Ο Δημήτρης Τριανταφύλλου, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης, σε συνέντευξη που παραχώρησε στη «δ» απαντά στην τουρκική προκλητικότητα. Τονίζει ότι οι ρητορικές προκλήσεις αποτελούν πάγια τακτική της Τουρκίας πολύ περισσότερο τώρα που η τουρκική κυβέρνηση αποσκοπεί στο να κερδίσει τις ιστορικές εκλογές του 2023 και να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία.
Ο κ. Τριανταφύλλου αναφέρει ότι η ομιλία του Έλληνα Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη στα δυο σώματα του Κογκρέσου φόβισε την Τουρκία, όχι για το περιεχόμενο της αλλά για το γεγονός ότι έλαβε χώρα.
Ακολουθεί η συνέντευξη του κ. Τριανταφύλλου αναλυτικά:
• Κύριε Τριανταφύλλου, η Τουρκία συνεχίζει τις προκλήσεις. Πού αποσκοπεί με αυτή τη συμπεριφορά;
Είναι σύνθετος ο στόχος της Τουρκίας. Πέραν από το πόσο «πουλάει» η Ελλάδα στο εσωτερικό της και πόσο οι ιστορικές αναφορές των ηττών των Ελλήνων πριν 100 χρόνια σχετίζονται με το αφήγημα της σύγχρονης ισχυρής ανεξάρτητης Τουρκίας από την σημερινή Τουρκική κυβέρνηση στην προσπάθειά της να κερδίσει τις ιστορικές εκλογές του 2023 όπου οι προσδοκίες πριν μερικά χρόνια ήταν πολλές.
Ο κύριος στόχος, είναι να συνεχίζει να έχει την πρωτοκαθεδρία στην ευρύτερη περιοχή και στην γειτονιά της. Η ουσία είναι ότι η ομιλία Μητσοτάκη στα δυο σώματα του Κογκρέσου φόβισε, όχι για το περιεχόμενό της αλλά για το γεγονός ότι έλαβε χώρα. Τον Ιανουάριο του 1954, το ίδιο βήμα είχε προσφερθεί στον τότε πρόεδρο της Τουρκίας Celal Bayar σηματοδοτώντας την έναρξη και παγίωση της ειδικής σχέσης με τις ΗΠΑ επί δεκαετίες κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου όπως και στην μετά ψυχρό πολεμική εποχή με τις παροχές στις βάσεις του Incirlik και Σμύρνης, κλπ. Ο προβληματισμός στην Άγκυρα είναι ότι με την αναβάθμιση της Ελλάδας και το διευρυμένο αμερικανικό αποτύπωμα εκεί, ο δικός της ρόλος μειώνεται. Ως εκ τούτου, ο κύριος αποδέκτης των τουρκικών προθέσεων είναι οι ΗΠΑ. Δηλαδή, η Άγκυρα δηλώνει ότι έχει την δυνατότητα και θέληση να δοκιμάσει τα όρια της στήριξης των ΗΠΑ και της ΕΕ προς την Ελλάδα για μην χάσει τον πρωταγωνιστικό της ρόλο, με οποιοδήποτε κόστος αυτό συνεπάγεται.
Οι ρητορικές προκλήσεις είναι μία πάγια τακτική της Τουρκίας, η οποία διογκώνεται από τα ΜΜΕ. Ο Ερντογάν, είναι εκδηλωτικός και η ελληνική κοινή γνώμη αντιδρά στη ρητορική του. Συντελούν σε αυτό και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όλοι πλέον έχουμε άποψη για την εξωτερική πολιτική και τη διπλωματία και όλοι έχουμε πλέον το βήμα να εκφράσουμε τις προσωπικές μας θέσεις και απόψεις. Τα ΜΜΕ (υπερ)προβάλλουν την είδηση και όλοι μετά σπεύδουν να πάρουν θέση.Και είναι λογικό, όταν διαβάζει κανείς πηχυαίους τίτλους σε μεγάλες εφημερίδες όπως «Έτοιμοι για όλα/Επιφυλακή για όλα τα ενδεχόμενα», να θεωρούμε ότι οι προκλήσεις έχουν αυξηθεί και πρέπει πραγματικά να βρισκόμαστε σε ετοιμότητα.
Κοιτάξτε, θεωρώ ότι πολλές φορές οι πολιτικές ηγεσίες τόσο της Τουρκίας όσο και της Ελλάδας, αξιοποιούν αυτό το τεχνητό κλίμα πόλωσης.
Η ουσία όμως είναι ότι οι δύο πλευρές, γνωρίζοντας ότι υπάρχουν κάποιες διαφορές που είναι αναγκαίο να επιλυθούν, πρέπει να καθίσουν να συζητήσουν και να συμφωνήσουν σε κάποια λύση. Γιατί μπορεί να υπάρχουν διαφορές, υπάρχει όμως και πεδίο σύγκλισης. Από το 2003 έχουν πραγματοποιηθεί 65 γύροι διερευνητικών επαφών, πράγμα που σημαίνει ότι θα μπορούσαν να συμφωνήσουν σε ένα πλαίσιο έτσι ώστε να επιλύσουν κάποια ζητήματα.
Και είναι βέβαιο ότι το σχέδιο αυτό το έχουν βρει οι διπλωμάτες των δύο χωρών. Όμως τις αποφάσεις τις παίρνουν οι πολιτικές ηγεσίες.
Παρόλο που και οι δύο χώρες καταλαβαίνουν ότι πρέπει να ξεκαθαρίσουν τις διαφορές τους, αρκούνται τα τελευταία 40 χρόνια απλά στη διατήρηση του Status Quo.
Ακόμη και η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας δεν θα επιλύσει ουσιαστικά τίποτε. Αν δε κάτσουν κάτω οι δύο πλευρές – και αυτό προϋποθέτει ότι είναι διατεθειμένες να το κάνουν-να συζητήσουν, αλλιώς θα διαιωνίζεται αυτό το καθεστώς
Είναι τόσο σύνθετα τα ζητήματά που καμία κυβέρνηση δε τόλμησε να κάτσει κάτω και να καταλήξει σε ένα συμβιβασμό. Η λέξη στην ελληνική και στην τουρκική γλώσσα δεν είναι εύηχη. Δημιουργεί την εντύπωση ότι παραχωρείς τα πάντα!
• Ο συμβιβασμός δεν συνεπάγεται υποχωρήσεις; Και μέχρι πού μπορεί να φτάσει κανείς;
Ας πάρουμε για παράδειγμα την επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας στα 12 ναυτικά μίλια στο Αιγαίο. Ασφαλώς και το Δίκαιο της Θάλασσας μας δίνει τη δυνατότητα αυτή. Μόνο που πουθενά δεν γίνεται λόγος για επέκταση στα 12 ναυτικά μίλια αποκλειστικά και απαρέγκλιτα, αλλά για επέκταση μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια. Δεν θα μπορούσε λ.χ. να ήταν τα 10 ναυτικά μίλια (όπου ταυτίζεται με τον εναέριο χώρο της χώρας) η χρυσή τομή; Θα σήμαινε ότι κάναμε υποχώρηση, ότι ηττηθήκαμε; Θα ήταν πολύ απλά ένας συμβιβασμός εκ μέρους της Ελλάδας.
Εάν όντως επεκτείνουμε στα 12 ναυτικά μίλια τα χωρικά μας ύδατα θα προκληθεί θέμα ελεύθερης ναυσιπλοΐας για τρίτες χώρες, καθώς θα έκλεινε το μεγαλύτερο τμήμα του Αιγαίου. Σε κάποια σημεία τα χωρικά ύδατα θα ανήκουν 100% στην ελληνική επικράτεια και αυτό θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να δημιουργήσουμε ζώνες πρόσβασης για τις τρίτες χώρες, πράγμα με το οποίο δεν συμφωνούν ΗΠΑ, Γαλλία, Ρωσία.
Η υποχώρηση δεν είναι ήττα εφόσον είναι προϊόν αμοιβαίου συμβιβασμού βασιζόμενη στην νομιμότητα. Φτάσαμε στο σημείο σύμφωνα με τη ρητορική μας να τα θεωρούμε όλα ήττα, επειδή αισθανόμαστε διαχρονικά τον κίνδυνο από την Τουρκία. Η Ελλάδα είναι μία μικρότερη χώρα που έχει να αντιμετωπίσει μία γείτονα που εγείρει απαιτήσεις και αξιώσεις ως πρώην αυτοκρατορία διεκδικώντας την επίβλεψη της ευρύτερης περιοχής. Μόνο με την πρόθεση κοινής συναίνεσης βασιζόμενη στο διεθνές δίκαιο και θεμελιώνοντας την ασφάλεια, σταθερότητα και ευημερία των δύο χωρών μπορούνε να κάνουμε την υπέρβαση.
Λόγω της Τουρκίας και του τρόπου που προβάλλει τις θέσεις της, έχουμε φτάσει να θεωρούμε οτιδήποτε κάτω από 12 μίλια ως ήττα. Και αυτό είναι το πρόβλημα διαχρονικά της εκάστοτε κυβέρνησης, είτε μιλάμε για μία ισχυρή είτε μία όχι τόσο ισχυρή κυβέρνηση.
• Για πολλοστή φορά, ο Ερντογάν και ο Τσαβούσογλου κάλεσαν την Ελλάδα να προχωρήσει σε αποστρατιωτικοποίηση νησιών απειλώντας ότι η Τουρκία θα θέσει θέμα κυριαρχίας. Έχουν κάποια βάση οι αξιώσεις αυτές;
Όλες αυτές τις δηλώσεις πρέπει να τις φιλτράρουμε και να αντιληφθούμε πώς ό,τι έχει να κάνει με την Ελλάδα, πουλάει στο ακροατήριο της Τουρκίας. Του χρόνου που θα γίνουν οι τουρκικές εκλογές, θα εορτάζεται η επέτειος των 100 ετών από την ίδρυση του τουρκικού κράτους από τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Ο Ερντογάν στην ουσία θέλει να δείξει ότι είναι ο συνεχιστής του, ο νέος στρατάρχης. Και δεν θέλει η μικρή Ελλάδα να σηκώνει κεφάλι. Δεν τον συμφέρει να έχει η Ελλάδα την υποστήριξη των ΗΠΑ και της Γαλλίας. Προσπαθεί να κερδίσει πόντους στη χώρα του για να κερδίσει τις εκλογές.
Και βεβαίως δεν πρέπει να ξεχνάμε τη διεθνή συγκυρία. Ο κόσμος έχει αλλάξει ριζικά μετά την 24η Φεβρουαρίου με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η Τουρκία θέτει βέτο ένταξης της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, θέτοντας ζητήματα τρομοκρατίας, γνωρίζοντας ότι υπό άλλες συνθήκες δύσκολα θα μπορούσε να το κάνει. Ταυτόχρονα ετοιμάζει επιχείρηση στη Συρία. Ξέρει ότι όλα αυτά έχουν απήχηση το τουρκικό κοινό.
• Πώς εξηγείτε τις πρόσφατες δηλώσεις του Γερμανού Καγκελάριου Όλαφ Σόλτς υπέρ της Ελλάδας; Διακρίνετε μεταστροφή της στάσης της Γερμανίας στα Ελληνοτουρκικά;
Θα δούμε αν πρόκειται τελικά για μεταστροφή. Η Γερμανία όπως κάθε κράτος μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, κρατά ίσες αποστάσεις. Ας μη ξεχνάμε ότι στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τις 30-31 Μαΐου ναι μεν συμφωνήθηκε το 6ο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας, πάρθηκαν όμως σημαντικές αποφάσεις στον τομέα της άμυνας, όπως η ενεργοποίηση του άρθρου 42,7 (ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής). Αυτό σημαίνει ότι η ΕΕ με αργά και σταθερά βήματα προσπαθεί να ενισχύσει την άμυνά της, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης προστασίας κράτους μέλους εάν απειληθεί η κυριαρχία της. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι ο Σόλτς δήλωσε πώς ανεξάρτητα από το γεγονός της ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, η Γερμανία θα στηρίζει την κυριαρχία της εάν αυτή απειληθεί.
• Θα πρέπει να περιμένουμε ένα… θερμό καλοκαίρι;
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλέψουμε και να πούμε κάτι τέτοιο. Η Ρωσία λ.χ. ως μόνιμο κράτος μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, παραβίασε κάθε κανόνα συμπεριφοράς. Έχει ευνοηθεί από το διεθνές σύστημα από το τέλος του ΒΠΠ. Εισέβαλε παρόλα αυτά στην Ουκρανία χωρίς να το περιμένει κανείς και όλοι αναρωτιόμαστε εάν θα μπορούσε να κάνει κάτι αντίστοιχο και η Τουρκία.
Προσωπικά, θεωρώ ότι υπάρχουν ασφαλιστικές δικλίδες. Και οι δυο χώρες είναι κράτη μέλη του ΝΑΤΟ, έχοντας ενταχθεί μαζί πριν από 70 χρόνια. Η Τουρκία επιμένει στην ευρωπαϊκή της προοπτική και ένταξη στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχει ανάγκη άμεσων ξένων επενδύσεων (που να προέρχονται από Ευρωπαϊκές χώρες) να στηριχθεί η οικονομία της. Λογικά, δεν θα έκανε τίποτε που θα έθετε σε κίνδυνο την ευρωπαϊκή της πορεία. Αλλά έχει βρει τον τρόπο να μας αιφνιδιάζει η ηγεσία της με την συμπεριφορά της και μας βρίσκει ανήσυχους.