Mια εξαιρετικά ασυνήθιστη υπόθεση ακυρότητας γάμου λόγω διγαμίας απασχόλησε το Εφετείο Δωδεκανήσου, που επικύρωσε ουσιαστικά όμοια του πρωτοβάθμιου πολιτικού δικαστηρίου, που εξέτασε σχετική αγωγή του συζύγου.
Ο ενάγων συγκεκριμένα υποστήριξε ότι ο τελεσθείς στις 20 Ιουλίου 2014 μεταξύ αυτού και της εναγομένης κατά τον θρησκευτικό τύπο γάμος είναι άκυρος, διότι η τελευταία είχε τελέσει προηγουμένως άλλο γάμο, ο οποίος υφίστατο κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο τέλεσης του μεταξύ τους γάμου, εφόσον δεν είχε λυθεί αμετάκλητα.
Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά ζήτησε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα του τελεσθέντος μεταξύ αυτού και της εναγομένης γάμου.
Tο ιστορικό της υπόθεσης:
Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο, που ήταν δεύτερος και για τους δύο, σύμφωνα με τον τύπο της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας στις 20 Ιουλίου 2014, ο οποίος επαναλήφθηκε την 1η Δεκεμβρίου 2014 κατά τον πολιτικό τύπο στην Νέα Υόρκη των ΗΠΑ.
Η εκκαλούσα, προηγουμένως, ήτοι στις 5 Αυγούστου 1986 είχε τελέσει στον Πειραιά Αττικής γάμο κατά τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας, ο οποίος επαναλήφθηκε κατά τον πολιτικό τύπο, στις 2 Ιανουαρίου 1987 στη Νέα Υόρκη των ΗΠΑ.
Με απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Νέας Υόρκης των Η.Π.Α. το 2002 λύθηκε ο γάμος της εκκαλούσας με τον πρώτο σύζυγό της.
Με το από 19 Νοεμβρίου 2014 πιστοποιητικό υπογεγραμμένο από υπάλληλο του Δικαστηρίου της Κομητείας Κίνγκς της Πολιτείας Νέας Υόρκης των Η.Π.Α. βεβαιώνεται η μη άσκηση ενδίκων μέσων κατά της προαναφερόμενης απόφασης του αμερικανικού Δικαστηρίου επί δωδεκαετία.
Στο πρωτοβάθμιο προσκομίστηκαν μεταξύ άλλων απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου του 2016 στην οποία γίνεται μνεία ότι με απόφαση του 2002 λύθηκε ο μεταξύ της εκκαλούσας και του πρώην συζύγου της θρησκευτικός γάμος που τελέστηκε στον Πειραιά στις 5 Αυγούστου 1986 και ο πολιτικός που ακολούθησε στο Δημαρχείο της Νέας Υόρκης το 1987 καθώς και ότι η απόφαση αυτή, της οποίας επικυρωμένο αντίγραφο προσκομίσθηκε σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, κατέστη τελεσίδικη γεγονός που ισοδυναμεί με το απαιτούμενο από το ελληνικό δίκαιο αμετάκλητο και αποτελεί δεδικασμένο σύμφωνα με τον τόπο έκδοσης όπως προκύπτει από την από 2014 βεβαίωση της υπαλλήλου της Κομητείας του Κίνγκς και η από 2017 ληξιαρχική πράξη διαζυγίου Ληξίαρχου στην οποία γίνεται μνεία ότι ο γάμος με τον πρώτο σύζυγο έχει λυθεί με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω το 2016 αφού δέχθηκε νομίμως την λύση αυτού από το Ανώτατο Δικαστήριο της Νέας Υόρκης.
Το Εφετείο, όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο, έκριναν ότι δεδομένου όμως ότι η λύση του γάμου με την αλλοδαπή δικαστική απόφαση αφορά ζήτημα που εμπίπτει στην προσωπική κατάσταση της εκκαλούσας καθίσταται εφαρμοστέα η παρ.4 του άρθρου 905 ΚΠολΔ δηλαδή οι έννομες συνέπειες της αλλοδαπής δικαστικής απόφασης επέρχονται κατά το ελληνικό δίκαιο μετά την αναγνώριση ότι υφίσταται δεδικασμένο που απορρέει από αυτήν.
Πράγματι με από 17 Οκτωβρίου 2016 απόφαση Μονομελούς Πρωτοδικείου αναγνωρίστηκε ότι υφίσταται δεδικασμένο που απορρέει από απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Νέας Υόρκης, του 2002 δυνάμει της οποίας λύθηκε ο μεταξύ της εκκαλούσας και του πρώην συζύγου της γάμος.
Τούτο σημαίνει ότι στις 20 Ιουλίου 2014 ημερομηνία τέλεσης του θρησκευτικού γάμου των διαδίκων (δεύτερου γάμου της εκκαλούσας) η λύση του πρώτου γάμου της εκκαλούσας με την αλλοδαπή δικαστική απόφαση δεν αποτελούσε δεδικασμένο για την ελληνική έννομη τάξη.
Παρέμενε επομένως ενεργό το κώλυμα της παρ.1 του άρθρου 1354 ΚΠολΔ που εμποδίζει τη σύναψη δεύτερου γάμου πριν την αμετάκλητη λύση του πρώτου.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι δεν αποδείχθηκε η αμετάκλητη λύση του πρώτου γάμου της εκκαλούσας και αναγνώρισε την ακυρότητα του δεύτερου γάμου για τον λόγο ότι την τέλεση του τελευταίου εμπόδιζε η ύπαρξη του πρώτου γάμου, ορθά και έκρινε αν και με διαφορετική αιτιολογία.