντήσουμε στην πρόκλησή της κλιμακώνοντας (και τότε να μας καταγγείλει ως επιτιθέμενους και να «αμυνθεί» στρατιωτικά), ή αναγκαστικά να αποδεχθούμε (με διάφορα προσχήματα) το τετελεσμένο που δημιούργησε επί του πεδίου.
Δυστυχώς στις περισσότερες αναμετρήσεις η Ελλάδα περιορίστηκε στην επιδίωξη μιας τελικά άσφαιρης διεθνούς καταδίκης της Τουρκίας κι έτσι τα μικρά ή μεγαλύτερα τετελεσμένα σε βάρος Ελλάδας και Κυπριακής Δημοκρατίας καταγράφηκαν επί του πεδίου αναπάντητα. Συσσωρεύθηκαν μάλιστα διαχρονικά χωρίς να επιβληθούν ποτέ ουσιαστικές κυρώσεις εναντίον του ταραξία.
Τα μηνύματα που έλαβε έτσι η Άγκυρα φαίνεται ότι ήταν δυστυχώς ενθαρρυντικά για περαιτέρω διεύρυνση των προκλήσεών της. Τα μικρά μάλιστα βήματα που «έξυπνα» επέλεγε κάθε φορά αποδείχθηκαν πολύ αποτελεσματικά: 40 χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης για το Δίκαιο της Θάλασσας η 11η στον κόσμο χώρα σε μήκος ακτογραμμών δεν υιοθέτησε ακόμη (όπου ενεπλάκη η Άγκυρα) καμία θαλάσσια ζώνη -με εξαίρεση την τμηματική οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο που κι αυτή αμφισβητήθηκε ατιμωρητί επί του πεδίου από τον τουρκικό στόλο.
Εχετε διατυπώσει την άποψη ότι δεν αποκλείεται τελικά να δούμε μια προκλητική ενέργεια, πιο σοβαρή κι από θερμό «επεισόδιο» ή «ατύχημα». Τι εννοείτε;
Ο όρος «επεισόδιο» είναι ένας ελληνικός ευφημισμός που παραπέμπει στην μύχια ελπίδα -φρούδα φοβάμαι- ότι ο Ερντογάν θα πιεστεί από τις ΗΠΑ να διακόψει γρήγορα τις όποιες εχθροπραξίες που έτσι θα διαρκέσουν μόνο 2-3 μέρες. Μπορώ όμως εύκολα να τον φανταστώ να μην σηκώνει καν το τηλέφωνο του προέδρου Μπάιντεν ή οποιουδήποτε τρίτου και να επιμένει εμμονικά μέχρι τέλους σε ό,τι επιχειρήσει εναντίον του Ελληνισμού.
Κερδίζει άλλωστε εσωτερικά από μια τέτοια στάση. Τα «ατυχήματα», δηλ. συγκρούσεις από κακό υπολογισμό για το τι σχεδιάζει ο αντίπαλος, πάντα μπορούν βέβαια να συμβούν. Εδώ όμως έχουμε καταφανώς πλέον από την Άγκυρα μια ηθελημένη και πλήρως σχεδιασμένη πρόκληση ένοπλης σύγκρουσης. Γι αυτό, πράγματι, εδώ και καιρό υποστηρίζω ότι είναι επικίνδυνο να θεωρούμε αδιανόητη μια τουρκική επίθεση κατά της χώρας μας.
Πού στηρίζετε αυτή την εκτίμηση;
Βλέπω δυστυχώς παρόντα όλα τα συστατικά για ένα τέτοιο σενάριο:
α) το παραληρηματικό τουρκικό «αφήγημα δικαιολόγησης» (η Ελλάδα «επιτίθεται» ως «πιόνι» των ΗΠΑ και άλλων δυτικών κατά της Τουρκίας που «οφείλει να αμυνθεί»),
β) μια αφιονισμένη κοινή γνώμη που πιστεύει σε ασυνάρτητες «ιστορικές αδικίες» που της επιβλήθηκαν έξωθεν ως προς τα σύνορά της,
γ) η αίσθηση της Άγκυρας για στρατηγική υπεροχή της και ύπαρξη, τώρα , «παράθυρου τρωτότητας» της Ελλάδας (γιατί αργότερα οι Ένοπλες Δυνάμεις μας θα ενισχυθούν με σύγχρονα οπλικά συστήματα),
δ) η αδυναμία του Ερντογάν να ανατάξει την οικονομία της χώρας του (και άρα η ανάγκη να εκτρέψει την προσοχή σε άλλες «επιτυχίες»),
ε) τα τουρκικά συμπεράσματα από τον πόλεμο στην Ουκρανία: σύμφωνα με αυτά τελικά ο εισβολέας, παρά το υψηλό κόστος, θα έχει πιθανότατα «δικαιωθεί/νικήσει»(έστω πύρρεια) καταλαμβάνοντας περί την τριπλάσια έκταση από την προηγούμενη εισβολή του,
στ) η επικίνδυνα εδραιωμένη εκτίμηση της Άγκυρας ότι η Ελλάδα «δεν πρόκειται να πολεμήσει, εκλιπαρώντας» κάθε φορά για μεσολαβήσεις και στήριξη τρίτων,
ζ) ότι η Δύση (στην οποία «υπολογίζει» η χώρα μας για συνδρομή) θα περιοριστεί σε λεκτικές καταδίκες της τουρκικής επίθεσης γιατί δεν θα διακινδυνεύσει να χάσει την «κατά πολύ σημαντικότερη» Τουρκία.
Τέλος, πολύ σημαντικό, η) η διακαής επιθυμία του Ερντογάν για «επικαιροποίηση» και αλλαγή των συνόρων της Συνθήκης της Λωζάνης δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά με νικηφόρο πόλεμο εναντίον μας.
Γι αυτούς και αρκετούς ακόμη λόγους έχω εκτιμήσει εδώ και καιρό ότι η Τουρκία δεν μπλοφάρει, σχεδιάζει μεθοδικά και προετοιμάζει το έδαφος. Στρατιωτικά θα λάβει βέβαια αν το αποτολμήσει την δέουσα απάντηση. Προτιμότερη είναι όμως πάντα η αποτροπή της με συγκροτημένο σχέδιο πολιτικών και διπλωματικών κινήσεων. Αλλά αν συνεχίσουμε να αεροβατούμε ανέμελα με λανθασμένη ανάγνωση του περιβάλλοντός μας και με ιδέες της στιγμής -αμφιταλαντευόμενοι ανάμεσα σε αμήχανες εκκλήσεις για ψυχραιμία και αυστηρές απειλές αντιποίνων που στη συνέχεια εξαερώνονται- φέρνουμε δυστυχώς κοντύτερα τη στρατικοποίηση της αναμέτρησης που ενέχει και τους σοβαρότερους κινδύνους.
Πλέον, η ελληνική κυβέρνηση διεθνοποιεί συνεχώς την τουρκική προκλητικότητα. Τι άλλες ηχηρές διπλωματικές κινήσεις θα μπορούσε να κάνει;
Η διεθνοποίηση πρέπει να συμβαδίζει με εύστοχες προετοιμασίες επί του πεδίου αλλά, κυρίως, με την επίδειξη της δέουσας αποφασιστικότητας -κι όχι τη βολική αναβολή δια της αδράνειας- στα δύσκολα. Πρώτα-πρώτα θα έπρεπε να έχουμε καταλάβει από καιρό ότι η ενημέρωση των τρίτων δεν αρκεί. Δεν μας προβληματίζει η αφωνία ή διγλωσσία τους κάθε φορά που ενημερώνονται;
Όταν φανερά πια (και μάλιστα πανθομολογούμενα από εταίρους και συμμάχους) αντιμετωπίζουμε αμφισβήτηση της κυριαρχίας μας και απειλές πολέμου, ήρθε η στιγμή που το διεθνές περιβάλλον δικαιολογεί κινήσεις που άλλοτε ήταν ριψοκίνδυνες. Η ώρα είναι τώρα. Απαιτείται όμως «έξυπνη» αποφασιστικότητα βασισμένη σε ολοκληρωμένο και πολύπλευρο σχέδιο. Πρόχειρα αναφέρω κρίσιμες παραμέτρους ενός τέτοιου σχεδίου:
α) Τη στρατιωτική μας ενίσχυση τη χρειαζόμαστε τώρα με ό,τι υπάρχει διαθέσιμο (με άμεση μεταστάθμευση, παραχώρηση/ δάνειο, λήζινγκ κρίσιμων συστημάτων, ενίσχυση με σημαντικά για την αποτροπή πυραυλικά συστήματα κλπ) κι όχι με τελειότερα μεν όπλα αλλά το 2028.
β) Με απλές ενημερώσεις συμμάχων δεν θα πάμε πολύ μακρυά. Αν πραγματικά επιδιώκουμε αποτελεσματικότητα πρέπει να πιέσουμε αποφασιστικά και άρα να «στραμπουλήξουμε» διπλωματικά και κανένα χέρι όταν υποκρίνονται ότι δεν καταλαβαίνουν. Εννοώ ότι πχ. αν δεν απειλήσουμε με ζυγισμένα βέτο όταν η Τουρκία ξεδιάντροπα ζητάει τα Δωδεκάνησα και όλο το Αν. Αιγαίο, τότε τι το χρειαζόμαστε και για πότε το φυλάμε;
γ) Τα βέτο μας πρέπει να είναι «έξυπνα» : όχι όπως κινούμαστε ζητώντας στις Συνόδους Κορυφής λεκτική καταδίκη της Τουρκίας -γιατί το αντίστοιχο «βέτο» κάθε φιλότουρκου εταίρου ακυρώνει τη δική μας επιδίωξη αποδυναμώνοντας κάθε φορά το μήνυμα που θα έπρεπε να σταλεί. Αντίθετα πρέπει να μπλοκάρουμε κλιμακωτά κάθε ενωσιακό πρόγραμμα πολιτικής, οικονομικής ή άλλης ενίσχυσης της Άγκυρας, όπως ενδεικτικά την Τελωνειακή Ένωση, τον αναβαθμισμένο πολιτικό διάλογο ΕΕ-Τουρκίας.
δ) Στη Σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ η χώρα μας θα μπορούσε εξάλλου να ζητήσει την υπογραφή ενός Πρόσθετου Πρωτοκόλλου που θα ερμηνεύει το ά. 5 του ΝΑΤΟ ότι καλύπτει και την απευκταία περίπτωση επίθεσης κράτους-μέλους εναντίον άλλου συμμάχου -για να καταγράψουμε έστω φίλους και «φίλους».
Τέλος, ε) σε διμερές επίπεδο κάθε «εταίρος» που ενισχύει την επιθετικότητα του Ερντογάν θα πρέπει να υφίσταται συνέπειες. Οι δυο προσεχείς Σύνοδοι Κορυφής ΕΕ και ΝΑΤΟ πρέπει αυτή τη φορά να περιλάβουν πραγματικές κυρώσεις κατά της Τουρκίας, όχι ευχολόγια και «θετικές ατζέντες»… Ίσως δεν βρούμε καταλληλότερη στιγμή αν θέλουμε να προλάβουμε τη βοή των γεγονότων…
Η κυβέρνηση κάνει αυτό που πρέπει, δηλαδή ενισχύει την άμυνά της και τις διεθνείς συμμαχίες της. Θα έχει τους συμμάχους αυτούς στο πλευρό της όταν θα τους χρειαστεί;
Για να είμαστε ρεαλιστές, κανείς ξένος δεν θα μας βοηθήσει πραγματικά αν δεν έχει κάτι να κερδίσει ή να χάσει..Αυτό είναι και το κλειδί. Σημαίνει πρακτικά ότι αντί για φιέστες για κάθε εξάρτημα που προστίθεται στα Ραφάλ και τις Μπελαρά θα έπρεπε να είχαμε ήδη αποκτήσει σαφή εικόνα για τα όρια (και τους όρους) της ενδεχόμενης συνδρομής τους στα δύσκολα. Κατά συνέπεια θα είχαμε επεξεργαστεί μαζί τους στο πλαίσιο μιας συνολικής εθνικής στρατηγικής το τι ακριβώς θα προσφέρει καθένας από αυτούς ρεαλιστικά την κρίσιμη ώρα μιας τουρκικής επίθεσης (ρόλος και συμβολή καθενός, συνδρομή πχ. με μεταστάθμευση αεροσκαφών, πολεμικών πλοίων και task force αεροπλανοφόρου στο Αν.Αιγαίο κι όχι με παροδικό διάπλου του Ιονίου, με διαθέσιμα οπλικά συστήματα και ανταλλακτικά , συλλογή πληροφοριών κλπ. ).
Μήπως θα έπρεπε η κυβέρνηση να προετοιμάσει και την ελληνική κοινή γνώμη για το χειρότερο δυνατό σενάριο;
Η απότομη αύξηση της ανησυχίας οφείλεται ακριβώς στο ότι δεν υπήρξε η κατάλληλη προετοιμασία : πρώτα της ίδιας της κυβέρνησης (και του πολιτικού κόσμου) που αναλώνονται την ώρα του κινδύνου σε ανώφελες αντιπαραθέσεις περί τις διαδικασίες, αλλά και φυσικά της κοινής γνώμης. Έχοντας διαβεβαιώσει την τελευταία για ισχυρότατη αποτροπή, υπερσύγχρονους εξοπλισμούς μέχρι τα δόντια, «αυστηρά μηνύματα» στον «απομονωμένο» Ερντογάν (που όμως δεν φαίνεται κάθιδρως) και για «ακλόνητες συμμαχίες», εισπράττεται τώρα ξαφνικά ως μπούμερανγκ η ανησυχία. Απαιτείται γι αυτό μια υπεύθυνη ακροβασία ανάμεσα στην ανάγκη πλήρους ενημέρωσης σε μια δημοκρατική κοινωνία αλλά και στην ιδιαίτερη προσοχή να μην αυτοκαταστραφούν από λάθος χειρισμούς η ομαλότητα και η εθνική οικονομία.
Οι ΗΠΑ έχουν κατ’ επανάληψη επισημάνει την ανάγκη σταθερότητας στην νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύετε ότι η Τουρκία θα δοκιμάσει τα όρια συνοχής του ΝΑΤΟ;
Δεν βλέπω μεγάλες μετατοπίσεις στην αμερικανική στάση αν δεν δουλέψουμε έξυπνα προς την κατεύθυνση αυτή. Η Τουρκία εξάλλου είναι πολύ διαφορετική από εμάς και γι αυτό «διαβάζει» διαφορετικά και τα γεγονότα. Αυτή η δομική διαφορά εξηγεί άλλωστε και την κατά τα άλλα ακατανόητη ελπίδα πολλών στη χώρα μας (και έξω από αυτήν) που είδαν ακόμη και πρόσφατα μια «ευκαιρία να τα βρούμε» μαζί της -και διαψεύστηκαν γρήγορα παταγωδώς.
Ενώ εμείς λοιπόν βλέπουμε το «τέλος του αναθεωρητισμού» και ότι έτσι οι δύο νατοικοί γείτονες «έρχονται κοντά», ο Ερντογάν βλέπει να διανοίγονται νέες ευκαιρίες για το σχέδιό του για τη «Γαλάζια Πατρίδα» και την διεθνή αυτονόμησή του. Εκτιμά προφανώς ότι η Ρωσία θα επικρατήσει στρατιωτικά και θα αποδείξει πως σύνορα «ιστορικών αδικιών» μπορούν πράγματι να αλλάξουν δια της βίας -το κόστος δεν απασχολεί ιδιαίτερα τα αυταρχικά καθεστώτα. Επιπλέον θεωρεί ότι η Δύση έδειξε σαφέστατα πως δεν πρόκειται να εμπλακεί στρατιωτικά στο έδαφος απέναντι σε εισβολέα, όσο κι αν τον αποδοκιμάζει. Αλαζονικότατος εξάλλου, υπερεκτιμά τη συμβολή του ως μεσολαβητή, όπως και τη στρατηγική σημασία του οικοπέδου Τουρκία για τις ΗΠΑ.
Με λίγα λόγια η κρίση βαθαίνει εδώ και καιρό και βαδίζουμε πλην απροόπτου σε μεγάλη όξυνση, αλλά ΗΠΑ και ΝΑΤΟ λογικά δεν θα απομακρυνθούν από τις ίσες αποστάσεις που τελικά λειτουργούν υπέρ του ταραξία. Αν πάντως έχουμε κάποιες ελπίδες να εξασφαλίσουμε στήριξη, η στιγμή είναι τώρα -τώρα που η Τουρκία έχει «ξεφύγει» και επιτέλους η επιθετικότητα και ο αντιδυτικισμός της είναι ορατοί παντού.
Πηγή liberal.gr