Επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης στη χώρα μέσα στο 2015 αναμένουν οι Έλληνες σε ποσοστό 60%, σύμφωνα με τα αποτελέσματα παγκόσμιας έρευνας Workmonitor της εταιρείας παροχής υπηρεσιών ανθρώπινου δυναμικού Randstad, για το τέταρτο τρίμηνο του 2014.
Αντίθετα, σε ποσοστό 29% εκτιμούν ότι θα υπάρξει βελτίωση της οικονομικής κατάστασης κατά το ίδιο διάστημα.
Επίσης, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, σε ποσοστό 26% αναμένουν αύξηση μισθού, ενώ μόνον 22% περιμένουν ότι θα λάβουν μπόνους στο τέλος της χρονιάς.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι εργαζόμενοι εμφανίζονται αισιόδοξοι για το 2015, με το 58% των ερωτηθέντων να πιστεύουν ότι η οικονομική κατάσταση στη χώρα τους θα βελτιωθεί, ποσοστό 9% υψηλότερο από το αντίστοιχο του προηγούμενου έτους.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας ποσοστό 54% των ερωτηθέντων σε παγκόσμιο επίπεδο, δήλωσαν ότι οι εργοδότες αφιέρωσαν περισσότερο χρόνο και πόρους στην ανάπτυξη νέων ταλέντων συγκριτικά με 10 χρόνια πριν.
Ωστόσο, οι απαντήσεις των Ελλήνων εργαζομένων σημείωσαν τα χαμηλότερα ποσοστά, αφού σε ποσοστό 31% δήλωσαν ότι ο εργοδότης τους αφιερώνει περισσότερο χρόνο και πόρους για την ανάπτυξη ταλέντων απ’ ότι πριν 10 χρόνια.
Επίσης, ποσοστό 71% των Ελλήνων εργαζομένων δήλωσαν ότι θεωρούν την επένδυση στην ανάπτυξη ταλέντων ως ευκαιρία για προσωπική εξέλιξη, ενώ ποσοστό 22% δήλωσαν ότι νιώθουν πίεση από την έμφαση που δίνεται στην ανάπτυξη ταλέντων, καθώς πιστεύουν ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις.
Ποσοστό 35% των ερωτηθέντων δήλωσαν πεπεισμένοι ότι το επάγγελμά τους θα αυτοματοποιηθεί μέσα στην επόμενη δεκαετία, ενώ 39% δήλωσαν ότι για συγκεκριμένες εργασίες, οι εργοδότες απευθύνονται ολοένα και περισσότερο σε εξωτερικούς συνεργάτες, οι οποίοι εργάζονται αυτόνομα (freelance talent).
Προετοιμασία για την γενιά Ζ (ηλικίας 14-19)
Στην έρευνα της Randstad επισημαίνεται ότι μετά τη γενιά Χ και Υ, έχει έρθει η στιγμή να προετοιμαστούμε και για τη γενιά Ζ (ηλικίες 14-19). Σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα, ποσοστό 65% των σημερινών εργαζομένων πιστεύουν ότι η γενιά Ζ είναι πιθανότερο να απαιτήσει πιο ευέλικτες συνθήκες στον εργασιακό χώρο από τις παλαιότερες γενιές. Αν και ποσοστό 64% των Ελλήνων πιστεύουν ότι όσοι εργάζονται ήδη μπορούν να διδαχθούν πολλά από τη γενιά Ζ όσον αφορά στην τεχνολογία, ποσοστό 28% πιστεύουν ότι μπορούν να μάθουν από αυτήν τη γενιά πράγματα που αφορούν στην ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής.
Επίσης, ποσοστό 56% των εργαζομένων στην Ελλάδα θεωρούν τη γενιά Ζ απαραίτητη προκειμένου να μπορέσουν οι εταιρείες να είναι πραγματικά καινοτόμες. Μόλις το 30% των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι ο εργοδότης τους είναι επαρκώς προετοιμασμένος να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της γενιάς Ζ. Για τη συνεργασία μεταξύ των τριών γενιών, ποσοστό 55% δήλωσαν ότι ο εργοδότης τους προωθεί ενεργά το mentorship, το οποίο σημαίνει ότι οι νέοι εργαζόμενοι καθοδηγούνται και εκπαιδεύονται από τους παλαιότερους.
Δείκτης κινητικότητας
Ο δείκτης κινητικότητας για την αγορά εργασίας στην Ελλάδα (που αξιολογεί την ετοιμότητα των εργαζομένων να αλλάξουν επάγγελμα μέσα στους επόμενους 6 μήνες) σημείωσε μικρή μείωση της τάξης της μιας μονάδας από 100, το 3ο τρίμηνο του 2014, σε 99 το 4ο τρίμηνο του ίδιου έτους. Αυτό, σύμφωνα με την Randstad πρακτικά σημαίνει ότι συγκριτικά με το προηγούμενο τρίμηνο, ο αριθμός των εργαζομένων που αναμένουν να προσληφθούν σε διάστημα έξι μηνών, είναι ελαφρώς μικρότερος έναντι του περασμένου τριμήνου. Αντίστοιχα ο παγκόσμιος δείκτης κινητικότητας μειώθηκε επίσης κατά 1 μονάδα, φτάνοντας το 109 στο 4ο τρίμηνο του 2014.
Παράλληλα, το τελευταίο τρίμηνο του 2014 καταγράφηκε μείωση και στο ποσοστό των ανθρώπων που αναζήτησαν νέα εργασία, καθώς μόλις το 14% αναζήτησε εργασία ενεργά και 19% παθητικά, συγκριτικά με τα ποσοστά του προηγούμενου τριμήνου (15% και 23% αντίστοιχα). Από το σύνολο των ερωτηθέντων κατά το 4ο τρίμηνο στην Ελλάδα, το 19% δήλωσε ότι άλλαξε επάγγελμα τους τελευταίους έξι μήνες, ποσοστό που παρέμεινε σταθερό από το 3ο τρίμηνο του 2014. Οι κλάδοι που παρουσίασαν την υψηλότερη κινητικότητα εργαζομένων τους τελευταίους 6 μήνες ήταν τα ορυχεία (50%), οι αυτοκινητοβιομηχανίες (40%) και ο κλάδος της κατασκευής χημικών προϊόντων (31%). Αξίζει να σημειωθεί ότι ηλικιακά, το μικρότερο ποσοστό κινητικότητας καταγράφηκε στις ηλικίες 55 έως 64 ετών (11%), ενώ το μεγαλύτερο το κατέγραψε η ηλικιακή ομάδα 18-24 ετών (27%).
Συνολικά, το 38% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι άλλαξαν επάγγελμα κατά τους τελευταίους έξι μήνες, με σκοπό τη βελτίωση των εργασιακών συνθηκών και ποσοστό 26% δήλωσαν ως αιτία την προσωπική ανάγκη για αλλαγή. Ποσοστό 19% δήλωσαν ότι η αλλαγή εργασίας σχετίζεται με αλλαγή στην επιχειρησιακή δομή της εταιρείας που εργαζόταν (συγχώνευση ή αναδιοργάνωση), ενώ 17% απάντησαν ότι η αλλαγή οφείλεται στην δυσαρέσκεια από τον εργοδότη και την προσωπική φιλοδοξία για ανέλιξη στη διοικητική ιεραρχία.
Μείωση προσδοκιών για την ανεύρεση εργασίας στην Ελλάδα
Από τους ερωτηθέντες στην Ελλάδα ποσοστό 47% αναμένουν ότι θα είναι σε θέση να βρουν μια ανάλογη εργασία μέσα στους επόμενους έξι μήνες, ποσοστό που καταγράφει μικρή πτώση συγκριτικά με το 3ο τρίμηνο του 2014 (52%). Επίσης, το 54% αναμένει ότι θα εργάζεται σε διαφορετική δουλειά μέσα στους επόμενους έξι μήνες, μείωση της τάξης του 2% σε σχέση με το τελευταίο τρίμηνο (56%).
Μείωση κατά 4% καταγράφηκε αυτό το τρίμηνο στην Ελλάδα στο ποσοστό αυτών που νιώθουν φόβο απώλειας της θέσης εργασίας τους και διαμορφώθηκε στο 35%, σε αντίθεση με το 39% που ήταν το 3ο τρίμηνο του 2014. Τα μεγαλύτερα ποσοστά φόβου απώλειας της εργασίας καταγράφηκαν στους τομείς της εξόρυξης (33%), της γεωργίας (25%), της υγείας (23%), της αυτοκινητοβιομηχανίας (20%) και των κατασκευαστικών (19%). Στο άλλο άκρο της κλίμακας, οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα αλλά και τις υπηρεσίες Πληροφορικής εμφανίζονται να νιώθουν το φόβο απώλειας της εργασίας σε πολύ χαμηλά ποσοστά της τάξης του 4% και 5%, αντίστοιχα.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας η εργασιακή ικανοποίηση στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 3%, φτάνοντας το 57% στο τελευταίο τρίμηνο του 2014. Παρόλα αυτά, η Ελλάδα συνεχίζει να εμφανίζει χαμηλά επίπεδα εργασιακής ικανοποίησης μαζί με την Ουγγαρία (57%), το Χονγκ Κονγκ (49%) και την Ιαπωνία (45%).
enikonomia.gr