Το καινούργιο βιβλίο του Τζέφρεϊ Ρόμπερτσον με τίτλο «Σε ποιον ανήκει η Ιστορία; Τα λάφυρα του Ελγιν και η επιστροφή των κλεμμένων θησαυρών» μόλις κυκλοφόρησε. Πρόκειται για αποτέλεσμα πολυετούς έρευνας του κορυφαίου δικηγόρου, γνωστού σε εμάς από το ταξίδι του στην Αθήνα το 2014 με την Αμάλ Κλούνεϊ και τον Νόρμαν Πάλμερ. Η «Κ» μίλησε με τον κ. Ρόμπερτσον και παρουσιάζει το βιβλίο, το οποίο ξεκινάει με ανέκδοτες ιστορίες από εκείνο το «συναισθηματικά φορτισμένο ταξίδι». Αναλύοντας στη συνέχεια τα ευρήματα της έρευνάς του, καταλήγει στο συμπέρασμα πως τα Γλυπτά πρέπει και μπορούν να επιστραφούν στην Ελλάδα.
Η εμπλοκή του ιδίου με το θέμα ξεκίνησε το 2011, όταν ο τότε υφυπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος, Δημήτρης Δόλλης τον συνάντησε στο δικηγορικό του γραφείο στο Λονδίνο με ένα ερώτημα που ποτέ δεν τον είχε απασχολήσει: «Θα μπορούσε το Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να βοηθήσει ώστε να επιστραφούν τα Γλυπτά του Παρθενώνα;». Του κίνησε αμέσως το ενδιαφέρον. Επικοινώνησε με τον Νόρμαν Πάλμερ, με τον οποίο είχαν συνεργαστεί με επιτυχία σε μια δύσκολη υπόθεση επαναπατρισμού στην Αυστραλία από το Mουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου και μαζί με την Αμάλ Κλούνεϊ ξεκίνησαν να συζητούν τις νομικές επιλογές που θα είχε η Ελλάδα στην περίπτωση που αποφάσιζαν να διεκδικήσουν δικαστικά τα Γλυπτά.
«Ο Παπανδρέου ήταν αποφασισμένος να το προχωρήσει αλλά λίγους μήνες αργότερα έπεσε η κυβέρνηση του (…) Παρ’ όλα αυτά και ο επόμενος πρωθυπουργός ενδιαφέρθηκε να μας ακούσει», γράφει. «Ο Σαμαράς είναι από εκείνους τους πολιτικούς αρχηγούς που μπορεί να συζητούσε τις λεπτομέρειες μιας δικαστικής διεκδίκησης για τα Γλυπτά και το επόμενο λεπτό να παρακαλούσε το ΔΝΤ για χορήγηση δανείων για να γλιτώσει η χώρα από τη χρεοκοπία». Η κυβέρνηση εξασφάλισε τότε την αμοιβή τους από έναν Ελληνα ευπατρίδη εφοπλιστή και οι τρεις δικηγόροι έπιασαν δουλειά.
Ο κ. Ρόμπερτσον είχε αναλάβει να εξετάσει το ιστορικό σκέλος: Τη νομιμότητα της «κίνησης» του Ελγιν αλλά και το νομικό καθεστώς που διέπει το Βρετανικό Μουσείο. «Μελέτησα προσεκτικά όλα τα στοιχεία (…) Είναι ξεκάθαρο πως η αφαίρεση των Γλυπτών ήταν αντίθετη με την άδεια που είχε λάβει ο Ελγιν (…) αλλά και πως είχε πει ψέματα στο βρετανικό Κοινοβούλιο ισχυριζόμενος πως τα είχε σώσει από τους Τούρκους». Με συγκεκριμένες αναφορές σε ντοκουμέντα καταρρίπτει τόσο τους ισχυρισμούς του Ελγιν όσο και του Βρετανικού Μουσείου το οποίο κατηγορεί για «μία σειρά από προσεκτικά κατασκευασμένα ψέματα και μισές αλήθειες».
Η Αμάλ Κλούνεϊ είχε αναλάβει να ξεψαχνίσει όλες τις ελληνικές προσπάθειες διεκδίκησης από το 1833 μέχρι σήμερα και ιδιαιτέρως τις άγνωστες λεπτομέρειες μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου επί Θάτσερ, κατά την οποία η βρετανική κυβέρνηση παραδέχθηκε (ποτέ βέβαια δημόσια) πως τα Γλυπτά ανήκαν στην Ελλάδα και πως θα έπρεπε να επιστραφούν ως «ευχαριστώ» για τη συμβολή της χώρας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η επιστροφή τους, σύμφωνα με τον Ρόμπερτσον, ήταν τότε θέμα χρόνου, αλλά η Θάτσερ τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη.
Κατάρριψη επιχειρημάτων
Ο τρίτος δικηγόρος της ομάδας, Νόρμαν Πάλμερ, μελέτησε νομολογίες διαφορετικών κρατών για να βρει προηγούμενες επιτυχημένες υποθέσεις επαναπατρισμών. Επίσης βρήκαν –και αναφέρονται στο βιβλίο με λεπτομέρειες– περιπτώσεις όπου υπήρξε κάποια νομοθετική τροπολογία ώστε να επαναπατριστούν κάποια αντικείμενα από βρετανικά μουσεία (κυρίως στην Αυστραλία ή σε Εβραίους), καταρρίπτοντας έτσι ένα ακόμα βασικό επιχείρημα του Βρετανικού Μουσείου πως το αυστηρό νομικό πλαίσιο δεν τους επιτρέπει καμία κίνηση.
Οπως αφηγείται, επισκέφθηκαν πολλές φορές κρυφά το Βρετανικό Μουσείο. «Αν και με την Αμάλ ήταν πλέον δύσκολο να κάνουμε οτιδήποτε χωρίς να μας ακολουθούν θαυμαστές της ζητώντας μια σέλφι», σημειώνει. Συναντήθηκαν και με τον διευθυντή του μουσείου, αλλά είδαν πως δεν υπήρχε κανένα περιθώριο ουσιαστικής συζήτησης: «Εχει παθιασμένη επιμονή στη θέση του», γράφει. Αλλά και ο ίδιος ο Ρόμπερτσον, όσο δούλευε στην υπόθεση, πίστευε όλο και περισσότερο πως μια δικαστική διεκδίκηση είναι η μόνη λύση που μπορεί να ταρακουνήσει τους Βρετανούς και να γυρίσουν πίσω τα Γλυπτά.
Εν τω μεταξύ, πίσω στην Ελλάδα η κυβέρνηση είχε πάλι αλλάξει. «Ενας περίεργος δημοσιογράφος είχε αναλάβει υπουργός Πολιτισμού και προφανώς θέλοντας να δει το όνομά του στον διεθνή Τύπο ανακοίνωσε τον Μάρτιο πως απορρίπτει την πρότασή μας. Μια μικρή λεπτομέρεια; Δεν την είχαμε ακόμα ολοκληρώσει», σημειώνει. Γράφει πως τότε, στελέχη του υπουργείου Πολιτισμού είχαν επικοινωνήσει μαζί του ζητώντας συγγνώμη για τον άστοχο επικοινωνιακό χειρισμό του υπουργού τους, αλλά πως παρ’ όλα αυτά όταν τελικά τους έστειλε την πρόταση των 600 σελίδων, δεν έλαβε καν μια επιβεβαίωση παραλαβής. «Εχασα το ενδιαφέρον μου. Οι απαράδεκτοι της κυβέρνησης Τσίπρα δεν θα έπαιρναν πίσω τους αρχαίους θεούς τους», γράφει.
Μιλώντας στην «Κ», ο κ. Ρόμπερτσον επιμένει στη συγκεκριμένη νομική οδό που προτείνει στο βιβλίο του.
Το Brexit και ο «πράκτορας»
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων του Βrexit το θέμα τον απασχόλησε ξανά. «Η συνθήκη της Ε.Ε. προτάσσει πως σε μια τέτοια διαπραγμάτευση πέρα από τα οικονομικά ζητήματα πρέπει να μπουν και θέματα πολιτισμού», τονίζει. «Δυστυχώς, τα θέματα πολιτισμού αγνοήθηκαν πλήρως από τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών». Στις θετικές εξελίξεις των τελευταίων ετών βάζει τις δηλώσεις του Μακρόν που δεσμεύθηκε, ένα μεγάλο μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς αφρικανικών χωρών που βρίσκονται στη Γαλλία να επιστραφούν.
Γράφει, επίσης, πως πέρα από την καθαρά νομική έρευνα έχει μάθει πολλά μιλώντας με ειδικούς επί του θέματος αλλά και με έναν άνθρωπο-κλειδί μέσα από το Βρετανικό Μουσείο στον οποίο αναφέρεται ως «κατάσκοπο». Κατά μια διαβολική σύμπτωση, ο ίδιος ζει απέναντι από το μουσείο και ένα από τα πράγματα που τον έχουν ενοχλήσει είναι πως επιτρέπουν σε κάποιους να κάνουν τις λεγόμενες «ξεναγήσεις στα κλεμμένα». Οι επισκέπτες περνάνε και από το σκοτεινό δωμάτιο όπου εκτίθενται τα Γλυπτά. «Θα ήταν ένδειξη μεγαλοσύνης εάν το μουσείο “ξέπλενε τα χέρια του από το αίμα” και επέστρεφε τη λεία του Ελγιν» γράφει και τονίζει σε άλλο σημείο πως «το να συζητάμε για δανεισμό κλεμμένης κληρονομιάς –ακόμα και μακροπρόθεσμα– είναι προσβολή μετα-αποικιοκρατικού τύπου».
Αναγνωρίζει βέβαια πως η επιστροφή των Γλυπτών πράγματι θα ενθαρρύνει και άλλες χώρες να διεκδικήσουν δικά τους αντικείμενα από μουσεία όλου του κόσμου (επίσης επιχείρημα του Βρετανικού Μουσείου πως «θα αδειάσει»). Θεωρεί, όμως, πως η περίπτωση των Γλυπτών είναι τόσο ιδιαίτερη και μοναδική που στην πραγματικότητα δεν θα δημιουργήσει νομικό προηγούμενο. Στο βιβλίο του επιμένει στην επιστροφή των πολιτιστικών αγαθών με βάση τις αρχές του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Νιώθει σίγουρος πως ένα διεθνές δικαστήριο (συγκεκριμένα αυτό της Χάγης), άπαξ και δει όλα τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί, δεν μπορεί παρά να πάρει τη σωστή απόφαση: «Δεν μπορούμε να διορθώσουμε τα λάθη του παρελθόντος. Αλλά ούτε μπορούμε, απροκάλυπτα, να συνεχίσουμε να επωφελούμαστε από αυτά», καταλήγει.
O κ. Ρόμπερτσον, μιλώντας στην «Κ», αποκάλυψε πως έχει ήδη στείλει στον Κυριάκο Μητσοτάκη ένα βιβλίο με αφιέρωση πως ελπίζει «τα Γλυπτά να επιστραφούν κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του». Ο ίδιος θα έρθει τέλη Ιανουαρίου στο Μουσείο της Ακρόπολης για μια διάλεξη και ελπίζει πως τότε θα τον συναντήσει για να συζητήσουν. Επιμένει στη συγκεκριμένη νομική οδό που προτείνει στο βιβλίο του, αν και όπως αποκαλύπτει, υπάρχει και ένας άλλος… πιο σύντομος τρόπος: «Να εκλεγεί σε λίγες εβδομάδες ο Τζέρεμι Κόρμπιν, που έχει δηλώσει πως εάν γινόταν πρωθυπουργός θα σας επέστρεφε τα Γλυπτά. Οπότε πείτε σε όποιον ξέρετε στην Αγγλία να τον ψηφίσει», καταλήγει μεταξύ σοβαρού και αστείου.