“Ρε φίλε, πλάκα κάνεις, ε;
Πριν δέκα μέρες με πήρες τηλέφωνο για να κάνουμε μια συναυλία το Σεπτέμβρη για τα καμένα έξω απ το χωριό σου.
Να φωνάξουμε και το Σωκράτη και τη Μελίνα και το Γιαννιό, να πιούμε σούμες και να πούμε μερικά τραγουδάκια να μαζευτεί κάνα φράγκο για την αναδάσωση.
Σου είπα ευχαρίστως -και είπαμε να μιλήσουμε τέλος Αυγούστου για την ημερομηνία.
Γαμώτο. Δεν θα μιλήσουμε.
Μίλησα με το Σωκράτη πριν λίγο.
Δεν είχαμε λόγια.
Ρε μπαγάσα, σε ο, τι μαγαζί έφτιαξες στη Ρόδο, ήρθα και τραγούδησα.
Απ το 1996, κλείνουμε 20 χρόνια φιλίας φέτος, το ξέρεις;
Στον Ηριδανό, στην παλιά Μέθεξη, ακόμα στην καινούργια Μέθεξη, έστω και σαν επισκέπτης.
Στον Ηριδανό χρωστάω τη γνωριμία μου με τον Άλκη Αλκαίο.
Ήταν μια ιστορία που τη λέγαμε πάντα- και μαζί και χώρια- και καμαρώναμε, ο καθένας για άλλους λόγους.
Στη Μέθεξη χρωστάω τα πρώτα ντουέτα με τον Αγαπητό.
Πίσω απ τη μπάρα πάντα εσύ, με κείνο το πονηρό χαμόγελο και τα μάτια που άστραφταν.
Πέρσι στο Βύρωνα, ήρθες με δυό νταμιτζάνες σούμα- όποιος πρόλαβε, τον Κύριο είδε.
Το ίδιο και στο Καστελλόριζο, πάντα να κερνάς ήθελες κι ύστερα να παίρνουμε μια κιθάρα και να ξημερώνουμε ευτυχείς, λυπημένοι και πότες…
Ήρθες Θεσσαλονίκη, όταν έπαιζα με το Θηβαίο, μπήκες στο καμαρίνι και είπες, μάγκες, τι να κεράσω;
Τώρα πια, όλοι ξέρουν τι πίνω, αλλά εσύ το ήξερες από χρόνια πριν κι όταν με έβλεπες να μπαίνω στο μαγαζί, ετοίμαζες εν ριπή οφθαλμού μια βότκα πορτοκάλι…
Στάθη, μα την Παναγία, θέλω να βρίσω.
Και με ξέρεις καλά, εγώ άμα βρίζω, βρίζω στ αλήθεια, δεν είμαι κάνας ερασιτέχνης.
Ούτε πένθος, ούτε στενοχώρια είναι μέσα μου τώρα.
Ακόμα.
Τώρα θέλω να βρίσω, ρε φίλε.
Είχαν ρωτήσει την Κική Δημουλά, αν τώρα που μεγαλώνει αισθάνεται συμφιλιωμένη με την ιδέα του θανάτου.
Οι περισσότεροι στη θέση της θα έλεγαν κάτι ήπιο, κάτι συγκαταβατικό που δείχνει – και καλά- τη σοφία και την ωριμότητα της ηλικίας.
Εκείνη είπε: Ποτέ! Και δεν θα συγχωρέσω ποτέ αυτόν που εφηύρε το θάνατο. Για μένα, είναι οριστικά ασυγχώρητος!
Ν αγιάσει το στόμα της, ρε φίλε.
Στάθη, δεν έχω άλλες λέξεις.
Έβρισα μέχρι που πόνεσε ο λαιμός μου.
Ξεθύμανα, για λίγο.
Τώρα σωπαίνω.
Κι ανάβω ένα τσιγάρο, θυμίαμα στη μνήμη.
Τι παραμύθι να σου πω, ποια ιστορία;
Να κοιμηθείς και να χεις όνειρα γλυκά
Όλη η ζωή μου μια μεγάλη απορία
Που θα λυθεί όταν θα φύγω μακριά
(Νανούρισμα, Άλκης Αλκαίος)”
Μίλτος Πασχαλίδης 12/8/16
Τα συλλυπητήρια μου στους δικούς του ανθρώπους!
Μίλτο, είσαι μεγάλος καλλιτέχνης και μεγάλος άνθρωπος από ότι φαίνεται!!! Να ξέρεις ότι έχω πιει άπειρα λίτρα αλκοόλ ακούγοντας τα τραγούδια σου! Να ‘σαι πάντα καλά και να ζήσεις άλλα 100 χρόνια για να μας χαρίσεις κι άλλα ιστορικά τραγούδια!!!