Η διαμεσολάβηση, η εναλλακτική αυτή διαδικασία συναινετικής επίλυσης διαφορών εντάσσεται πλέον σταδιακά στην ελληνική πραγματικότητα. Οι βαρύτατες οικονομικές επιπτώσεις που επιφέρει σταδιακά η πανδημία, θ’ απαιτήσουν άμεσες και αποτελεσματικές λύσεις σ’ όλα τα επίπεδα. Ως τέτοια η διαμεσολάβηση απαιτείται ν’ αξιοποιηθεί ουσιαστικά για το μεγάλο εύρος των διαφορών που αναπόφευκτα θ’ ανακύψουν μεταξύ πολιτών αλλά και επιχειρήσεων που επλήγησαν βαρύτατα μετά το πρόσφατο lockdown.
Από 1ης Ιουλίου ξεκινάει πλέον το δεύτερο στάδιο εφαρμογής του πρόσφατου νόμου για τη διαμεσολάβηση που αφορά την εφαρμογή της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας Διαμεσολάβησης σε μεγάλο εύρος αστικών και εμπορικών διαφορών. Ήδη από τις 15 Ιανουαρίου 2020 έχουν υπαχθεί στην Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία οι οικογενειακές διαφορές με ελάχιστες εξαιρέσεις.
Με την εισαγωγή της νέας αυτής διαδικασίας επιχειρήθηκε από την Πολιτεία η ενίσχυση και η ουσιαστική ένταξη του θεσμού της διαμεσολάβησης στην ελληνική έννομη τάξη.
Ποια όμως είναι αυτή η νέα διαδικασία στην οποία μάλιστα καλείται ο πολίτης να συμμετάσχει ενεργά;
Η Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία (ΥΑΣ), η οποία θα πρέπει να πραγματοποιηθεί πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο, είναι στην πράξη μια ουσιαστική γνωριμία του πολίτη με το θεσμό της διαμεσολάβησης. Πρόκειται για μια συνεδρία μεταξύ του διαμεσολαβητή, των μερών της διαφοράς και των νομικών τους παραστατών κατά τη διάρκεια της οποίας, δίνεται η ευκαιρία στα μέρη να ενημερωθούν πλήρως για το θεσμό αλλά και να διερευνήσουν τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς τους μακριά από τις δικαστικές αίθουσες. Στη διάρκεια της ΥΑΣ ο ουδέτερος τρίτος διαπιστευμένος διαμεσολαβητής ενημερώνει τα μέρη τόσο για την διαδικασία της διαμεσολάβησης, τις αρχές που τη διέπουν (εχεμύθεια, εμπιστευτικότητα, απόρρητο της διαδικασίας, ουδετερότητα – αμεροληψία του διαμεσολαβητή, ιδιωτική αυτονομία των μερών) αλλά παράλληλα και για τα οφέλη που θ’ αποκομίσουν από τη συναινετική επίλυσή της, πάντα με βάση της ιδιαιτερότητες και τη φύση της υπόθεσης.
Η επιλογή του διαμεσολαβητή που θα διενεργήσει την ΥΑΣ γίνεται από κοινού από τα ίδια τα μέρη. Στην περίπτωση που δεν υπάρξει συμφωνία στο πρόσωπο του διαμεσολαβητή, η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης διορίζει διαμεσολαβητή από το ειδικό μητρώο διαμεσολαβητών του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Στο τέλος της συνεδρίας ο διαμεσολαβητής χορηγεί στα μέρη πρακτικό περάτωσης, το οποίο ο νομικός τους παραστάτης θα προσκομίσει υποχρεωτικά στο δικαστήριο σε περίπτωση που για την υπόθεση επιλεγεί η δικαστική οδός,
Αν πάλι κατά τη διάρκεια της πρώτης αυτής συνεδρίας τα μέρη αποφασίσουν να συνεχίσουν με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης είτε με τον ίδιο είτε με διαφορετικό διαμεσολαβητή, συντάσσεται σχετικό έγγραφο υπαγωγής στη διαμεσολάβηση και ακολουθεί η διαδικασία εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς.
Με τη διαμεσολάβηση δίνεται η δυνατότητα στα εμπλεκόμενα μέρη μιας διένεξης να έχουν στα χέρια τους μέσα σε εξαιρετικά γρήγορο χρόνο μια βιώσιμη συμφωνία, η οποία μάλιστα είναι νομικά δεσμευτική και άμεσα εκτελεστή. Στη διαμεσολάβηση τα μέρη συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία, διαπραγματεύονται σ’ ένα απόλυτα εμπιστευτικό πλαίσιο με τη βοήθεια του ειδικά εκπαιδευμένου διαπιστευμένου διαμεσολαβητή. Η συμφωνία στην οποία θα καταλήξουν τα μέρη είναι απολύτως προσαρμοσμένη στις ανάγκες και τα συμφέροντά τους χωρίς νικητές και ηττημένους.
Με το νέο νόμο επιχειρείται η ένταξη μιας νέας κουλτούρας συναινετικής επίλυσης διαφορών στην ελληνική πραγματικότητα. Ζητούμενο πλέον από όλες και όλους εμάς που υπηρετούμε το θεσμό, η διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της νέας αυτής διαδικασίας με στόχο την ουσιαστική αξιοποίηση του θεσμού της διαμεσολάβησης από το σύνολο της κοινωνίας.
· η Καλλιόπη Παπαπαύλου είναι Δικηγόρος παρ’Αρείω Πάγω, Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια, Γ.Γραμματέας του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου και ιδρυτικό μέλος της Α.Μ.Κ.Ε. «Επίλυσις – Διαμεσολάβηση Ρόδου