Σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων κατηγορούμενος για υπεξαίρεση μνημείων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας τελούμενη κατ’ επάγγελμα, αποδοχή προϊόντων εγκλήματος με αντικείμενο κινητά πράγματα (προ του 1453) ιδιαίτερα μεγάλης αξίας τελούμενη κατ’ επάγγελμα και παραβίαση υποχρέωσης δήλωσης μνημείου, παραπέμπεται με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου ένας 58χρονος κάτοικος Ρόδου.
Ο κατηγορούμενος είχε αφεθεί ελεύθερος με τους περιοριστικούς όρους της καταβολής χρηματικής εγγύησης ύψους 2.000 ευρώ, της εμφάνισής του μια φορά κάθε μήνα στο αστυνομικό τμήμα του τόπου κατοικίας του και της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα.
Είχε συλληφθεί το πρωί της 12ης Σεπτεμβρίου 2020 από ειδικό κλιμάκιο Αστυνομικών της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Ιωαννίνων σε συνεργασία με αστυνομικούς της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Ρόδου.
Οπως έγραψε η «δημοκρατική», στους αστυνομικούς περιήλθε πληροφορία, σύμφωνα με την οποία 58χρονος ημεδαπός που διαμένει στην περιοχή της Ιαλυσού, προμηθεύεται διαρκώς αρχαιότητες, με σκοπό την περαιτέρω πώληση αυτών.
Πιο συγκεκριμένα, μια άγνωστη πληροφοριοδότης ενημέρωσε το γραφείο του ερευνητή κ. Γιώργου Τσούκαλη για ύπαρξη μεγάλης ποσότητας αρχαίων αντικειμένων, τα οποία είχε στην κατοχή του επιχειρηματίας στη Ρόδο με σκοπό να τα προωθήσει παράνομα στην αγορά του εξωτερικού.
Ο ιδιωτικός ερευνητής φίλτραρε τις πληροφορίες και σε συνεργασία με την υποδιεύθυνση ασφαλείας Ιωαννίνων που ενημερώθηκε άμεσα προχώρησαν σε επαλήθευση των στοιχείων.
Η πληροφορία τον έφερε ειδικότερα να ενέχεται σε κύκλωμα διακίνησης αρχαιοτήτων, να προμηθεύεται διαρκώς αρχαία αντικείμενα και να προσπαθούσε κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα να τα πουλήσει έναντι αγνώστου χρηματικού αντιτίμου, και τα οποία εμπίπτουν στις προστατευτικές διατάξεις της νομοθεσίας περί αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Για τον λόγο αυτό, κλιμάκιο αστυνομικών από τα Ιωάννινα την 11η Σεπτεμβρίου 2020, αφίχθη στο νησί της Ρόδου, όπου κατόπιν επισταμένης αστυνομικής έρευνας, εξακριβώθηκε ο τόπος διαμονής του και τέθηκε υπό διακριτική επιτήρηση.
Περί ώρα 12:00 της 12ης Σεπτεμβρίου 2020, ο κατηγορούμενος, εξήλθε της οικίας του και ακινητοποιήθηκε από τους αστυνομικούς.
Παρουσία δικαστικού λειτουργού, σε έρευνα που διενεργήθηκε στην οικία του ανευρέθησαν και καταχέθηκαν 129 αρχαία αντικείμενα.
Σύμφωνα με γνωμάτευση αρμόδιας αρχαιολόγου της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου, εμπίπτουν στις προστατευτικές διατάξεις του νόμου για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς και ανάγονται στη Μυκηναϊκή, Κλασική, Ελληνιστική και Βυζαντινή περίοδο.
Απολογούμενος αρνήθηκε τις κατηγορίες και κατέθεσε πως τα κομμάτια που ανευρέθησαν στην οικία του προέρχονταν από διάφορους που τα εύρισκαν σε ανασκαφές που διενεργούσαν για να κτίσουν σε περιοχή της Νότιας Ρόδου και ζήτησε ορισμένα προκειμένου κάποια στιγμή να τα διακοσμήσει στην επιχείρησή του.
Επίσης, τόνισε πως δεν γνώριζε ότι έχουν κάποια αξία καθώς ήταν σπασμένα και θεώρησε πως δεν χρειαζόταν να τα δηλώσει, αφού προέρχονταν από νόμιμες εκσκαφές τις οποίες γνώριζε η Αρχαιολογία.
Ακόμη, επεσήμανε πως δεν έχει καμία σχέση με αγοραπωλησίες αρχαιοτήτων καθώς δραστηριοποιείται στο χώρο της εστίασης και ότι δεν έχει καμία γνώση από αρχαία ή από κυκλώματα διακίνησης αρχαίων.
Μάλιστα, ανέφερε πως εικάζει ότι η διαδικασία εναντίον του κινήθηκε εξαιτίας μιας παρεξήγησης που δημιουργήθηκε με μία πρώην υπάλληλό του και τον σύζυγό της που διαμένουν πλέον στα Ιωάννινα και το ζευγάρι είχε έρθει σπίτι του και είχε δει τα κομμάτια.
Ως συνήγορος υπεράσπισής του παρίσταται ο δικηγόρος κ. Ακης Δημητριάδης.