Η κακοκαιρία Atena η οποία πλήττει από χθες πολλές περιοχές της χώρας, ενεργοποιώντας την υπηρεσία αποστολής προειδοποιητικών μηνυμάτων από το 112, σε Δυτική Ελλάδα, Μακεδονία και Θεσσαλία, έφερε ξανά τους μετεωρολόγους της χώρας αντιμέτωπους με τη σημαντική έλλειψη των μετεωρολογικών ραντάρ. Σύμφωνα με τους ίδιους, αποτελούν ένα νευραλγικό εργαλείο για την άμεση παρακολούθηση των ακραίων καιρικών φαινομένων.
«Η Ελλάδα είναι από τις λίγες ευρωπαϊκές χώρες πλέον, η οποία δεν καλύπτεται από μετεωρολογικά ραντάρ», λέει στην «Κ» ο Σταύρος Ντάφης, φυσικός-μετεωρολόγος PhD, συνεργάτης στα meteo.gr, climatebook.gr και στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, υπενθυμίζοντας την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 όταν και η χώρα μας αγόρασε επτά μετεωρολογικά ραντάρ, εκ των οποίων όμως, μόνο τα δύο δούλεψαν στην πορεία.
«Λειτούργησαν αποσπασματικά, ενώ όσα εξακολουθούν να λειτουργούν είναι κακοσυντηρημένα. Ακόμα και αυτά που θέτουμε σε λειτουργία κάποιες φορές, του Υμηττού δηλαδή και της Ανδραβίδας, δεν έχουν σωστή βαθμονόμηση και έτσι δεν δείχνουν απολύτως αξιόπιστα στοιχεία», σημειώνει.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της «Κ», τα ραντάρ που αγοράστηκαν το 2004 και τα οποία διαχειρίζεται η ΕΜΥ, δεν λειτούργησαν λόγω μιας σειράς αστοχιών στα υλικά, της έλλειψης ανταλλακτικών, της μη πλαισίωσής τους με τις κατάλληλες υποδομές. Η κατάσταση επιδεινώθηκε και εξαιτίας της αποχώρησης από την ΕΜΥ νέων Ελλήνων επιστημόνων από τον χώρο της πληροφορικής, οι οποίοι γνώριζαν πώς να τα χειριστούν. Ολα τα παραπάνω σε συνδυασμό με το ότι δεν υπήρχε πρόβλεψη για τη συντήρησή τους μετά την πενταετία, οδήγησαν στην κατάρρευση του φιλόδοξου εγχειρήματος.
Με ραντάρ Τουρκίας η κάλυψη του Αιγαίου
Το πώς κάνουν τελικά την εκτίμησή τους για τα ακραία καιρικά φαινόμενα –και ειδικά για τις έντονες βροχοπτώσεις– οι Ελληνες μετεωρολόγοι, είναι ενδεικτικό της ένδειας που υπάρχει σε σύγχρονα τεχνολογικά εργαλεία πρόγνωσης καιρού στη χώρα μας. «Το μόνο αξιόπιστο ραντάρ που βλέπουμε και εμπιστευόμαστε οι μετεωρολόγοι για να παρακολουθήσουμε τι γίνεται στο Αιγαίο είναι τα ραντάρ της Τουρκίας στη Σμύρνη και την Αλικαρνασσό και τα οποία καλύπτουν τα Δωδεκάνησα και το Ανατολικό Αιγαίο», εξηγεί ο κ. Ντάφης.
Σύμφωνα και με άλλους μετεωρολόγους με τους οποίους συνομίλησε η «Κ», τα εν λόγω ραντάρ χρησιμοποιούνται μέχρι και για την Αττική, καθώς η ακτίνα τους φτάνει τα 300 χλμ., μέχρι δηλαδή και την Ανδρο, παρέχοντας μια σχετικά ικανοποιητική εικόνα για ολόκληρο το Αιγαίο.
Οσο για τη Βόρεια Ελλάδα, Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, «οι μετεωρολόγοι παίρνουν τα δεδομένα από τα ραντάρ της Βουλγαρίας, με κάποια προβλήματα βέβαια, λόγω των ορεινών όγκων της Ροδόπης οι οποίοι παρεμβάλλονται», σημειώνει ο κ. Ντάφης.
Το «τι καιρό θα κάνει αύριο» δεν αρκεί πλέον
Ο συνεργάτης του Αστεροσκοπείου δίνει και το παράδειγμα της EUMETSAT, της Ευρωπαϊκής Ενωσης Μετεωρολογικών Υπηρεσιών, η οποία αξιοποιώντας και αναλύοντας τα δεδομένα από όλα τα μετεωρολογικά ραντάρ της Ευρώπης, καταλήγει σε μια εποπτική εικόνα της Γηραιάς Ηπείρου, ανά δέκα λεπτά. Ωστόσο, όπως προσθέτει ο κ. Ντάφης «η Ελλάδα και η Νότια Ιταλία είναι “τυφλές”. Αυτό το κομμάτι της Ευρώπης, καθημερινά, είναι άδειο».
H αναγκαιότητα του «Now Casting»
Εξηγώντας τη χρησιμότητα των μετεωρολογικών ραντάρ, ο κ. Ντάφης σημειώνει ότι «μας δίνουν μια εικόνα της κατάστασης που επικρατεί στην ατμόσφαιρα. Μπορούμε έτσι να κάνουμε μια εκτίμηση της κίνησης των ακραίων καιρικών φαινομένων, για το επόμενο μισάωρο, το πολύ μία ώρα (Now Casting). Είναι πολύ χρήσιμα και στην περίπτωση ραγδαίων βροχοπτώσεων και ισχυρών ανέμων. Ταυτόχρονα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν και στα υπόλοιπα μετεωρολογικά μοντέλα πρόγνωσης. Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία, Ισπανία το κάνουν ήδη. Η τεχνογνωσία υπάρχει. Είναι λοιπόν μια τεχνολογία που βελτιώνει αρκετά την πρόγνωση και κυρίως αυτήν την πρόγνωση που δεν ξεπερνάει τις επόμενες τρεις, μάξιμουμ έξι ώρες, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν. Αρα, βελτιώνουν μια πρόγνωση που μας είναι πια απολύτως αναγκαία, δεδομένου ότι τα ακραία καιρικά φαινόμενα πολλαπλασιάζονται διαρκώς».
O Παύλος Κόλλιας, καθηγητής Επιστημών της Ατμόσφαιρας στο κρατικό Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης Stony Brook και εμπειρογνώμονας στην τεχνολογία των ατμοσφαιρικών ραντάρ σε διεθνές επίπεδο, παρακολουθεί στενά, εδώ και χρόνια, το θέμα των μετεωρολογικών ραντάρ στη χώρα μας.
Κατά τον ίδιο, η έλλειψη του «Now Casting» στην Ελλάδα έχει ως αποτέλεσμα, «υπό τον φόβο να προκληθεί μια “νέα Μάνδρα” ή ένα “νέο Μάτι”, τη μαζική αποστολή, κάποιες φορές γενικόλογων, μηνυμάτων από το 112. Αυτή η πρακτική όμως αποπροσανατολίζει το κοινό και μειώνει την εμπιστοσύνη του απέναντι στα ζητήματα της πολιτικής προστασίας».
Ο κ. Κόλλιας δίνει και το παράδειγμα ενός γενικόλογου κατά τον ίδιο μηνύματος 112 που εστάλη την 31η Αυγούστου του 2024 και το οποίο ανέφερε πως «στην Πελοπόννησο από τις μεσημβρινές ώρες μέχρι τις πρώτες βραδινές θα εκδηλωθούν βροχές και καταιγίδες, κατά τόπους ισχυρές. Να είστε προσεκτικοί στις μετακινήσεις σας».
Mία ΕΜΥ παντός καιρού στην τσέπη μας
Οπως εξηγεί, «οι σειρήνες στα κινητά τηλέφωνα είναι πρακτική δεκαετίας 1980 για την Αμερική. Σήμερα, οι Αμερικανοί έχουν τόσα πολλά εργαλεία στα χέρια τους, στα κινητά τους, που μπορούν να κάνουν μόνοι τους την εκτίμηση για το πού θα βρίσκεται το σύστημα της βροχής σε μισή ώρα από τώρα. Ετσι, οι πολίτες γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή αν μπορούν ή όχι να πραγματοποιήσουν τις δραστηριότητές τους. Επίσης, οι τηλεοράσεις προβάλλουν σε ζωντανό χρόνο τις εικόνες που δίνουν τα ραντάρ για τη βροχή. Εχουμε πια τα εργαλεία έτσι ώστε ο τόπος και ο χρόνος πρόγνωσης ενός καιρικού φαινομένου να είναι απολύτως έγκαιρα. Δεν μας ενδιαφέρουν τα υποθετικά σενάρια».
Ανάγκη για εξειδικευμένους επιστήμονες
Κάνοντας μια αποτίμηση για το τι συνέβη με τα μετεωρολογικά ραντάρ στη χώρα μας στο παρελθόν και ποια είναι η νέα πρόκληση που αντιμετωπίζουμε ήμερα, ο κ. Κόλλιας σημειώνει πως ένα από τα λάθη το οποίο δεν θα πρέπει να επαναληφθεί, είναι το να είναι κλειστά και μη διαθέσιμα στην επιστημονική κοινότητα τα δεδομένα των ραντάρ.
Οπως σημειώνει χαρακτηριστικά: «Αν οι μετεωρολογικές υπηρεσίες στη χώρα, και μιλάω κυρίως για την ΕΜΥ, δεν ανοίξουν τις πόρτες τους στους φοιτητές, στα πανεπιστήμια και στα ερευνητικά ινστιτούτα, δεν μπορεί να υπάρξει πρόοδος. Ολοι αυτοί πρέπει να βρίσκονται σε απόλυτη συνεργασία για να αρχίσουμε κάποια στιγμή να “παράγουμε” και τους ειδικούς που “απαιτούν” εργαλεία όπως τα ραντάρ».
«Στην ουσία δεν πρόκειται για κάποια μυστική τεχνολογία ή τεχνολογία υψηλού ρίσκου. Αυτό που απαιτείται είναι το κατάλληλο, το εκπαιδευμένο προσωπικό που να ξέρει να τα λειτουργήσει» λέει ο κ. Κόλλιας και προσθέτει: «Η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού είναι ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν όλες οι χώρες του κόσμου. Ομως, στην Ελλάδα αποδείχθηκε πως το εγχείρημα του 2004 δεν είχε αποτέλεσμα. Οταν η Αργεντινή τοποθέτησε τα δικά της μετεωρολογικά ραντάρ, επένδυσε στη δημιουργία μιας εταιρείας, η οποία θα υποστήριζε και τα μηχανολογικά και τα τεχνολογικά κομμάτια των ραντάρ, ενώ παρείχε και το προσωπικό που θα τα λειτουργούσε. Αν δεν υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι στην ΕΜΥ, θα μπορούσε η υπηρεσία να συνεργαστεί έμμεσα ή έστω με μακροχρόνια συμφωνία, είτε με τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ινστιτούτα είτε με μια εταιρεία data service. Σε κάθε περίπτωση, χωρίς τα παραπάνω, το εγχείρημα δεν θα προχωρήσει».
Δύο νέοι διαγωνισμοί για την προμήθεια ραντάρ και αναβάθμιση του 112
Πάντως, τον τελευταίο καιρό, η έλλειψη των ραντάρ έχει μπει ξανά στο τραπέζι της συζήτησης των ειδικών αλλά και όσων ασχολούνται με το κομμάτι της Πολιτικής Προστασίας. Και αυτό, γιατί τον περασμένο Απρίλιο, η Κοινωνία της Πληροφορίας (ΚτΠ) προκήρυξε δύο νέους διαγωνισμούς, έναν για την προμήθεια επτά σύγχρονων μετεωρολογικών ραντάρ και άλλον έναν για τον εκσυγχρονισμό του 112, συνολικού προϋπολογισμού 94,388 εκατ. ευρώ.
Υπουργείο ευθύνης είναι το Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας. Το έργο χρηματοδοτείται από το Εθνικό Πρόγραμμα Πολιτικής Προστασίας «ΑΙΓΙΣ» και το Ταμείο Ανάκαμψης.
Να σημειωθεί πως η αναβάθμιση του συστήματος 112 έτσι ώστε να γίνει η υπηρεσία πιο εξειδικευμένη και στοχευμένη περιλαμβάνεται επίσης στο πρόγραμμα «ΑΙΓΙΣ» (σ.σ. λογισμικό Διαχείρισης Κλήσεων 112 Επόμενης Γενιάς, από τηλεφωνικό κέντρο, από λογισμικό Γεωγραφικού Συστήματος Πληροφοριών και από γεωγραφικά δεδομένα, με προϋπολογισμό 21.744.925 ευρώ).
Τα νέα σύγχρονα συστήματα ραντάρ θα είναι μεσαίας και μεγάλης εμβέλειας και προορίζονται τόσο για την αντικατάσταση του υφιστάμενου απαρχαιωμένου εξοπλισμού, όσο και για την επέκταση του εθνικού δικτύου σταθμών μετεωρολογικών ραντάρ στοχεύοντας στη βελτίωση της γεωγραφικής κάλυψης του δικτύου.
Επιπλέον, θα αναπτυχθεί υποδομή συστήματος «Now Casting, μέσω της οποίας θα δημιουργούνται αναλυτικοί χάρτες επικινδυνότητας με χρωματική κωδικοποίηση και θα εκδίδονται τυποποιημένες προγνώσεις υψηλής χωρο–χρονικής ακρίβειας με έμφαση στα έντονα καιρικά φαινόμενα.
Ανοιξαν οι ουρανοί χθες, ελλείψεις σε μετεωρολογικά ραντάρ
Στο ίδιο πρόγραμμα έχει ενταχθεί, μεταξύ άλλων, και η ανάπτυξη μετεωρολογικών σταθμών για την έγκαιρη προειδοποίηση φυσικών καταστροφών, προϋπολογισμού 6.200.000 ευρώ.
Οσο για τη λειτουργία των νέων ραντάρ, σύμφωνα με τον κ. Κόλλια, απαιτείται προσωπικό τουλάχιστον 50 ατόμων, απαρτιζόμενο από επιστήμονες πολλών ειδικοτήτων. Χειριστές, τεχνικοί και εξειδικευμένοι υπάλληλοι θα επεξεργάζονται τα δεδομένα και θα ετοιμάζουν το τελικό προϊόν για τους μετεωρολόγους αλλά και για τη διανομή των δεδομένων μέσω των social media στο ευρύ κοινό.
Ο διευθυντής της ΕΜΥ, Θοδωρής Κολυδάς, σημείωσε από την πλευρά του ότι «τα νέα σύγχρονα συστήματα ραντάρ τα οποία έχει ανακοινωθεί ότι θα αποκτήσουμε, είναι μια προσθήκη πολύ σημαντική και απαραίτητη για αυτό που ονομάζεται “Now Casting”, υπηρεσία που γίνεται ολοένα και πιο νευραλγική στις μέρες μας. Αυτό που πρέπει να συμβεί όμως αυτή τη φορά είναι η Πολιτεία να προνοήσει ώστε να υπάρχει το δυναμικό των ανθρώπων που θα τα “τρέξει”, κάτι που όπως φάνηκε και από τις προηγούμενες προσπάθειες δεν ήταν καθόλου αυτονόητο. Σημειώνω, πως βάσει πρόσφατης νομοθετικής ρύθμισης η Γενική Γραμματεία Υδάτων πρέπει να υπάγεται πια στο υπουργείο Κλιματικής κρίσης και Πολιτικής Προστασίας και όχι στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κάτι που δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Το προσωπικό αυτής της γραμματείας μπορεί να βοηθήσει σημαντικά όχι μόνο στη σωστή αξιοποίηση των ραντάρ αλλά και στον σχεδιασμό της απαραίτητης πια αντιμετώπισης των πλημμυρικών φαινομένων».
Πηγή: kathimerini.gr