“Η κατοχύρωση και η προάσπιση της δικαστικής ανεξαρτησίας είναι άμεσα συνυφασμένη με τον σεβασμό του κράτους δικαίου, που διασφαλίζει ότι όλες οι δημόσιες εξουσίες ενεργούν με βάση τους περιορισμούς που θέτει η νομοθεσία, σύμφωνα με τις αξίες της δημοκρατίας και τα θεμελιώδη δικαιώματα, υπό τον έλεγχο ανεξάρτητων και αμερόληπτων δικαστηρίων”
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων ιδρύθηκε το έτος 1958 και έχει μία μακρόχρονη αγωνιστική πορεία, με βασικό σκοπό την κατοχύρωση της δικαστικής ανεξαρτησίας. Η ανεξάρτητη και αδέσμευτη συνδικαλιστική δράση των μελών της κατοχυρώθηκε μέσα από αγώνες, διώξεις και απολύσεις. Το ιστορικό βάρος αυτής επέβαλε την ψήφιση της διάταξης του άρθρου 89 παρ. 5 στο δημοκρατικό Σύνταγμα του 1975 όπου πλέον ρητά προβλέπεται η δυνατότητα συγκρότησης δικαστικών ενώσεων, γεγονός που καταδεικνύει τη σπουδαιότητα του ρόλου τους σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα.
Η κατοχύρωση και η προάσπιση της δικαστικής ανεξαρτησίας είναι άμεσα συνυφασμένη με τον σεβασμό του κράτους δικαίου, που διασφαλίζει ότι όλες οι δημόσιες εξουσίες ενεργούν με βάση τους περιορισμούς που θέτει η νομοθεσία, σύμφωνα με τις αξίες της δημοκρατίας και τα θεμελιώδη δικαιώματα, υπό τον έλεγχο ανεξάρτητων και αμερόληπτων δικαστηρίων.
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων αποτελεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών (EAJ), όπου μετέχουν δικαστικές ενώσεις από 44 ευρωπαϊκά κράτη, αλλά και της Διεθνούς Ένωσης Δικαστών (IAJ), οι οποίες έχουν τον ίδιο βασικό σκοπό. Άλλωστε το κράτος δικαίου αποτελεί την κύρια αξία στην οποία βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως προκύπτει από το άρθρο 2 της Συνθήκης για την ΕΕ, και υπενθυμίζεται στα προοίμια της Συνθήκης και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.
Σύμφωνα με διεθνείς κανόνες οι δικαστικές ενώσεις πρέπει να συμμετέχουν σε όλα τα στάδια της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας επεξεργασίας νομοσχεδίων που αφορούν τον τομέα της δικαιοσύνης [σχετ. η από 6.11.2020 γνωμοδότηση του CCJE (Συμβουλευτικό Συμβούλιο Ευρωπαίων Δικαστών του Συμβουλίου της Ευρώπης), Κατευθυντήριες οδηγίες για την Ελευθερία της Ένωσης, 2015, παρ. 183 και 184 της OSCE (Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη Δημοκρατία διά του Δικαίου, συμβουλευτικό όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης επί ζητημάτων ανεξαρτησίας, αμεροληψίας και αρμοδιότητας των Δικαστών)]. Ιδίως δε σε περιπτώσεις όπου προωθούνται μεταβολές που αφορούν ουσιώδη ζητήματα της κατάστασης των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, όπως είναι οι προϋποθέσεις και η διαδικασία διορισμού τους, οι υπηρεσιακές τους μεταβολές, η αξιολόγηση και ο πειθαρχικός τους έλεγχος, τα οποία συνδέονται άμεσα με την ουσία της δικαστικής τους ανεξαρτησίας, η μη συμμετοχή των δικαστικών ενώσεων σε όλα τα στάδια της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας συνιστά ρήγμα στις διεθνείς αξίες που έχουν αναγνωρισθεί ως ευρωπαϊκό κεκτημένο. Τα ανωτέρω σημείωσε ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών Jose Manuel Igrega Matos στην από 29.3.2021 επιστολή, που απέστειλε προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης κ. Τσιάρα, λόγω της σταθερής θέσης αυτού να αποκλείει τις δικαστικές ενώσεις από τις επιτροπές που αφορούν τη δικαιοσύνη και τους δικαστικούς λειτουργούς.
Ειδικότερα, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, όπως και οι υπόλοιπες δικαστικές ενώσεις, δεν κλήθηκαν από τον Υπουργό Δικαιοσύνης να συμμετέχουν στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή για την αναμόρφωση του νομικού πλαισίου που διέπει την Εθνική Σχολή Δικαστών, ενώ η ΕΔΕ δεν κλήθηκε στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή για την τροποποίηση του ΚΠολΔ. Εξάλλου, ενώ το Υπουργείο Δικαιοσύνης επεξεργάζεται ουσιώδεις τροποποιήσεις στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ΚΟΔΚΔΛ), αρνείται να συστήσει νομοπαρασκευαστική επιτροπή και να επιτρέψει τη συμμετοχή των δικαστικών ενώσεων στον ουσιαστικό διάλογο πριν τη διαμόρφωση των νομοθετικών αλλαγών.
Ο ΚΟΔΚΔΛ αποτελεί το νομοθέτημα που διέπει το επαγγελματικό καθεστώς των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, καθώς καθορίζει, μεταξύ άλλων, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών, τον τρόπο χρέωσης των υποθέσεων, τον πειθαρχικό έλεγχο, την επιθεώρηση, τις υπηρεσιακές μεταβολές, τη διεύθυνση των δικαστηρίων. Είναι το νομοθέτημα που περιχαρακώνει και εγγυάται τη δικαστική ανεξαρτησία. Για το λόγο αυτό, σε περίπτωση τροποποίησης των διατάξεων του ΚΟΔΚΔΛ, όλες οι κυβερνήσεις διαχρονικά, σεβόμενες τον θεσμικό ρόλο των δικαστικών ενώσεων και τους ως άνω διεθνείς κανόνες, προχωρούσαν σε σύσταση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, στην οποία συμμετείχαν όλες οι δικαστικές ενώσεις.
Πράγματι, κατά το έτος 2017 συγκροτήθηκε από τον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης Σταύρο Κοντονή νομοπαρασκευαστική επιτροπή για την τροποποίηση του ΚΟΔΚΔΛ με τη συμμετοχή εκπροσώπων όλων των δικαστικών ενώσεων. Η νομοπαρασκευαστική επιτροπή παρέδωσε το πόρισμά της τον Δεκέμβριο του 2018, το οποίο απεστάλη για γνωμοδότηση στις διοικητικές ολομέλειες των δικαστηρίων, ωστόσο αυτό το σχέδιο δεν εισήχθη στη Βουλή προς ψήφιση.
Τον Οκτώβριο του 2020 ο Υπουργός Δικαιοσύνης ανακοίνωσε στο ΔΣ της Ένωσης την πρόθεσή του να συστήσει νέα νομοπαρασκευαστική επιτροπή για την τροποποίηση του ΚΟΔΚΔΛ. Τρεις μήνες μετά, τον Ιανουάριο του 2021, σε νέα συνάντηση του με το Προεδρείο της Ένωσης, ο Υπουργός Δικαιοσύνης υπαναχώρησε από την ανωτέρω δέσμευσή του, δηλώνοντας πως το Υπουργείο θα επεξεργαστεί το πόρισμα της προηγούμενης επιτροπής, λαμβάνοντας υπόψη τις γνωμοδοτήσεις των Ολομελειών των Δικαστηρίων και τις νέες ανάγκες που έχουν προκύψει, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται το είδος και η έκταση των νέων αναγκών. Είναι άλλωστε γνωστό πως στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς εντάσσονται εκτεταμένες αλλαγές στη δικαιοσύνη. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του κ. Πικραμμένου, Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, τον Ιούνιο του 2020 στο Φόρουμ των Δελφών, μεταξύ των αλλαγών αυτών εντάσσεται η αξιολόγηση και η προαγωγή των δικαστικών λειτουργών με κριτήρια όπως στους αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων, ο διορισμός καθηγητών πανεπιστημίου και δικηγόρων ως δικαστών επί θητεία, η πρόσληψη δικηγόρων ως βοηθών δικαστών κ.α. Ακόμα, σύμφωνα με την έκθεση Πισσαρίδη προβλέπεται, μεταξύ άλλων, η εισαγωγή του θεσμού του επίκουρου δικαστή, η αξιολόγηση των δικαστικών λειτουργών με μία σειρά κριτηρίων, μεταξύ των οποίων ο μέσος χρόνος διεκπεραίωσης των υποθέσεων, το ποσοστό ανατροπής των αποφάσεων στον επόμενο βαθμό, ο βαθμός δυσκολίας των υποθέσεων, οι διοικητικές ικανότητες κ.α. Παρόλο που αποτελεί κοινή αποδοχή η θέση πως η αξιολόγηση των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών πρέπει να γίνεται με επιστημονικώς ορθά και ποιοτικά κριτήρια, είναι αυτονόητο πως, πριν τη διαμόρφωση των κριτηρίων αυτών, πρέπει να προηγηθεί ουσιαστικός διάλογος με τις δικαστικές ενώσεις, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η αξιολόγηση και η εξέλιξη των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών θα λαμβάνει χώρα με τρόπο απολύτως αντικειμενικό, ουσιαστικό και αδιάβλητο. Η εισαγωγή δε θεσμών όπως του δικαστή επί θητεία ή του επίκουρου δικαστή, πέρα από τα ζητήματα αντισυνταγματικότητας που θέτει, ελλοχεύει κινδύνους για τη δικαστική ανεξαρτησία και για το κράτος δικαίου.
Δεν γνωρίζουμε εάν στις αλλαγές που επεξεργάζεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης εντάσσονται οι ανωτέρω προτάσεις, ούτε γνωρίζουμε το είδος και των εύρος των αλλαγών. Δεν γνωρίζουμε, διότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης αρνείται να ενημερώσει τις δικαστικές ενώσεις για τις νομοθετικές μεταβολές που σκοπεύει να επιφέρει στο καθεστώς των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών. Δεν γνωρίζουμε, παρόλο που ο ίδιος ο Υπουργός Δικαιοσύνης είχε δηλώσει στις 21.4.2021 σε σχετική επερώτηση στη Βουλή πως στον σχεδιασμό του ήταν να παρουσιασθεί το πόρισμα του Υπουργείου για την τροποποίηση του ΚΟΔΚΔΛ έως τα τέλη Ιουνίου και να εισαχθεί το νομοσχέδιο προς ψήφιση με επίσπευση της νομοθετικής πρωτοβουλίας, προκειμένου να μην χαθούν πόροι. Για ζητήματα όμως τόσο ουσιώδη, που αφορούν τη λειτουργία της δικαιοσύνης, βασικοί διεθνείς κανόνες επιτάσσουν την ουσιαστική συμμετοχή των δικαστικών ενώσεων πριν τη διαμόρφωση των νομοθετικών αλλαγών. Η πρακτική του Υπουργείου Δικαιοσύνης, που ακολουθήθηκε στον νόμο για την τροποποίηση των διατάξεων του οικογενειακού δικαίου για τη γονική μέριμνα και την επικοινωνία, να μην υιοθετεί το σχέδιο νόμου που συνέταξε η νομοπαρασκευαστική επιτροπή, που το ίδιο είχε συστήσει, και να εισάγει στη Βουλή προς ψήφιση ένα ουσιωδώς διαφορετικό νομοσχέδιο, μετά από τυπική διαβούλευση με τους κοινωνικούς φορείς, δεν μπορεί να επαναληφθεί στη διαδικασία σύνταξης και ψήφισης των τροποποιήσεων που αφορούν τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών.
Οι ισχυρισμοί του Υπουργού Δικαιοσύνης, που περιλήφθηκαν στην απάντησή του προς τον Πρόεδρο της EAJ και εκτέθηκαν αναλυτικά κατά την ετήσια Γενική Συνέλευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δικαστών στις 28.5.2021 δεν θεωρήθηκαν επαρκείς. Με ομόφωνο ψήφισμα η Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών καλεί την Ελληνική Κυβέρνηση να διασφαλίσει την αποτελεσματική, άμεση και χωρίς εξαιρέσεις συμμετοχή των δικαστικών ενώσεων σε όλα τα στάδια της διαδικασίας νομοθετικών μεταβολών που αφορούν ουσιώδη ζητήματα της κατάστασης των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, καθώς η μη συμμόρφωσή της με αυτήν την νομική υποχρέωση, που υπέχει κάθε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι δυνατό να θεωρηθεί ως παραβίαση της αρχής του κράτους δικαίου.
Θεωρούμε ως αυτονόητη την υποχρέωση του Υπουργείου Δικαιοσύνης και της Ελληνικής Κυβέρνησης να συμμορφωθεί με το ως άνω ψήφισμα και τις ευρωπαϊκές και διεθνείς υποχρεώσεις που έχει αναλάβει και απορρέουν από το σεβασμό του κράτους δικαίου.