Αθώος κρίθηκε χθες από το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου ένας κάτοικος της Κω, που είχε καταδικαστεί πρωτοδίκως σε ποινή κάθειρξης 6 ετών και χρηματική ποινή 5.000 ευρώ για εξακολουθητική τοκογλυφία.
Το πρωτόδικο δικαστήριο είχε κρίνει αθώα στην ίδια υπόθεση την συγκατηγορούμενη, σύζυγό του.
Ο κατηγορούμενος, συνταξιούχος οικοδόμος, στην Κάλυμνο, δάνεισε έναν έμπορο έτοιμων ενδυμάτων και υποδημάτων, που έχει πλέον αποβιώσει, πατέρα των μαρτύρων κατηγορίας 3.000.000 δρχ, λαμβάνοντας τρεις μεταχρονολογημένες επιταγές της Ιονικής Τράπεζας με ημερομηνίες εκδόσεως την 3η Ιανουαρίου 2000, την 30ή Φεβρουαρίου 2000 και την 30ή Απριλίου 2000 αντίστοιχα ποσού 7.200.000 δρχ η πρώτη, 6.250.000 δρχ η δεύτερη και 4.700.000 δρχ η τρίτη, δηλαδή συνολικά ποσού 18.150.000 δρχ.
Οι επιταγές φέρονται να ενσωμάτωναν τόκους 11.588.308 δρχ αντί των νομίμων 4.591.065 δρχ.
Τον μήνα Φεβρουάριο του 2000 ο έμπορος χωρίς να εξοφλήσει τις ανωτέρω επιταγές εφέρετο να εξέδωσε 7 νέες μεταχρονολογημένες της ΕΤΕ με ημερομηνίες εκδόσεως την 30ή Οκτωβρίου 2000, την 30ή Νοεμβρίου 2000, την 30ή Δεκεμβρίου 2000, την 30ή Ιανουαρίου 2001, την 28η Φεβρουαρίου 2001, την 30ή Μαρτίου 2001 και την 30ή Απριλίου 2001, ποσού 2.350.000 δρχ η πρώτη, 2.000.000 δρχ η δεύτερη, 10.000.000 δρχ η τρίτη, 12.000.000 δρχ η τέταρτη, 2.000.000 δρχ η πέμπτη, 2.250.000 δρχ η έκτη και 3.200.000 δρχ η έβδομη, ήτοι συνολικά ποσού 33.800.000 δρχ.
Οι επιταγές αυτές, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ενσωμάτωναν τόκους 23.050.000 δρχ αντί των νομίμων 9.588.818 δρχ. Παράλληλα, εφέρετο να κράτησε και δύο μεταχρονολογημένες επιταγές συνολικού ποσού 11.050.000 δρχ.
Μετά το θάνατο του εμπόρου, ο κατηγορούμενος, στις 6 Απριλίου 2000, κατηγορήθηκε ότι ζήτησε από τον γιό του την εξόφληση των δύο αυτών επιταγών απειλώντας ότι θα προχωρούσε στη σφράγισή τους. Εφέρετο να έλαβε απ’ αυτόν συνολικά 23.400.000 δρχ για εξόφληση κεφαλαίου 11.000.000 δρχ.
Στα αντίγραφα του σώματος των επιταγών, που προσκομίστηκαν, αναγράφεται ως τόπος έκδοσης η Κάλυμνος. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος εφέρετο μαζί με τη σύζυγό του να κατέθεσαν στις 9 Μαρτίου 2007, επ’ ονόματι της τελευταίας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αίτηση για εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε βάρος της ακίνητης περιουσίας των παιδιών του αποθανόντος εμπόρου.
Στην αίτηση αυτή αναφέρονταν ότι κατά το χρονικό διάστημα 1994 έως και 1999 με βάση προφορικές δανειακές συμβάσεις μεταξύ της ίδιας και του εμπόρου παρέδωσε και μεταβίβασε σ’ αυτόν 27.000.000 δρχ ενώ κατόπιν νεότερης συμφωνίας, αποφασίστηκε να της αποδώσει και να καταβάλει αυτός το υπόλοιπο της οφειλής εκ του προαναφερόμενου δανείου, συνολικού ποσού (κεφαλαίου) 25.200.000 δρχ σε τρείς δόσεις.
Επεδίωξε την εγγραφή προσημείωσης σε δύο ακίνητα ιδιοκτησίας των παιδιών του εμπόρου μέχρι του ποσού των 70.000 ευρώ.
Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι δάνειζε τον έμπορο με ετήσιο επιτόκιο 20% εξαιτίας των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε.
Από την ακροαματική διαδικασία προέκυψε ωστόσο ότι οι τόκοι που είχε εισπράξει ήταν εντός των ορίων των δικαιοπρακτικών τόκων, που ίσχυαν την επίμαχη περίοδο των δανείων και ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν είχε λάβει υπόψιν του στοιχεία από μεταξύ των δύο μερών συναλλαγές από άλλους δανεισμούς, που δεν είχαν προσβληθεί.
Ο κατηγορούμενος μάλιστα κατ’ επανάληψη τόνισε ότι είχε βοηθήσει τον εκλιπόντα και ότι είχαν καλές σχέσεις και εκτίμησε ότι η μήνυση σε βάρος του αποτελούσε ένα τέχνασμα προκειμένου οι οικείοι του, μετά το θάνατό του, να μην του καταβάλουν τα οφειλόμενα.