Είχα δει στην αρχή της σεζόν, στο site του μικρού ξενοδοχείου που υπάρχει στον Μονόλιθο, κάτι για μαθήματα μαγειρικής και γευσιγνωσίας. Δεν θυμήθηκα να ασχοληθώ , παρά μόνο όταν άρχισα να βλέπω φωτογραφίες από χαμογελαστούς τουρίστες να μαγειρεύουν.
Θέλησα να μάθω περισσότερα. Ξεκίνησα από πού αλλού; Από εκεί που έβλεπα να μαγειρεύουν οι τουρίστες. Από τον «Παλιό Μονόλιθο».
Ο Μανώλης , με παρέπεμψε στον εμπνευστή. Που δεν είναι άλλος από την Μαρίνα.
Η Marina Zawaher και ο Γιώργος Θυρής είναι οι διαχειριστές του μικρού ξενοδοχείου «Τhomas Hotel». Δυο νέα παιδιά, με πολλά όνειρα και ιδέες, όχι μόνο για την επιχείρησή τους, αλλά και για τον τόπο που ζουν.
‘Αλλωστε, αυτά πάνε μαζί. «Η ισχύς εν τη ενώσει», το λέει η Μαρίνα, η οποία χείμαρρος στο λόγο της, δεν σου κάνει καρδιά να την σταματάς για να της κάνεις την επόμενη ερώτηση. Σας μεταφέρω μέσα από την γλαφυρή της διήγηση πως ο Μονόλιθος αποφάσισε να κάνει γαστρονομικό τουρισμό. ‘Ισως βοηθήσουν τέτοιες ιδέες συνέργειας κι άλλα χωριά, μέχρι να αποφασίσουν να βγάλουν τα σχέδια επί χάρτου από τα συρτάρια οι αρμόδιοι για τις «μορφές εναλλακτικού τουρισμού» που θα μπορέσουν να βοηθήσουν και τα χωριά ενός κατώτερου Θεού.
«‘Όταν ζεις σε έναν τόπο τόσο μικρό, μεγάλα πράγματα μπορείς να καταφέρεις μόνο με καλή παρέα. Έτσι λοιπόν,όταν μετακόμισα στο χωριό και απόλυτα εμπνευσμένη από την τεράστια προσπάθεια που έκανε ο Γιώργος όλα τα προηγούμενα χρόνια, σκέφτηκα από πού θα ήταν καλό να ξεκινήσω για να πάμε την ιστορία ένα βήμα παραπέρα. Για να έχουμε κάτι παραπάνω να πούμε και να προσφέρουμε στον Μονόλιθο.
Κοιτώντας γύρω τις λιγοστές επιχειρήσεις, είπαμε, τι καλύτερο από το «ισχύς εν τη ενώσει». Έτσι λοιπόν, προτείναμε στον Μανώλη Ηρωνία και την γυναίκα του Δέσποινα, ιδιοκτήτες της ταβέρνας «Παλιός Μονόλιθος» καθώς και στον οινοποιό Μανώλη Καρίκα, ιδιοκτήτη του «Greek House», να ενώσουμε τις δυνάμεις μας και να προσφέρουμε στον κόσμο που επισκέπτεται το ξενοδοχείο και το χωριό, την ευκαιρία της απόλυτης γνήσιας και γευστικής μονολιθιάτικης εμπειρίας. Εκείνοι με τίμησαν με το να με εμπιστευτούν κι εγώ τώρα καλούμουν να τους βγάλω ασπροπρόσωπους.
Το concept ήταν μεν δοκιμασμένο και επιτυχημένο σε Σαντορίνες και Μυκόνους και όλα τα πεντάστερα, αλλά εδώ ήμασταν σε άλλο «πλανήτη» και η πρόκληση ήταν μεγάλη. Έτσι ξεκινήσαμε μαθήματα μαγειρικής στον ένα και γευσιγνωσίας κρασιού στον άλλο.
Σημειωτέον πως είχαμε την τύχη να είμαστε ομάδα με τους καλύτερους. Με έναν «Παλιό Μονόλιθο» που οι γεύσεις του δεν ξεχνιούνται, πόσω μάλλον ο μοναδικός οικοδεσπότης του και έναν Μανώλη Καρίκα, που πριν καν δοκιμάσεις το κρασί και την σούμα του, το μεράκι του βγάζει μάτι, μόνο κοιτώντας τα αμπέλια του πίσω στην Κυμισάλα.
Στα μαθήματα μαγειρικής ντύναμε τους επισκέπτες μας με χαρούμενες ποδιές και τους συνοδεύαμε στην ταβέρνα. Εκεί για δυο ώρες περίπου, είχαν την ευκαιρία μαζί με την Δέσποινα να μαγειρέψουν, να πλάσουν, να γελάσουν και να μάθουν τα μυστικά της παραδοσιακής μονολιθιάτικης κουζίνας, χρησιμοποιώντας εποχιακά φρέσκα υλικά και μόνο της αυλής μας, από το χώμα μας.
Στο τέλος στρώναν το τραπέζι και απολάμβαναν όλοι μαζί τις δημιουργίες τους με την καλύτερη παρέα. Κι έπειτα, γυρνούσαν ενθουσιασμένοι να μας πουν για τις ιστορίες που άκουσαν από τον Μανώλη, την κιθάρα που έπαιξε και πως τραγούδισαν όλοι μαζί.
Στην γευσιγνωσία κρασιού ένιωθες ότι θα μπορούσαν να μείνουν στο κελάρι μέχρι την ώρα που θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Άκουγαν τον Μανώλη να τους μιλάει για τις ιστορίες του και ενώ δοκίμαζαν τις διαφορετικές ποικιλίες, ήταν σαν να ρουφούσαν όσο περισσότερη Ελλάδα γινόταν, τόση, ώστε να φτάσει μέχρι την επόμενη φορά.
Κι επειδή το κρασί πάει πάντα με καλό φαγητό, εκείνος και η Μαρία φρόντιζαν να τους μαγειρεύουν χίλιους δυο μεζέδες, με τα χέρια τους, γιατί με άδειο στομάχι δεν γινόταν, λέγανε, είναι ντροπή. Κι όταν ύστερα από 2 ώρες έπρεπε να φύγουν, ένα πράγμα μόνο του ζητούσαν του Μανώλη, να παραμείνει έτσι, γνήσιος και αυθεντικός από καρδιάς.
Κι εμείς πάντα δίπλα τους, από την αρχή ως το τέλος, μέχρι την ώρα που τρώγαμε το γλυκό του κουταλιού κάτω από την πέργκολα, παρέα με το ηλιοβασίλεμα.
Και σιγά- σιγά άρχισε να ξεδιπλώνεται μπροστά μας ένα κοινό που συχνά έκλεινε τις διακοπές του με ισχυρό κίνητρο να γευτεί όλα αυτά τα αρώματα που του προσφέραμε, όχι όμως μόνο με την γεύση του αλλά κυρίως με την ψυχή του.
Γιατί πλέον ο τουρισμός μας έχει την ανάγκη να κάτσει μαζί μας, να γίνει η παρέα μας, να νιώσει οικειότητα, να του πούμε και να μας πει την ιστορία του και πριν την επιστροφή να αγκαλιαστούμε. Γιατί αυτό που κυρίως ζητάει τελικά είναι να θέλει να γυρίσει στον ίδιο τόπο για εμάς.
Κι όταν ο εν λόγω τόπος είναι ο Μονόλιθος, τότε φαγητό, κρασί και άνθρωποι έφτιαξαν τον Παράδεισο για όσους έχουν πάντα όρεξη να γεύονται ζωή.»