Πολιτιστικά

O κεραμικός ΙΚΑΡΟΣ στο Καστέλο της Ρόδου

Η εταιρία, που ιδρύθηκε από τους Ιταλούς και συνέχισε τη λειτουργία της και μετά την ενσωμάτωση στην Ελλάδα, αποτέλεσε σημείο αναφοράς στη συνείδηση των κατοίκων της Δωδεκανήσου

Από την
Αθηνά Σχινά*

Mετά την εξαιρετική επιτυχία που είχε η έκθεση των περιώνυμων κεραμικών της εταιρίας ΙCARO στο Μουσείο Μπενάκη, αυτή συνεχίζεται, 90 χρόνια μετά την ίδρυσή της, στον τόπο όπου αρχικά διαμορφώθηκε, στη Ρόδο δηλαδή, μια και με αυτήν την ονομασία αναφέρεται συχνά, έχοντας γίνει ευρύτερα γνωστή και ως ροδιακή αγγειοπλαστική. Τι είναι ωστόσο αυτό που έκανε και συνεχίζει να κάνει τη συγκεκριμένη κεραμική τόσο γοητευτική και περιζήτητη, στους επαΐοντες τουλάχιστον, μολονότι το κράτος ως σήμερα δεν είχε επιδείξει καμιά συντονισμένη και σοβαρή προσπάθεια ή διάθεση για οργάνωση και ανάθεση έρευνας, μελέτης και ταξινόμησης, διάσωσης και ανάδειξης αυτού του μοναδικά πολύτιμου υλικού; Είναι ίσως οι ευφάνταστες κεραμικές φόρμες με τη σπάνια λευκή και εφυαλωμένη πορσελάνη, στις επιφάνειες της οποίας απλώνονταν αραβουργήματα και μοτίβα, συνδυασμένα με πλεούμενα ιστιοφόρα κι άλλοτε πάλι με κάθε λογής δέντρα, άνθη και καρπούς, κυρίως με κυπαρίσσια, ροδανθούς, λογχοειδή φυλλώματα και τουλίπες ή γαρίφαλα, που παρέπεμπαν σε ταξίδια μακρινά, σε τόπους εξωτικούς, μυστικούς και παραμυθένιους.

Θεωρώ ότι δεν θα ήταν περιττή μια αναφορά έστω στην ιστορία καταρχάς του κεραμικού ΙΚΑΡΟΥ. Η εταιρία αυτή, γραμμένη αρχικά τουλάχιστον -και μέχρι το 1946- με λατινικά στοιχεία και με την επωνυμία ICARO, ιδρύθηκε από τους Ιταλούς στις 19 Δεκεμβρίου 1928, στο πλαίσιο ενός φιλόδοξου σχεδίου για την εκβιομηχάνιση και την ανάπτυξη της Δωδεκανήσου. Σκοπός της ήταν η κατασκευή καλλιτεχνικών κεραμικών και συγκεκριμένα αντιγράφων των περιζήτητων κεραμικών Ιζνίκ, τα οποία υπήρχαν σε μεγάλες ποσότητες στα αρχοντικά της Λίνδου, σε βαθμό που ως τις αρχές του 20ού αιώνα να θεωρούνται προϊόντα της ροδιακής κεραμικής τέχνης.

Η παραγωγή κεραμικών της εταιρίας ICARO (Industria Ceramiche Artistiche Rodio Orientali, δηλαδή Βιομηχανία Καλλιτεχνικών Κεραμικών Ροδιοανατολικής Τέχνης) περιελάμβανε μεγάλη ποικιλία αντικειμένων, όπως διακοσμητικά ή επιτοίχια πιάτα, ανθοδοχεία, κανάτια, σερβίτσια, συνθέσεις με πλακάκια, αγαλματίδια, αλλά και ανθρώπινες ή ζωόμορφες φιγούρες. Τα σχέδια ένωναν φαντασία και καθημερινότητα, νοσταλγία και πραγματικότητα, βιώματα κι όνειρα, ουτοπίες και παραδείσιους πόθους, επιθυμίες και ταξίδια, όπως παριστάνονταν μέσα από ισλαμικά φυτικά μοτίβα, μπουκέτα με λουλούδια, απεικονίσεις επίσης ζώων και πουλιών, μέχρι και μυθολογικά φανταστικά όντα, όπως Σφίγγες και Σειρήνες, άλλοτε πάλι αρχαίες τριήρεις μέχρι και νεότερα τρικάταρτα πλεούμενα.

Η εταιρία ICARO άκμασε κατά τη δεκαετία 1930-1940 και κατόρθωσε να επιβιώσει, παρά τις ευνόητες δυσχέρειες, την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Με την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα (1948) και την αποχώρηση των Ιταλών, η εταιρία πουλήθηκε στον Ρόδιο επιχειρηματία Κωνσταντίνο Δ. Χατζηκωσταντή. Ο νέος ιδιοκτήτης εκμεταλλεύτηκε την αύξηση του τουρισμού και την ανάπτυξη του νησιού δημιουργώντας, υπό την επωνυμία ΙΚΑΡΟΣ, το δεύτερο μεγαλύτερο εργοστάσιο κεραμικών στην Ελλάδα, μετά τον Κεραμεικό στην Αθήνα. Στα 40 χρόνια της ελληνικής περιόδου που λειτούργησε το εργοστάσιο (1948-1988), περίπου 400-500 Ρόδιοι, κυρίως νέα παιδιά, δούλεψαν στο σχέδιο, στο χρώμα ή σε κάποια άλλη φάση της παραγωγικής διαδικασίας. Συν τω χρόνω, η παραγωγή καλλιτεχνικών κεραμικών έγινε μία από τις βασικές δραστηριότητες στο νησί. Ο ΙΚΑΡΟΣ αποτέλεσε σημείο αναφοράς στη συνείδηση των κατοίκων της Δωδεκανήσου, ενώ το εργοστάσιο λειτούργησε κανονικά κι απρόσκοπτα ως το τέλος της ζωής του Χατζηκωσταντή, το 1987, οπότε η εταιρία αναγκάστηκε να διακόψει οριστικά τη  λειτουργία της (1988).

Η βιομηχανία καλλιτεχνικών κεραμικών ΙΚΑΡΟΣ αποτέλεσε έναν σημαντικό πυλώνα για την οικονομία της Ρόδου, τόσο κατά την περίοδο της ιταλικής κατοχής όσο και μετά την ενσωμάτωση του νησιού στην Ελλάδα. Παρέμεινε σε συνεχή λειτουργία για σχεδόν 60 έτη, παράγοντας τεράστια ποικιλία κεραμικών προϊόντων, όπως διακοσμητικά πιάτα, βάζα, κανάτια, σερβίτσια, αγαλματίδια, γυναικείες φιγούρες με παραδοσιακές φορεσιές, ζωόμορφα μπιμπελό κ.ά. Συνδέθηκε στενά με την τοπική κοινωνία, μέσω της απορρόφησης σημαντικού εργατικού δυναμικού, αλλά και μέσω της παραγωγής προϊόντων, τα οποία διαμόρφωσαν χαρακτηριστικά δείγματα της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα.

Η έκθεση «ICARO – ΙΚΑΡΟΣ», που παρουσιάζεται στο Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, περιλαμβάνει κεραμικά και αδημοσίευτο αρχειακό υλικό, το οποίο διατρέχει όλη την περίοδο λειτουργίας του εργοστασίου. Αποτελεί την πρώτη ουσιαστική προσπάθεια να αναδειχθεί η συνολική ιστορία του ΙΚΑΡΟΥ, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη Ρόδο.

Στην παρουσίαση της έκθεσης αυτής στη Ρόδο υπάρχουν κεραμικά από τη συλλογή του Μουσείου Μπενάκη, από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου και από ιδιωτικές συλλογές. Ιδιαίτερης σημασίας είναι τα αντικείμενα που προέρχονται από το Μουσείο Νεοελληνικής Τέχνης του Δήμου Ρόδου και αφορούν την περίφημη Συλλογή Παναγιώτη Ιωαννίδη, μία από τις τρεις διάσημες συλλογές κεραμικών Ιζνίκ της Ρόδου, η οποία είχε αγοραστεί το 1973 από τον Δήμο Ροδίων. Παρουσιάζεται εδώ για πρώτη φορά μετά το 1988, όταν, κατά τη Διάσκεψη Κορυφής των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέρος αυτής εκτέθηκε στον προμαχώνα Καρέτο.

Οφείλει κανείς εδώ να κάνει ιδιαίτερη μνεία και παράλληλα να συγχαρεί τον συλλέκτη και ερευνητή Γιάννο Ιωαννίδη, χάρη στον οποίο συγκεντρώθηκε, ταξινομήθηκε και μελετήθηκε ένα σπάνιο και πολυσχιδές υλικό, αποτελούμενο από 400 και πλέον κεραμικά όλων των ειδών και σχεδίων κάθε χρονικής περιόδου, κατά την οποία λειτουργούσε και παρήγαγε η εταιρία «ICARO – ΙΚΑΡΟΣ». Επιπλέον, χάρη στις άοκνες προσπάθειές του, μπορεί κανείς να έρθει σε επαφή με ένα σπουδαίο και αδημοσίευτο αρχειακό και φωτογραφικό υλικό, όπως και μια μεγάλη σε όγκο και ποικιλία αρθρογραφία από, σχετικές με το θέμα, ελληνικές και ξενόγλωσσες εφημερίδες και περιοδικά, με επιπρόσθετες 25 και πλέον συνεντεύξεις από εργαζομένους του εργοστασίου. Ο ίδιος απέκτησε, καθώς λέει στον πρόλογο του βιβλίου του, το πρώτο του κεραμικό βάζο από τον ΙΚΑΡΟ το 1987, στα 15 του χρόνια, λίγο προτού κλείσει το εργοστάσιο (1988).

Ο Γιάννος Ιωαννίδης λέει: «Μέσα από την αγάπη μου για παλιά ταξιδιωτικά βιβλία, χάρτες, κεραμικά, ξυλόγλυπτα και γυάλινα αντικείμενα, μπακιρένια σκεύη και άλλα είδη της λεγόμενης λαϊκής τέχνης από την Ελλάδα, την Τουρκία και τον ευρύτερο βαλκανικό χώρο, αναπτύχθηκε μια συλλεκτική συνείδηση, που καλλιεργήθηκε στη συνέχεια μέσω της μελέτης, της έρευνας και της συναναστροφής με άλλους συλλέκτες και φίλους που μοιραζόμαστε τα ίδια ενδιαφέροντα».

Και διερωτώμαι εγώ τώρα, αφ’ ης στιγμής δεν υπάρχει ανάλογη μέριμνα από την πλευρά της Πολιτείας, μήπως θα έπρεπε να το είχε ήδη πράξει η Ακαδημία ή άλλος φορέας ανάλογου ή μεγαλύτερου κύρους, να επιβραβεύει τέτοιου τύπου προσπάθειες και ουσιαστικές ως προς την επιστήμη και την τέχνη, συνεισφορές; Πώς περιμένουμε κατόπιν να γίνει υπόδειγμα ένας τέτοιος άνθρωπος για τους άλλους συλλέκτες ή κι ερευνητές, όταν το κράτος δεν επαρκεί ή δεν μπορεί να πραγματοποιήσει τέτοιου τύπου κι εμβέλειας έργο; Ας έχει το σθένος να το αναγνωρίσει τουλάχιστον. Αν μη τι άλλο, έχει ηθικό χρέος να το πράξει, αν ακόμη αυτή η λέξη και κυρίως η έννοια δεν έχει εξαλειφθεί μέσα από τους ποικίλους παραγοντισμούς που αισθανόμαστε, μέρα με την ημέρα, σαν τη Λερναία Ύδρα να μας πνίγουν.

*Ιστορικός της Τέχνης & της Θεωρίας του Πολιτισμού

Πρόεδρος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Μουσείου Νεοελληνικής Τέχνης

του Δήμου Ρόδου

Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα των Αθηνών «κυριακάτικη δημοκρατία» στις

17-9-2018

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου