Με τρεις αποφάσεις το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου με την διαδικασία των εργατικών διαφορών απέρριψε ισάριθμες αγωγές που άσκησαν 14 συμβασιούχοι της πρώην ΔΕΥΑ Ιαλυσού και 40 της πρώην ΔΕΥΑ Αρχαγγέλου, που παραμένουν στην εργασία τους δυνάμει προσωρινών διαταγών.
Οι υπάλληλοι εξέθεσαν ότι καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της εργασιακής τους σχέσης, παρείχαν διαρκώς και αδιαλείπτως την εργασία τους, σταθερά πέντε ημέρες την εβδομάδα, με πλήρες ωράριο, πάντοτε ακολουθώντας τις οδηγίες και τις υποδείξεις των εκάστοτε προϊσταμένων τους, ως προς τον χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο παροχής εργασίας, για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών τους, τα έτη 2004 έως και 2005.
Συνεπεία της φύσης της εργασίας τους, μετά την συμπλήρωση διετίας πλήρους και διαρκούς παροχής των εργασιών τους, η σύμβασή τους μετετράπη από ορισμένου σε αορίστου χρόνου.
Τονίζουν ότι η ΔΕΥΑ Ρόδου παρασυρόμενη από την εσφαλμένη πράξη του Ελεγκτικού Συνεδρίου, προέβη στην άμεση λύση της εργασιακής τους σχέσης.
Θυμίζουμε ότι το VII Tμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου απέρριψε την αίτησή της ΔΕΥΑ Ρόδου για την ανάκληση της υπ’ αριθμ. 177/2019 Πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών στο VII Τμήμα, με την οποία δεν θεωρήθηκαν 5 χρηματικά εντάλματα πληρωμής προς εργαζόμενους, με το αιτιολογικό ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 13 του ν. 4483/2017 όπως αντικαταστάθηκε από τότε που ίσχυσε από το άρθρο 108 του ν. 4583/2018.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο έκρινε τις αγωγές μη νόμιμες και τις απέρριψε τονίζοντας ότι απαγορεύεται η μετατροπή των εν λόγω συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, ή η μονιμοποίηση των παραπάνω προσώπων, προκειμένου να αποτραπεί αφενός η καταστρατήγηση του συνταγματικού κανόνα, που απαιτεί την πρόσληψη των υπαλλήλων στον δημόσιο τομέα είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή βάσει προκαθορισμένων και αντικειμενικών κριτηρίων, και αφετέρου η «τακτοποίηση» του προσωπικού που προσλήφθηκε με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου.
Τονίζεται ακόμα στην απόφαση πως μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη του Συντάγματος ήταν να αποτρέψει τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, όχι απλώς εκείνων των εργαζομένων που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες, αλλά ακόμη και εκείνων που πράγματι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες.
Για να αποτρέψει, λοιπόν, την διαιώνιση της πιο πάνω πρακτικής ο αναθεωρητικός νομοθέτης προσέθεσε την διάταξη του εδαφ. γ’ της παραγράφου 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία πλέον αδιακρίτως απαγορεύει την από το νόμο ακόμα μονιμοποίηση του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο προσλαμβανόμενου προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου.
Δηλαδή, η απαγόρευση αυτή περιλαμβάνει ακόμη και την περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου απασχολούνται στην πραγματικότητα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του δημόσιου τομέα, διότι, έστω και αν τούτο συμβαίνει, ο εργοδότης βάσει των πιο πάνω διατάξεων δεν έχει την ευχέρεια να προβεί στην σύναψη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου χωρίς την τήρηση της διαδικασίας και των προϋποθέσεων που θέτει ο νόμος για την πρόσληψη τακτικού προσωπικού.
Το δικαστήριο έκρινε ακόμη ότι στις συναφθείσες μετά την 17/04/2001 συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο ή σε φορείς του δημοσίου τομέα, δεν είναι πλέον δυνατή η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 1 και 3 του Ν. 2112/1920. Οποιαδήποτε άλλη αντίθετη ερμηνεία συνιστά contra legem ερμηνεία της ως άνω συνταγματικής διάταξης.
Τονίζεται εξάλλου πως η μονιμοποίηση των εναγόντων, οι αρχικές συμβάσεις των οποίων καταρτίσθηκαν, όπως ιστορείται στην υπό κρίση αγωγή, το έτος 2004 και για χρονική διάρκεια 24 μηνών, αντιστρατεύεται ευθέως τις απαγορεύσεις του άρθρου 103 του Συντάγματος και του Ν. 2190/1994, ενώ δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 11 παρ. 1 περ. α του Π.Δ. 164/2004, καθόσον η διάρκειά τους υπολειπόταν του αναγκαίου χρονικού διαστήματος των εικοσιτεσσάρων μηνών μέχρι την έναρξη ισχύος του Π.Δ. [14/07/2004].
Συνεπώς, δεν είχαν την ευχέρεια ούτε οι πρώην δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης ούτε και η ΔΕΥΑΡ, να συνάψουν με τους ενάγοντες συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, λόγω του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου, ούτε καταλείπεται πεδίο εκτίμησης στο παρόν Δικαστήριο για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των επιδίκων εργασιακών σχέσεων ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου.
Το αυτό ισχύει και για τις συμβάσεις, που συνήψαν με την εναγομένη το έτος 2017, ότε και επαναπροσλήφθηκαν.
Οι υπάλληλοι εκπροσωπήθηκαν από τους δικηγόρους κ.κ. Δήμο Μουτάφη και Παναγιώτη Δημητρόπουλο και η ΔΕΥΑ Ρόδου από τους δικηγόρους κ.κ. Ακη Δημητριάδη και Καλλιρόη Νικολιδάκη.