Με την υπ’ αρίθμ. 676/2019 απόφαση του Στ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η αίτηση αναιρέσεως της απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Δωδεκανήσου με την οποία κρίθηκαν ένοχοι για βιασμό από κοινού μιας 7χρονης, η μητέρα, ο παππούς και η θεία της.
Ο παππούς ηλικίας 80 ετών, η μητέρα ηλικίας 42 ετών και η θεία ηλικίας 53 ετών, κρίθηκαν συγκεκριμένα ένοχοι για τις πράξεις του βιασμού από κοινού, της αποπλάνησης κατ’ εξακολούθηση και της άμεσης συνέργειας κατ’ εξακολούθηση στην πράξη της αποπλάνησης ανηλίκου σε βάρος της ανήλικης εγγονής του πρώτου και επιβλήθηκε σ’ αυτούς η συνολική ποινή κάθειρξης 25 ετών στον πρώτο, 35 ετών στη δεύτερη και 25 ετών στην τρίτη.
Το ιστορικό της υπόθεσης, όπως έγραψε η «δημοκρατική», φέρεται να έχει ως εξής:
Ο μηνυτής πατέρας και η κατηγορούμενη μητέρα της παιδίσκης είχαν τελέσει γάμο στις 11 Νοεμβρίου 1995. Από τις 22 Σεπτεμβρίου 2000 ο μηνυτής και η μητέρα της παιδίσκης τελούν σε διάσταση και με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, αφαιρέθηκε η προσωρινή επιμέλεια της ανήλικης από την κατηγορούμενη και ανατέθηκε προσωρινά στο μηνυτή με τον οποίο διαμένει στην κατοικία του.
Με άλλη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου ρυθμίστηκε το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας της κατηγορούμενης μητέρας με την θυγατέρα της.
Στο πλαίσιο της επικοινωνίας αυτής η μητέρα φέρεται να πήρε την ανήλικη θυγατέρα της από την οικία του μηνυτή και να την πήγε στο σπίτι της, όπου βρισκόταν και η δεύτερη κατηγορουμένη, αδελφή της. Αυτό έγινε πριν την εορτή του Πάσχα 2003, σε μη ακριβώς προσδιορισμένη ημερομηνία.
Εκεί, όπως καταγγέλθηκε, η πρώτη κατηγορουμένη, και ενώ η δεύτερη κρατούσε σφιχτά τα χέρια της ανήλικης, την ακινητοποίησε, έπεσε πάνω στην ανήλικη και έβαλε το δάκτυλό της μέσα στο αιδοίο της, προκαλώντας της πόνο και αιμορραγία.
Μετά το περιστατικό αυτό η ανήλικη δεν ήθελε να πάει στη μητέρα της.
Ούτε όμως και η πρώτη κατηγορουμένη ενδιαφερόταν να πάρει την κόρη της για επικοινωνία.
Το Νοέμβριο του 2003 η κατηγορουμένη μητέρα πήγε να πάρει την κόρη της για επικοινωνία, αλλά η μικρή αρνήθηκε πεισματικά να πάει μαζί της. Όταν ο μηνυτής ρώτησε την κόρη του γιατί αρνείται να πάει με τη μητέρα της, αυτή του απάντησε ότι στην τελευταία συνάντησή τους, πριν το Πάσχα 2003, η μητέρα της έβγαλε το εσώρουχο και, ενώ η θεία της, δεύτερη κατηγορούμενη, την κρατούσε σφιχτά από τα χέρια, η μητέρα της τής άνοιξε τα πόδια και της πείραξε το γεννητικό της όργανο. Την ερώτησε γιατί δεν του το είπε αμέσως, και η μικρή απάντησε ότι η μητέρα της την απείλησε ότι θα σκοτώσει τον πατέρα της και την ίδια με όπλο.
Την ένταση αυτή στη σχέση της κόρης με τη μητέρα της, διαπίστωσε και ψυχολόγος, η οποία περιέγραψε τις ζωγραφιές της μικρής και το περιεχόμενό τους, καθώς και την επίθεση της μικρής στη γιαγιά, όταν διαπίστωσε ότι είχε δείξει τις ζωγραφιές στη μάρτυρα.
Αναφέρθηκε επίσης στην αφήγηση της γιαγιάς, σχετικά με τις αντιδράσεις της κόρης, όταν η συζήτηση αναφέρεται στη μητέρα της. Το ίδιο διαπίστωσε και η ίδια η μάρτυς, όταν προσπαθούσε να φέρει τη συζήτηση στη μητέρα της, αλλά και στο επεισόδιο με την επίθεση της εγγονής στη γιαγιά της, όταν αυτή τη ρώτησε γιατί δεν πηγαίνει στη μητέρα της.
Παιδοχειρουργός, εξέτασε στο Νοσοκομείο την φερόμενη ως παθούσα, όταν αυτή παραπονείτο για περιπρωκτικό άλγος.
Την ερώτησε, ενώ ήταν μόνοι τους, γιατί πονάει ο ποπός της και η μικρή του απάντησε ότι την ώρα που κοιμόταν κατάλαβε πως ο παππούς της ασέλγησε σε βάρος της. Κατάθεσε ότι όπως του είπε η ανήλικη, αυτό το γεγονός είχε συμβεί δύο φορές. Στην εξέταση που έκανε παρατήρησε ευχέρεια στην εξέταση της γενετήσιας περιοχής, το παιδί δεν αντιδρούσε στην εξέταση των γεννητικών οργάνων του, είχε δε ευκολία στο να κατεβάζει το εσώρουχό του. Κατέληξε ότι δεν μπορεί να καταθέσει με βεβαιότητα ότι το παιδί έχει υποστεί ασελγείς πράξεις ή όλα είναι στη φαντασία του. Σε έγγραφο που συνέταξε η προϊσταμένη της κοινωνικής υπηρεσίας του Περιφερειακού Νοσοκομείου Ρόδου και αφορά περιστατικά, που έγιναν όταν η ανήλικη βρισκόταν στο νοσοκομείο, από το οποίο η μητέρα της την πήρε δια της βίας και παρά την αντίθετη άποψη του προσωπικού, αναφέρει για την ανήλικη ότι αυτή αισθάνεται χαρούμενη και ασφαλής κοντά στον πατέρα της που δεν δείχνει να φοβάται. Ζωγραφίζει τον εαυτό της και τους γονείς της με μια μπανιέρα από πάνω της, όταν δε την ρώτησε γι αυτό της απάντησε πως είναι βρώμικη και θέλει να πλένεται. Συμπεραίνει από το συγκεκριμένο στοιχείο ότι αυτό πάντα κινεί την υποψία για σεξουαλική παρενόχληση από κάποιον.
Οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν τις κατηγορίες και ισχυρίστηκαν ότι οι καταθέσεις της ανήλικης ήταν αποτέλεσμα επηρεασμού από τον πατέρα και τους γονείς του με τους οποίους υπάρχει μεγάλη ένταση λόγω του χωρισμού. Και ότι με αυτό τον τρόπο πέτυχαν την αφαίρεση της επιμέλειας από την μητέρα της.