Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, προσέφυγε χθες με αγωγή από αδικοπραξία εις βάρος Ροδίτη ξενοδόχου, ο αδελφός του, πολιτικός ενάγων στις ποινικές δίκες που προηγήθηκαν και κατέληξαν σε αμετάκλητη καταδίκη του.
Ο ενάγων διεκδικεί με την αγωγή του χρηματική αποζημίωση ύψους 500.000 ευρώ.
Σημειώνεται ότι με την υπ’ αρίθμ. 252/2018 απόφαση του Στ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε η αίτηση αναίρεσης, που υπέβαλε ο ξενοδόχος, για την ακύρωση απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου, με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 4 ετών μετατρέψιμη προς 5 ευρώ ημερησίως για πλαστογραφία μετά χρήσεως.
Ο ξενοδόχος, που είχε καταδικαστεί πρωτοδίκως σε ποινή κάθειρξης 10 ετών, κρίθηκε αθώος απάτης και ένοχος πλαστογραφίας σε δύο από τις πέντε μερικότερες πράξεις πλαστογράφησης πρακτικών της γενικής συνέλευσης της ξενοδοχειακής εταιρείας που ήταν διαχειριστής στο Πενταμελές Εφετείο.
Όπως έγραψε η «δημοκρατική», μέχρι το έτος 2004 οι σχέσεις των μελών του διοικητικού συμβουλίου της ξενοδοχειακής εταιρείας και ειδικά των δύο αδελφών μετόχων ήταν ομαλές χωρίς να παρουσιάζονται έριδες και προβλήματα.
Μέχρι την 30η Ιουνίου 2004 τα δύο αδέλφια είχαν στην κατοχή τους από 26.338 μετοχές έκαστος.
Ωστόσο, στις 30 Ιουνίου 2004 συνετάγη πρακτικό γενικής συνέλευσης, το οποίο υπέγραψε νομότυπα με την ιδιότητά του ως πρόεδρος ο μηνυτής και στη συνέχεια ο κατηγορούμενος, φέρεται εν αγνοία του, να πρόσθεσε παραπομπή στο κείμενο του πρακτικού, αλλάζοντας τη μετοχική σύνθεση στην εταιρεία αποκτώντας έτσι την πλειοψηφία των μετοχών.
Στις 20 Αυγούστου 2004, ο κατηγορούμενος, φέρεται παραπέρα να συνέταξε σε δακτυλογραφημένη μορφή έγγραφο το οποίο περιελάμβανε το περιεχόμενο του χειρόγραφου πρακτικού της συνεδριάσεως των μελών του ΔΣ της εταιρείας, θέτοντας στη θέση «ο πρόεδρος» κατ’ απομίμηση, την υπογραφή του αδελφού του, χωρίς ο τελευταίος να συναινεί προς τούτο, ενώ στο πρωτότυπο χειρόγραφο πρακτικό δεν είχε τεθεί υπογραφή στη θέση «ο πρόεδρος».
Με το ανωτέρω πρακτικό πιστοποιείται η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου που προήλθε από καταθέσεις ποσού 69.975,90 ευρώ.
Περαιτέρω, κατηγορήθηκε αλλά αθωώθηκε ότι πλαστογράφησε την υπογραφή του αδελφού του και σε άλλα πρακτικά ενώ φέρεται να προέκυψε από λογιστική πραγματογνωμοσύνη ότι, ο συνολικός αριθμός των μετοχών, που απέκτησε ο κατηγορούμενος είναι 20.805, ενώ η συνολική αξία των μετοχών που αποκτήθηκαν ανήλθε στο ποσό των 726.658,75 ευρώ.
Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε απολογούμενος τα όσα του καταλογίζονται υποστηρίζοντας συνοπτικώς ότι η μεταβολή της μετοχικής σύνθεσης στην εταιρεία έγινε με την συναίνεση του αδελφού του, τονίζοντας μάλιστα ότι από τρείς γραφολογικές πραγματογνωμοσύνες δεν προέκυψε η πλαστότητα των υπογραφών του.
Υποστήριξε ότι η πρώτη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου έγινε με χρήματα που διέθεσε αποκλειστικά ο ίδιος κι ότι ο αδελφός του δεν συνείσφερε αν και του ζητήθηκε στο κεφάλαιο ενώ περαιτέρω τόνισε ότι οι αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου που ακολούθησαν έγιναν με τη συναίνεση του και δυνάμει νόμου ενώ τα ποσοστά τους αυξήθηκαν αναλογικώς.
Ο Αρειος Πάγος έκρινε ότι το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου διέλαβε στην απόφαση του την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.
Την υπόθεση χειρίζεται ο δικηγόρος κ. Βασίλης Καβουριού.