Το ΔΝΤ ζητά σχέδιο έκτακτης ανάγκης για τις αποφάσεις του ΣτΕ, κόψιμο αφορολόγητου ορίου ώστε να γίνει εφικτή η μείωση της άμεσης φορολογίας και «επαναπροσέγγιση» των συλλογικών διαπραγματεύσεων. «Καμπανάκι» και για τις προεκλογικές παροχές.
Εάν οι εκτιμήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι ακριβείς και οι αυξανόμενοι ενδογενείς και εξωγενείς κίνδυνοι επιβεβαιωθούν, η ελληνική οικονομία απειλείται, τα επόμενα χρόνια, με είσοδο σε ναρκοπέδιο.
Το Ταμείο, στην πρώτη του έκθεση στο πλαίσιο ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας, στο βασικό σενάριο καταγράφει τους προβληματισμούς του για τους κινδύνους που ελλοχεύουν στο δημοσιονομικό μέτωπο κυρίως εξαιτίας τωναναμενόμενων αποφάσεων του ΣτΕ αλλά και εξαιτίας της προοπτικής των εκλογών, που παραδοσιακά αυξάνει τη ροπή προς παροχές.
Παράλληλα κρούει κώδωνα κινδύνου για την ανάγκη δραστικών λύσεων χωρίς δημοσιονομικό κόστος για τη μείωση των κόκκινων δανείων, επιμένει στην ανάγκη μείωσης του αφορολογήτου ώστε να διευκολυνθεί η μείωση των άμεσων φόρων και καλεί την κυβέρνηση να ξανασκεφτεί το θέμα της αναστροφής των μνημονιακών αλλαγών στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, εκφράζοντας ευθέως τη διαφωνία του σε μισθολογικές αυξήσεις οι οποίες υπερβαίνουν την αύξηση της παραγωγικότητας.
Σε ειδικό κεφάλαιο, όπου αναλύεται το δυσμενές σενάριο εξελίξεων, διαβλέπει υψηλό κίνδυνο μεταρρυθμιστικής κόπωσης και πισωγυρισμάτων, κυρίως εξαιτίας των προεκλογικών πιέσεων, ενώ ζητά σχέδιο έκτακτης ανάγκης υπό τον κίνδυνο μαζικές δικαστικές αποφάσεις ακύρωσης μνημονιακών περικοπών να οδηγήσουν σε φαινόμενο χιονοστιβάδας με εφάπαξ δημοσιονομικό κόστος έως και 9,5 δισ. ευρώ και μόνιμες επιβαρύνσεις της τάξεως του 1,5 δισ. ευρώ τον χρόνο.
Σε αυτή την περίπτωση, οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων διαταράσσονται όπως και η δυνατότητα ομαλής αποπληρωμής των χρεών του ελληνικού δημοσίου. Πρόκειται για ένα σενάριο που έρχεται κόντρα στη βασική εκτίμηση του Ταμείου, το οποίο προβλέπει τήρηση των δεσμεύσεων για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και επαρκή δυνατότητα ομαλών αποπληρωμών των υποχρεώσεων προς τους πιστωτές, χωρίς μάλιστα να αποκλείεται (το αντίθετο μάλιστα, εφόσον δοθεί «εξαίρεση» από τον ESM) πρόωρη αποπληρωμή μέρους των δανείων του ΔΝΤ.
Ο χάρτης των πέντε «εκρηκτικών» κινδύνων του δυσμενούς σεναρίου απαρτίζεται από:
1. Μεταρρυθμιστική κόπωση, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε πισωγυρίσματα έναντι προηγούμενων μεταρρυθμίσεων (υψηλός κίνδυνος με πιθανότητες από 30% έως 50%), ιδίως εξαιτίας της προοπτικής εκλογών εντός του 2019. Οι δικαστικές αποφάσεις για ακύρωση μνημονιακών μέτρων μπορούν να λάβουν χαρακτήρα χιονοστιβάδας.
2. Καθυστερήσεις στην εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών (μεσαίου μεγέθους κίνδυνος με πιθανότητες 10%-30%), ικανών να οδηγήσουν σε ραγδαία επιδείνωση του επενδυτικού και καταθετικού κλίματος έναντι των τραπεζών.
3. Μεγαλύτερες των προβλεπομένων αρνητικές επιδράσεις των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων στην ανάπτυξη και καθυστερήσεις στις επενδύσεις λόγω πολιτικής αβεβαιότητας (μεσαίος κίνδυνος, πιθανότητες 10%-30%).
4. Ραγδαία επιδείνωση των διεθνών συνθηκών στις αγορές (υψηλός κίνδυνος, πιθανότητες από 30% έως 50%).
5. Αύξηση του διεθνούς προστατευτισμού με ενίσχυση των εμπορικών πολέμων (υψηλός κίνδυνος, πιθανότητες 30%-50%).
Τα προβλήματα παραμένουν
Ξεκινώντας από τα φαινομενικά απλά στο βασικό σενάριο της έκθεσης, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στερείται ουσιαστικής δυναμικής, με αποτέλεσμα, αν και φέτος υπολογίζεται σε 2,4%, σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα να καρκινοβατεί οριακά πάνω από 1%. Ο τραπεζικός τομέας παραμένει αδύναμος, ενώ η ικανότητα αποπληρωμής των χρεών που έχει επωμιστεί η Ελλάδα κρίνεται σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα επαρκής, αλλά με αυξανόμενα ρίσκα και σημαντικές αβεβαιότητες. Τα ρίσκα αυτά, κατά την άποψη του Ταμείου, απαιτούν περαιτέρω ενέργειες για την τόνωση της οικονομίας.
Η προοπτική των εκλογών και ο υψηλός κίνδυνος πισωγυρίσματος
Σε αυτό το φόντο, το ΔΝΤ ζητά για μια ακόμα φορά εφαρμογή της προνομοθετημένης μείωσης του αφορολόγητου το 2020, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για μειώσεις φορολογικών συντελεστών στο εισόδημα των φυσικών προσώπων και στα κέρδη των επιχειρήσεων, «επανεκτίμηση» των πρόσφατων αλλαγών αναφορικά με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, αύξηση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, εφαρμογή πλέγματος μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και του επιχειρηματικού κλίματος, για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Ζητά παράλληλα την εκπόνηση ενός σχεδίου έκτακτης ανάγκης για την περίπτωση όπου επιβεβαιωθούν τα δημοσιονομικά ρίσκα τα οποία απειλούν να τινάξουν στον αέρα τις δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022.
Στο θέμα των κόκκινων δανείων, οι συστάσεις είναι σε άλλο μήκος κύματος σε σχέση με τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς: ενισχύστε το νομικό οπλοστάσιο για να διευκολύνετε τη μείωση των κόκκινων δανείων με όρους ιδιωτικού τομέα, πριν σκεφτείτε τις κρατικές ενισχύσεις, και αποφύγετε τη λήψη μέτρων που θα μπορούσαν να διαβρώσουν περαιτέρω την κουλτούρα πληρωμών, ενισχύοντας παράλληλα την εσωτερική τραπεζική διακυβέρνηση, διαμηνύει το Ταμείο.
Στο κρίσιμο ερώτημα εάν οι ελληνικές τράπεζες χρειάζονται πρόσθετα κεφάλαια, οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ θα μπορούσαν να θεωρηθούν «διπλωματικές». Ζητά να υπάρξει κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών, είτε μέσω αύξησης κεφαλαίου ή δεδομένης της έλλειψης ζήτησης για μετοχές, με τη χρήση κεφαλαιακών εργαλείων που δεν προκαλούν διάχυση (non dilutive capital instruments).
Τα καλά νέα
Στο προοίμιο της έκθεσης, σημειώνεται ότι η Ελλάδα εξήλθε της μνημονιακής περιόδου τον περασμένο Αύγουστο, με μειωμένες ανισορροπίες και επιταχυνόμενο ρυθμό ανάπτυξης, τα χρόνια δημοσιονομικά ελλείμματα εξουδετερώθηκαν και η εξωτερική θέση έχει σημαντικά βελτιωθεί.
Η ελάφρυνση χρέους από τους Ευρωπαίους εταίρους σε συνδυασμό με το μεγάλο cash buffer περιόρισαν τις αδυναμίες, η οικονομική ανάκαμψη διευρύνεται, η ανεργία ακολουθεί καθοδική τροχιά, η αύξηση των καταθέσεων και βελτιώσεις στους ισολογισμούς των τραπεζών επέτρεψαν τη σταδιακή άρση των capital controls, τα σπρεντ των ελληνικών ομολόγων έχουν αποκλιμακωθεί, αν και παραμένουν τα υψηλότερα στην ευρωζώνη.
Αλλά…
Παρ’ όλα αυτά, σημειώνει το ΔΝΤ, τα τρωτά σημεία και τα εμπόδια στην ανάπτυξη παραμένουν σημαντικά και οι καθοδικοί κίνδυνοι αυξάνονται. Η κληρονομιά της κρίσης, συμπεριλαμβανομένου του υψηλού δημόσιου χρέους και των αδύναμων ισολογισμών στον ιδιωτικό τομέα σε συνδυασμό με αδύναμη κουλτούρα πληρωμών, συνθέτουν ένα σκηνικό τρωτών σημείων.
Το επιχειρηματικό περιβάλλον κρίνεται «φτωχό», δεδομένης της ημιτελούς ατζέντας διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και αναστροφών στην αγορά εργασίας. Οι καθοδικοί κίνδυνοι διευρύνονται εξαιτίας (σ.σ. πιθανών) δικαστικών αποφάσεων έναντι μνημονιακών δημοσιονομικών μέτρων καθώς και εξαιτίας πρόσφατων πολιτικών αποφάσεων στην αγορά εργασίας αλλά και της προεκλογικής αβεβαιότητας.
Κοιτώντας μπροστά, υπογραμμίζει το Ταμείο, οι βασικότερες προκλήσεις αφορούν στην εφαρμογή ενός μίγματος πολιτικών που μειώνουν τις αδυναμίες και αυξάνουν την παραγωγικότητα και τις αναπτυξιακές προοπτικές, χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς.