Εκπρόσωποι του πρωθυπουργού το Σάββατο στις Βρυξέλλες για νέες διαπραγματεύσεις
Είμαστε περισσότερο κοντά από ποτέ σε συμφωνία υποστηρίζει η κυβέρνηση. Διατηρείται η «διαφορά» (0,25% του ΑΕΠ) στο στόχο για το πλεόνασμα αλλά ποντάρει σε αλληλοκατανόηση. «Πρόβλημα» και τα εργασιακά.
Απέναντι στις πιέσεις που ασκούν οι δανειστές η κυβέρνηση αποφάσισε να καταθέσει αντιπροτάσεις έτσι ώστε να γεφυρωθεί το χάσμα. Για το λόγο αυτό αντιπροσωπεία της μεταβαίνει αύριο στις Βρυξέλλες για επαφές με τους επικεφαλής των θεσμών. Από τις διαρροές στο Μέγαρο Μαξίμου φαίνεται πως οι βασικές διαφορές εντοπίζονται σε δυο θέματα:
Α) τα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία όπως αναφέρεται η διαφορά είναι 0,25% του ΑΕΠ (σ.σ. η ελληνική πλευρά εισηγείται 0,75% του ΑΕΠ για φέτος, οι δανειστές 1%)
Β) τα εργασιακά. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται «δεν θα μπορούσε άλλωστε να φανταστεί κανείς ότι η ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία θα οδηγούσε την Ευρώπη σε διχασμό (…) για την επιμονή να μην εφαρμοστεί στην Ελλάδα το θεσμικό πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων που ισχύει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες».
Όπως λένε πηγές του Μεγάρου Μαξίμου «η ελληνική πλευρά είναι έτοιμη να καταθέσει αντιπροτάσεις, προκειμένου να γεφυρωθούν οι εναπομείνασες διαφορές, όπως ακριβώς συμφωνήθηκε στις συναντήσεις του Πρωθυπουργού στις Βρυξέλλες, τόσο με τους ηγέτες της Γερμανίας και της Γαλλίας όσο και με τον Πρόεδρο Γιούνκερ».
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, λίγο νωρίτερα συνομίλησε τηλεφωνικά ο Αλέξης Τσίπρας με τον πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ με τον οποίο εξετάστηκαν τα επόμενα βήματα της διαπραγμάτευσης.
Επίσης, εκπρόσωποι του Έλληνα Πρωθυπουργού θα βρίσκονται αύριο το πρωί στις Βρυξέλλες, προκειμένου να συναντηθούν με εκπροσώπους των επικεφαλής των θεσμών.
«Η εκτίμηση της ελληνικής κυβέρνησης είναι ότι βρισκόμαστε περισσότερο από άλλοτε κοντά σε συμφωνία, αφού η διαφορά στα πρωτογενή πλεονάσματα είναι μόνο της τάξης του 0,25%», αναφέρουν οι ίδιες πηγές και συμπληρώνουν: αυτό που χρειάζεται είναι πολιτική βούληση αλληλοκατανόησης. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να φανταστεί κανείς ότι η ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία θα οδηγούσε την Ευρώπη σε διχασμό για μία τόσο μικρή διαφορά και για την επιμονή να μην εφαρμοστεί στην Ελλάδα το θεσμικό πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων που ισχύει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.