Συνέντευξη στον Βασίλη Κωστούλα
Μια συμφωνία θα είναι προς το όφελος και των δύο πλευρών, Ελλάδας και Ευρωζώνης, τονίζει στη «Ν» ο επιφανής οικονομολόγος, μέλος της «Επιτροπής των Σοφών» στο πλευρό της γερμανικής καγκελαρίας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Wurtzburg, Πέτερ Μπόφινγκερ. Οπως λέει, το Βερολίνο επιδιώκει να αποφύγει ένα Grexit, το οποίο θα αλλοίωνε τον χαρακτήρα του ευρώ. Η Ελλάδα έθεσε λάθος προτεραιότητες στη διαπραγμάτευση και το δημοψήφισμα περιορίζει τη δυνατότητα ελιγμών της ελληνικής κυβέρνησης, σύμφωνα με τον Γερμανό εμπειρογνώμονα, ο οποίος εντοπίζει τις ευθύνες των πιστωτών στο εφαρμοζόμενο μίγμα πολιτικής που «πνίγει» την ανάπτυξη. Η συγκυρία δεν είναι κατάλληλη για περαιτέρω αυξήσεις του ΦΠΑ, σημειώνει, προτρέποντας την Ελλάδα να διδαχτεί από την αντίστοιχη γερμανική εμπειρία και να επιβάλει εφάπαξ φόρο πλούτου 50% σε περίοδο αποπληρωμής 30 ετών. Οσο για το ελληνικό χρέος; Απαιτεί ουσιαστική επέκταση των ωριμάνσεων και των περιόδων χάριτος. Η «Ν» συνάντησε τον καθηγητή Μπόφινγκερ στο περιθώριο του συνεδρίου του Economist στη Βουλιαγμένη «Resurrecting the Greek economy: Great exr pectations?».
• Ποιο είναι το βασικό σενάριο για την Ελλάδα αυτή τη στιγμή;
«Υπάρχουν δύο πολύ συγκεκριμένα σενάρια. Είτε θα έχουμε ένα νέο πρόγραμμα αυτό το Σαββατοκύριακο είτε δεν θα έχουμε ένα νέο πρόγραμμα και τότε η χώρα θα πρέπει να εγκαταλείψει το ευρώ. Είτε το θέλουν οι Ελληνες πολιτικοί είτε όχι. Εκ των πραγμάτων».
• Θεωρείτε ότι υπάρχει περιθώριο για μια συμφωνία στο παρά 5′;
«Θεωρώ πως αν υπάρχει ισχυρή βούληση από την κυβέρνηση να συνεργαστεί, μπορεί να εξευρεθεί μια διαδικασία. Οπως είχε πει και η καγκελάριος Μέρκελ πρόσφατα, όπου υπάρχει θέληση υπάρχει και τρόπος. Αλλά το βασικό πρόβλημα είναι κατά πόσο η ελληνική κυβέρνηση, μετά το δημοψήφισμα, είναι σε θέση να προβεί σε συμβιβαστικές λύσεις, καθώς το αρνητικό αποτέλεσμα έχει περιορίσει τη δυνατότητα ελιγμών».
• Θα λέγατε ότι η καγκελαρία φοβάται ένα Grexit;
«Νομίζω ότι η καγκελάριος είναι πολύ αφοσιωμένη στο να διατηρήσει την Ευρωζώνη ακέραιη και να μην επιτρέψει μια διάβρωση του ευρώ. Και τις τελευταίες εβδομάδες βλέπω μια αποφασιστικότητα να γίνει οτιδήποτε χρειάζεται ώστε να αποφευχθεί το Grexit».
• Δεν πιστεύετε ότι η Ευρωζώνη θα επηρεαστεί αρνητικά από «ένα Grexit;
«Νομίζω ότι θα επηρεαστεί. Πιθανότατα όχι άμεσα, αλλά τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα. Διότι ένα Grexit θα αλλάξει θεμελιωδώς τον χαρακτήρα της Ευρωζώνης. Τώρα είναι ένα σύστημα όπου “όλοι μένουν μέσα” και γίνεται ό,τι χρειάζεται για να προστατευτεί η ακεραιότητά του. Αλλά από τη στιγμή που μια χώρα θα φύγει, θα μετατραπεί σε ένα σύστημα ρυθμιζόμενης συναλλαγματικής ισοτιμίας, όπως το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα, και σύντομα, όταν θα υπάρξουν πολιτικές και οικονομικές εντάσεις σε μια άλλη χώρα, θα ανακύψουν φαινόμενα κερδοσκοπίας, ο κόσμος θα προσπαθεί να βγάλει τα λεφτά του έξω από τη χώρα, κι έτσι θα γίνει πολύ πιο δύσκολο να μείνει η χώρα αυτή μέσα στο ευρώ, δεδομένου ότι θα υπάρχει το προηγούμενο του Grexit».
• Ποια ήταν τα μεγαλύτερα λάθη της ελληνικής κυβέρνησης στη διαπραγμάτευση των τελευταίων 6 μηνών;
«Κατά τη γνώμη μου, το μεγαλύτερο λάθος ήταν πως αντί να προσπαθήσει να βρει συμβιβαστικές λύσεις, επιδίωξε μια θεμελιώδη αντιπαράθεση για τον σχεδιασμό της Ευρωζώνης και τη γενική φιλοσοφία της νομισματικής ένωσης. Αντί να παραθέσει διεξοδικές λύσεις για την ελληνική κρίση. Είχαν προφανώς την ιδέα ότι προτεραιότητα ήταν μια θεμελιώδης μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης και έπειτα η εξεύρεση λύσεων για την Ελλάδα. Αυτή ήταν μια λάθος προτεραιότητα».
• Ποιες είναι οι ευθύνες των πιστωτών;
«Οι πιστωτές έχουν βεβαίως ευθύνες. Η προσαρμογή στην Ελλάδα θα έπρεπε να είναι μια προσαρμογή σε αντιστοίχιση με τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας, μια διαδικασία που δεν θα πνίγει την ανάπτυξη. Και εδώ θεωρώ καίριο, σε ό,τι αφορά την προσέγγιση των θεσμών, ότι αυτή η συγκυρία δεν είναι κατάλληλη για να αυξηθεί ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας. Θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στη ζήτηση και αν η ζήτηση μειωθεί θα είναι πολύ δύσκολα εφικτή η βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης, που είναι ακριβώς η πρόθεση αυτών των μέτρων».
• Εσείς τι θα προτείνατε ειδικότερα ως προς το μίγμα της πολιτικής από εδώ και στο εξής;
«Προσωπικά, θα πρότεινα τη μεγαλύτερη εμπλοκή των εύπορων στο μίγμα των μέτρων και συγκεκριμένα θα πρότεινα έναν εφάπαξ φόρο πλούτου για τους πολίτες που έχουν πολλά χρήματα. Αναφέρομαι στη γερμανική εμπειρία, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε και κάποιοι πολίτες είχαν πολλά χρήματα, ενώ άλλοι είχαν χάσει τα λεφτά τους. Τότε η Γερμανία επέβαλε έναν φόρο πλούτου της τάξης του 50%. Ακούγεται πολύ υψηλός φόρος, αλλά δεδομένου ότι πληρώθηκε μέσα σε 30 χρόνια, σε δόσεις του 1,6%, ήταν κάτι που οι πλούσιοι μπορούσαν να πληρώσουν».
• Τι θα προκρίνατε ως προς το ελληνικό δημόσιο χρέος;
«Κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ελληνικό χρέος χρειάζεται μια περαιτέρω αναδιάρθρωση. Το πρόγραμμα ήταν πολύ αισιόδοξο σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη και τα πρωτογενή πλεονάσματα. Τώρα βλέπουμε λιγότερη ανάπτυξη, λιγότερα πλεονάσματα. Χρειάζεται μια αναπροσαρμογή. Το ΔΝΤ την έχει ποσοτικοποιήσει σε 50 δισ. Αυτό δεν απαιτεί απαραίτητα περικοπή του χρέους, αλλά σίγουρα απαιτεί ουσιαστική επέκταση των ωριμάνσεων και των περιόδων χάριτος».
Απλά μαθηματικά
Ο καθηγητής Μπόφινγκερ θεωρεί ότι πλέον δεν υπάρχουν ανώδυνες λύσεις για την Ελλάδα, εκφράζει την απορία του «γιατί έπρεπε να περάσει μισός χρόνος προκειμένου η ελληνική κυβέρνηση να καταθέσει τις προτάσεις της» και τονίζει ότι η περίοδος των παρατεταμένων διαπραγματεύσεων έχει λειτουργήσει ως δηλητήριο για την ελληνική οικονομία. Εκφράζει την άποψη ότι οι λύσεις στην ελληνική υπόθεση «δεν είναι ζήτημα ιδεολογίας, αλλά απλών μαθηματικών» και προτρέπει το ελληνικό πολιτικό σύστημα να πείσει τους κατόχους κεφαλαίων ότι αξίζει να επενδύσουν στην Ελλάδα: «Στη Γερμανία γνωρίζω ανθρώπους οι οποίοι κάθονται πάνω σε στοίβες από ιδιωτικά κεφάλαια που θα ήθελαν να επενδύσουν. Πρέπει να τους πείσετε».
Παράλληλα, θεωρεί ότι η χώρα θα πρέπει να βελτιώσει την εικόνα της στο εξωτερικό και ιδίως στη Γερμανία, όπου «παρά το μέγεθος της οικονομικής προσαρμογής που προηγήθηκε τα τελευταία χρόνια, επικρατεί η εντύπωση ότι η Ελλάδα δεν κάνει τίποτα». Τονίζει δε χαρακτηριστικά: «Ποτέ δεν είδαμε ελληνικό σχέδιο για την υπέρβαση της ελληνικής κρίσης».