Ειδήσεις

Διαδηλώσεις και αστυνομική βία; (‘Η αλλιώς ένας τυφλοσούρτης δικαιωμάτων και των δύο πλευρών!)

ΓΡΑΦΕΙ Η ΜΑΡΙΑ
ΜΑΡΤΙΝΟΥ ΚΑΝΕΛΛΑΚΗ,
ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Μετά τα πρόσφατα γεγονότα στην Αθήνα θα προσπαθήσω να κάνω μια όσο το δυνατόν καλύτερη προσέγγιση σε ένα θέμα που έχει απασχολήσει την κοινωνία μας εδώ και δεκαετίες, όχι μόνο εδώ αλλά και παγκοσμίως, παραμένει δε ένα ακανθώδες πρόβλημα που καλούνται πολλές φορές έγκριτοι νομικοί να αποφανθούν υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς.
Πριν προχωρήσουμε όμως στην ανάλυση των δικαιωμάτων ή απαγορεύσεων που απορρέουν από το Σύνταγμα και τα άλλα νομοθετήματα και διατάξεις, το σωστό θα είναι να περιγράψουμε ποιοί είναι οι εμπλεκόμενοι σε αυτήν την κατάσταση, διότι όλοι αυτοί επηρεάζουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την διαμόρφωση της τελικής εικόνας αυτής της κατάστασης. Πρώτα από όλα είναι οι ίδιοι οι διαδηλωτές, οι οποίοι αν και είναι ξεχωριστές σκεπτόμενες μονάδες με τα προσωπικά και πολιτικά τους βιώματα και επιδιώξεις, δεν παύουν να ενεργούν και ως ομάδα ή και όχλος καμιά φορά με την εκάστοτε ιδιαίτερη ψυχολογία του. Τα κόμματα εκτός από τον ιδεολογικό τους μανδύα έχουν και τις πολιτικές τους επιδιώξεις και συμφέροντα , τα οποία πολλές φορές υπερκαλύπτουν την ιδεολογική τους ταυτότητα και επενδύουν με την σειρά τους ώστε να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη από την κάθε διαδήλωση. Τα περισσότερα μέσα μαζικής επικοινωνίας στοχεύουν στην υψηλή τηλεθέαση και συντηρούν πολλές φορές το κλίμα έντασης ώστε με αυτόν τον τρόπο να εξυπηρετήσουν τα πιθανά διαπλεκόμενα συμφέροντά τους με οικονομικούς ή πολιτικούς κύκλους. Η πολιτεία – νόμος ως θεματοφύλακας της νομιμότητας η οποία πολλές φορές επηρεάζεται από την θέση της κυβέρνησης. Οι αστυνομικοί οι οποίοι έχουν εκπαιδευτεί και διαταχθεί να επιβάλλουν τους νόμους της πολιτείας. Η κυβέρνηση με τα δικά της πολιτικά συμφέροντα και τις δικές της ισορροπίες. Οι άμεσα εμπλεκόμενοι πολίτες που βρίσκονται στην περιοχή της διαδήλωσης όπως είναι οι καταστηματάρχες και οι υπάλληλοι που εργάζονται στην περιοχή με τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα που πολλές φορές αντικρούονται με τα πολιτικά τους πιστεύω. Οι απομακρυσμένοι θεατές που παρακολουθούν τα τεκταινόμενα από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση ή το διαδίκτυο εξαρτώμενοι με ότι τους «σερβίρουν» και τέλος οι «κουκουλοφόροι» όπως τους αποκαλούμε που εισχωρούν σε μια διαδήλωση για να εξυπηρετήσουν τους δικούς τους σκοπούς . Μέσα σε όλο αυτό το συνονθύλευμα και υπό το βάρος όλων των ανωτέρω εμπλεκομένων, δυο τραγικοί μονομάχοι βρίσκονται ο ένας απέναντι στον άλλο με τα δικαιώματά τους και τις υποχρεώσεις τους τις οποίες θα αναλύσουμε παρακάτω.
Εν Αρχή ην ο Λόγος γράφει ο Αγ. Ιωάννης της Πάτμου αλλά εμείς οι φοιτητές της νομικής διδαχθήκαμε ότι εν Αρχή είναι το Σύνταγμα. Ποιοι νόμοι εμπλέκονται σε μια διαδήλωση; Υπάρχουν οι βασικοί νόμοι αλλά και κάποιοι «δευτερεύοντες» οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να στοιχειοθετήσουν κάποιες αντιδικίες εκατέρωθεν. Πρώτος και κύριος νόμος είναι το άρθρο 11 του Συντάγματος ο οποίος αναφέρει 1. Οι Έλληνες έχουν δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα 2. Μόνο στις δημόσιες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία. Οι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευθούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, γενικά, όταν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως ο νόμος ορίζει. Ας αναλύσουμε λοιπόν προσεκτικά το άρθρο αυτό.
Η ελευθερία συναθροίσεως ή η ελευθερία του συνέρχεσθαι κατά την παραδοσιακή ορολογία, ως ένα από τα θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα, κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα του 1975 στο άρθρο 11 και νοείται ως η συγκέντρωση ιδιωτών με τον κοινό σκοπό είτε να εκφράσουν είτε ν’ ανταλλάξουν γνώμες ή πληροφορίες είτε να εκδηλώσουν είτε να προβάλλουν γνώμες, φρονήματα ή αιτήματα. Αναφέρεται πάλι σαφώς με τον ίδιο τρόπο και στο άρθρο 10-11 της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) . Είναι δεδομένο ότι η ελευθερία της έκφρασης και των συναθροίσεων βρίσκεται στον πυρήνα μιας δημοκρατικής κοινωνίας και για αυτό η πρώτη διάταξη που επιβάλλεται συνήθως από τα απολυταρχικά καθεστώτα είναι η απαγόρευση των συναθροίσεων και η λογοκρισία. Άρα τα θεμελιώδη αυτά δικαιώματα μέσα στο πλαίσιο της προστατευτικής τους δράσης αναπτύσσουν αμυντικές και θετικές λειτουργίες που έχουν ως ένα βασικό στόχο της δημοκρατίας την ενίσχυση της συμμετοχής του πολίτη στις διαδικασίες και καταστάσεις που τον αφορούν.
Κατά καιρούς έχουν αναφερθεί σε εφημερίδες ότι στην διαδήλωση συμμετείχαν και μεταφερόμενοι αλλοδαποί διαδηλωτές και πράγματι αναφέρεται ότι οι φορείς του δικαιώματος της συνάθροισης είναι μόνο οι Έλληνες πολίτες. Αλλά δεν υπάρχει Συνταγματική απαγόρευση για τυχόν συναθροίσεις αλλοδαπών καθώς το άρθρο 11 παρ. 1 ΕΣΔΑ (κυρώθηκε με ΝΔ. 53/1974), 21 εδ. β’ ΔΣΑΠΔ (Ν. 2462/1997) και άρθρο 20 παρ. 1 της Οικουμενικής Διακήρυξης των δικαιωμάτων του Ανθρώπου», αναγνωρίζουν σε κάθε πρόσωπο την «ελευθερίαν του συνέρχεσθαι ειρηνικώς». Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι συνιστά μία από τις μορφές της ομαδικής πνευματικής κίνησης και είναι σαφές ότι γειτνιάζει με την ελευθερία της γνώμης και του λόγου, καθώς και με τη φιλελεύθερη δημοκρατική διαδικασία της διαμορφώσεως της λαϊκής θελήσεως.
Η υπαίθρια διαδήλωση ή αλλιώς συλλαλητήριο ή συγκέντρωση διαμαρτυρίας δίνει την δυνατότητα σε ομάδες οι οποίες δεν έχουν καμία ή έστω έχουν μικρή αντιπροσώπευση στην Βουλή αλλά και είναι πιθανόν αποκλεισμένοι από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας να διαδηλώσουν ώστε να προβάλουν τα αιτήματά τους. Η συνάθροιση όπως κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα σχετίζεται με την δημοκρατική δυνατότητα του να βρίσκονται λύσεις στα διάφορα προβλήματα που ανακύπτουν δια του ανοικτού διαλόγου.
Δηλαδή το δικαίωμα του κάθε πολίτη να είναι συνδιαμορφωτής του πολιτικού γίγνεσθαι. Είναι αυτονόητο ότι σε δημοκρατικό κράτος επιτρέπεται να γίνεται κριτική. Όπως είδαμε παραπάνω όταν αυτό δεν επιτυγχάνεται ή υπάρχει αδυναμία αντιπροσώπευσης, ιδίως σε μη προνομιούχες κοινωνικές ομάδες που μπορεί να μειοψηφούν στην διαμόρφωση πολιτικής, τότε οι πολίτες έχουν ως μόνο μέσο και μπορούν να το εκφράζουν ομαδικά σε συλλαλητήρια.
Αυτό αποτελεί ένα στοιχείο άμεσης δημοκρατίας.
Η δε χρησιμοποίηση εκ μέρους των διαδηλωτών συνθημάτων, σημαιών, τραγουδιών έχει ακριβώς τον χαρακτήρα της εμψύχωσης αλλά και την προσέλκυση της κοινής γνώμης. Η άσκηση βέβαια αυτού του Συνταγματικού δικαιώματος περιορίζεται από νομοθετικές διατάξεις όπως όταν απειλείται η δημόσια τάξη και ασφάλεια αλλά δεν θα πρέπει από την άλλη να χρησιμοποιούνται για την αύξηση των περιθωρίων επέμβασης της κρατικής εξουσίας
Προς τούτο υπάρχουν δυο βασικά νομοθετήματα το ΝΔ 794/1971 Περί δημοσίων συναθροίσεων με το Αρ.6 να αναφέρεται στους ειδικούς όρους δημοσίων συναθροίσεων εν υπαίθρω και το ΒΔ 269/1972 το οποίο εισάγει περιορισμούς με τον ποινικό κώδικα, όπως το άρθρο 167 για την αντίσταση κατά της αρχής, το 170 για την στάση, το 171 για θρασύτητα κατά της αρχής , ΠΚ 292 για την παρεμπόδιση συγκοινωνιών, το άρθρο 382,2 & 3 για διακεκριμένες φθορές κλπ.
Αυτά τα νομοθετήματα που αφορούν την κρατική παρέμβαση μέσω των αστυνομικών αρχών και με βάση τα παραπάνω, η αστυνομία δεν θα πρέπει να βασίζεται στην επιφανειακή ασφάλεια δικαίου που βασίζεται αποκλειστικά στο ότι γίνεται διασάλευση της δημοσίας τάξης οπότε μπορεί πολύ εύκολα σε κάθε διαδήλωση αυτό να γίνεται αντικείμενο κατάχρησης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι παρότι πολλές φορές το δικαίωμα της διαδήλωσης χρησιμοποιείται καταχρηστικά και γίνεται προϊόν εκμετάλλευσης από πολιτικά κόμματα δεν παύει να είναι ένα κλασσικό αμυντικό δικαίωμα έναντι της κρατικής εξουσίας. Όταν μια διαδήλωση διεξάγεται χωρίς την πρόθεση των συμμετεχόντων σε αυτήν να επιβάλλουν με την βία τους σκοπούς τους τότε αυτή θεωρείται μια ειρηνική διαδήλωση και ακόμα και αν κάποιο μεμονωμένο περιστατικό ή ακόμα και η διάπραξη ενός απλού παραπτώματος δεν επιτρέπεται αυτό να οδηγεί στη βιαία διάλυσής της από την αστυνομία. Με βάση το άρθρο 11 του Συντάγματος ο ρόλος των αστυνομικών αρχών είναι να προσφέρει τις υπηρεσίες της στην διαδήλωση αυτή. Στο άρθρο 11 Σ παράγραφος 1 αναφέρει ότι οι συμμετέχοντες θα πρέπει να είναι ήσυχοι και χωρίς όπλα και αυτό δεν αναιρείται όταν εκ μέρους των διαδηλωτών κάποιοι φέρουν κράνη, προστατευτικά γυαλιά, η αντιασφυξιογόνες μάσκες οι οποίες από την φύση τους αποτελούν αμυντικό εξοπλισμό και δεν πρέπει να θεωρηθεί με κανένα τρόπο ότι τα αντικείμενα αυτά θεωρούνται όπλα. Θα πρέπει πάντα και να είναι ο κανόνας ότι η ερμηνεία και η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων, πρέπει να είναι υπέρ της ελευθερίας άσκησης των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων. Το άρθρο 25 του Συντάγματος αναφέρει «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους τελούν υπό την εγγύηση του κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίσουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται απευθείας από το Σύνταγμα είτε από τον νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.»
Η Ελληνική Αστυνομία ως το κατεξοχήν αρμόδιο διοικητικό όργανο για την επιβολή της τάξης και της ασφάλειας, έχει ως αποστολή την κατοχύρωση και διατήρηση της δημόσιας τάξης, την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ειδικότερα, ο ρόλος της αστυνομίας όταν παρίσταται σε δημόσια συνάθροιση είναι πρωτίστως «η προστασία των ατομικών ελευθεριών του πολίτη» και δη «της συνάθροισης και των συναθροιζομένων από οποιαδήποτε προσβολή, η ανεμπόδιστη άσκηση του συνταγματικού κατοχυρωμένου δικαιώματος να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα» (άρθρο 1 παρ. α’ Ν.1481/1984 και άρθρο 130 παρ. 3 Π.Δ.141/1991). Ακόμα όμως και στην περίπτωση που μία υπαίθρια συνάθροιση δείχνει να εκτρέπεται σε βίαιη με κίνδυνο να εκφύγει της προστασίας του άρθρου 11, οι αστυνομικές αρχές υποχρεούνται να προβαίνουν σε συνεργασία με τους ειρηνικούς διαδηλωτές ώστε να γίνει ακώλυτη η άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι. Οφείλουν να ερευνήσουν και να πείσουν ότι επίκειται κίνδυνος στη δημόσια τάξη και ασφάλεια, η δε σχετική απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να γνωστοποιηθεί ώστε οι μετέχοντες της συνάθροισης να λάβουν γνώση αυτής (άρθρο 1 παρ. 2 Ν.Δ. 794/1971, ΑΠ 1766/1988). Και περαιτέρω, δυνάμει των διατάξεων του β.δ. 269/1972, εκπρόσωπος της αστυνομικής αρχής υποχρεούται να καλέσει τρεις φορές με παρουσία εκπροσώπων της διοικητικής και δικαστικής αρχής, τους συγκεντρωμένους να διαλυθούν και μόνο εάν δεν υπακούσουν, διατάσσει τη βίαιη διάλυσή τους με τη χρήση χημικών και άλλων όπλων αλλά ως ύστατο μέτρο καταστολής πλήθους.
Από το περιεχόμενο των ανωτέρω διατάξεων αποδεικνύεται ότι ο ρόλος της αστυνομίας είναι πρωτίστως η προστασία των συναθροιζόμενων με προληπτικές ενέργειες και εφόσον χρειαστεί με κατασταλτικό έργο εναντίον αυτών που αποδεδειγμένα θέτουν σε κίνδυνο την ειρηνική διαδήλωση, και όχι η αντιμετώπιση της συνάθροισης με δυσπιστία και εχθρότητα εξ αρχής. Οι αστυνομικοί δεν πρέπει να ξεχνούν ότι υπάρχει η πιθανότητα να κατηγορηθούν με βάση το άρθρο του ποινικού κώδικα 262 για την παράβαση καθήκοντος, το άρθρο 299 ΠΚ για την ανθρωποκτονία από πρόθεση, το άρθρο 270 ΠΚ για την πρόκληση έκρηξης, τα άρθρα 308 – 311 ΠΚ για πρόκληση σωματικών βλαβών και οι προϊστάμενοι τους το άρθρο 261 ΠΚ για την παρότρυνση υφισταμένου και ανοχή καθώς και οι προϊστάμενοι διοικητές και υπουργοί κινδυνεύουν κατά το άρθρο 21 ΠΚ ως ηθικοί ή και φυσικοί αυτουργοί.
Σε αντίθετη περίπτωση δίνουν το δικαίωμα στους πολίτες να επικαλεστούν τα άρθρα με βάση το άρθρο 134 Α ΠΚ  το οποίο αναφέρει ότι οι πολίτες μπορούν να αντιδρούν και να προστατεύουν όταν θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του πολιτεύματος  κινδυνεύουν από όποιον με βία ή απειλή βίας ή με την ιδιότητά του ως όργανο του Κράτους επιχειρήσει να καταστήσει ανενεργά έστω και πρόσκαιρα (134§2 περ.α ΠΚ ).  Εξάλλου, όπως είναι γνωστό, οι ποινικές διατάξεις είναι κανόνες που υπόκεινται σε εξαιρέσεις, όπως είναι οι διάφοροι λόγοι άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης, άρσης του καταλογισμού, εξάλειψης του αξιόποινου κλπ λόγοι για τους οποίους δεν επιβάλλεται ποινή σε μία καταρχήν αξιόποινη πράξη. Με αυτόν τον τρόπο απαντώντας στο έγκλημα αντίστασης κατά της αρχής ( 167 ΠΚ)  ως ένα έγκλημα που στρέφεται κατά της πολιτειακής εξουσίας.
Επίσης, πράξεις που χαρακτηρίζονται ως «αντίσταση» με την παραπάνω έννοια προβλέπονται ρητά ως στοιχείο και στο έγκλημα της «στάσης» (άρθρ. 170 § 1 ΠΚ). Και άλλες που μπορούν να θεωρηθούν αξιόποινες μπορούν κατά το άρθρο 20ΠΚ να θεωρηθούν ότι αποτελούν ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος που επιβάλλεται από τον νόμο και ότι με αυτόν τον τρόπο ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αποκλείεται. Έτσι, αν η αντίσταση στην κρατική εξουσία γενικά ή ως προς ορισμένη πράξη προβλέπεται κάπου ως δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί ή ως καθήκον που πρέπει να εκπληρωθεί, τότε το δικαίωμα αντίστασης έχει ως πρώτο και σημαντικό αποτέλεσμα, ότι αίρει τον άδικο χαρακτήρα μιας πράξης που είναι καταρχήν αξιόποινη. Άλλη σημαντική διάταξη είναι η του άρθρου 22 ΠΚ που αφορά την άμυνα την οποία ορίζει ως την «αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο για να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους». Έτσι, αν η πράξη της κρατικής εξουσίας θεωρηθεί ως επίθεση άδικη και παρούσα, κατ’ αυτής μπορεί να αντιταχθεί άμυνα. Τελευταίο και πιο σημαντικό η χρήση του άρθρου 120 ,4 του Συντάγματος κατά το οποίο οι Έλληνες δικαιούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίων οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με την βία.
Η χρήση όλων αυτών των άρθρων και διαταγμάτων προσπαθώντας να χαρτογραφήσουν την ελευθερία και την δημοκρατία δεν βοηθά πάντα διότι με αυτόν τον τρόπο ψάχνουμε παραθυράκια στον νόμο και το ζητούμενο είναι ότι η δημοκρατία πρέπει να είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση.
Πριν φθάσω στον επίλογο θα καταθέσω τις απόψεις του Γερμανού ποινικολόγου και φιλόσοφο δικαίου Καθηγητού Arthur Kaufmann ο οποίος διατύπωσε την άποψη ότι αυτό που χρειάζεται είναι η λεγομένη «αντίσταση μικρού διαμετρήματος». Εν συντομία, δεν υπάρχει κράτος δικαίου που να είναι απαλλαγμένο από τον κίνδυνο να εκφυλιστεί σε κράτος αδίκου. Η μικρή αντίσταση κατά του κράτους πρέπει να γίνεται κατά περιόδους και βέβαια δικαιολογημένη όσο διατηρούνται ακόμα οι στοιχειώδεις δικαιοκρατικές αρχές διότι αν εγκαθιδρυθεί τυραννία τότε η αντίσταση δεν έχει νόημα. Οπότε η αντίσταση πρέπει να προλαβαίνει κάθε απόκλιση από το κράτος δικαίου και με αυτόν τον τρόπο να συντελεί στη διαρκή αναγέννησή του. Η αντίσταση δεν πρέπει να χρησιμοποιεί βία και δεν πρέπει να συγχέεται με την επανάσταση που συχνά οδηγεί σε άλλο κράτος αδίκου. Για να πετύχει αυτή η μικρή αντίσταση πρέπει να αποβλέπει στην ικανοποίησης του δικαίου και όχι στην ικανοποίηση προσωπικών συμφερόντων και δεύτερον εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος, ποτέ να μην κάνει χρήση βίας. Βέβαια στη χώρα μας, χώρα της υπερβολής, πολλές φορές οι διαδηλώσεις γίνονται για να εξυπηρετήσουν συμφέροντα και δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που καταλήγουν σε βία και σε αξιόποινες πράξεις. Πάντως όπως επισημαίνει ο Καθηγητής ποινικού δικαίου Διονύσης Σπινέλης « προτιμώ τον θόρυβο της μικρής αντίστασης από την νεκρική σιγή του εφησυχασμού».
Συνοψίζοντας, με αφορμή την συμπεριφορά της αστυνομίας, εκτός από τα πραγματικά γεγονότα που συμβαίνουν σε μια διαδήλωση, πολλές φορές η αξιολόγηση της βίας που αυτή εξασκεί, εξαρτάται πολλές φορές από την πολιτική τοποθέτηση του καθενός και κάποιες φορές  δικαιολογείται και άλλοτε καταγγέλλεται.  Όλοι έχουμε γίνει μάρτυρες, όταν οι αστυνομικοί μάς «κτυπούν» να μιλάμε για απροκάλυπτη βία και όταν κτυπούν τους αντιπάλους μας, τότε η αστυνομία … κάνει το καθήκον της. Μιλάμε για την ίδια αστυνομία κάθε φορά.
Η όλη εικόνα μπορεί να αλλάξει στην κυριολεξία μέσα σε μία στιγμή από την συμπεριφορά ενός και μόνο οργάνου της τάξεως και σε ένα μόνο περιστατικό. Από την μία μέρα είσαι ήρωας και την άλλη ζητάνε να σταυρωθείς για να ικανοποιηθεί η κοινή γνώμη και για να αυξηθεί η τηλεθέαση, σπανίως δε για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Ζητάμε από τους αστυνομικούς να κάνουν την «δουλειά» ως επαγγελματίες και ξεχνάμε ότι και αυτοί είναι άνθρωποι. Έχουμε απαίτηση όταν το οργισμένο πλήθος  βρίζει την μητέρα του αστυνομικού αυτός να μείνει ατάραχος και να μην ανεβάσει «στροφές».  Ζητάμε από έναν αστυνομικό να προστατεύσει την τάξη αλλά να μην προστατεύσει τον εαυτό του. ΣΥΝΕΧΕΙΑ
ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛ. 33
Σαφώς αυτό ζητάμε από έναν επαγγελματία,  αλλά από την άλλη  ζητάμε από τον ιατρό να φερθεί ως άνθρωπος αλλά ζητάμε από τον αστυνομικό να φερθεί ως επαγγελματίας και εκείνη την στιγμή να αποκηρύξει την ανθρώπινη αντίδρασή του. Δηλώσεις αστυνομικών κατά καιρούς έχουν εκφράσει αυτήν την ανθρώπινη πλευρά τους λέγοντας πως όταν έχεις απέναντί σου κάποιον δυο φορές πιο βαρύ από σένα ή όταν κρατάει όπλο, κοντάρι ή σύριγγα τότε ξεχνάς το καθήκον σου και το μόνο που σκέπτεσαι είναι να επιβιώσεις. Αυτό  βέβαια διορθώνεται σε κάποιο μέτρο με την καλή εκπαίδευση και την παιδεία. Ίσως πάλι είμαστε όλοι προετοιμασμένοι στο να δεχθούμε μια « λογική » βία και αντιδρούμε δικαιολογημένα για την υπερβολική και αναίτια βία.
Από την άλλη γιατί να μην το ζητήσουμε και από τα άτομα που συμμετέχουν σε μια διαδήλωση,  να φερθούν  ώριμα και υπεύθυνα. Όμως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε  τι κατέβασε τον καθένα από αυτά τα άτομα στον δρόμο και ίσως και το κατέβασμα στους δρόμους να  δείχνει μια ωριμότητα, έστω  πολιτική  και αυτό όμως είναι που τους κάνει ενεργούς πολίτες. Ο θυμός και η αδικία είναι που σε  σηκώνουν από τον καναπέ σου και σε βγάζουν από το σπίτι σου. Οι διαδηλωτές πάλι (οι μη εκπαιδευμένοι) αντιμετωπίζουν τον ίδιο φόβο όταν βρίσκονται μπροστά σε μία συμπαγή  διμοιρία πάνοπλων αστυνομικών και η αντίδρασή τους αυτόματα στην παραμικρή πρόκληση είτε από την πλευρά τους είτε από την άλλη είναι ή να σκορπίσουν άτακτα ή να επιτεθούν. Ζητάμε από τους αστυνομικούς να φερθούν ως άνθρωποι και όχι σαν ομάδα από την άλλη ζητάμε οι συμμετέχοντες διαδηλωτές να συμπεριφέρονται  συλλογικά κόσμια . Αυτό που δίνει στα άτομα που συμμετέχουν σε μια διαδήλωση  δύναμη και ασφάλεια είναι ακριβώς η αίσθηση ότι ως μέλος της ομάδας και δρώντας  συλλογικά μπορούν να πετύχουν τους σκοπούς τους. Όταν συλληφθούν όμως δικάζονται ως άτομα και έχουν ατομική ευθύνη και δεν κρίνονται ότι αυτό που έπραξαν το έκαναν ως μέλη μιας ομάδας  η οποία λειτουργεί με μια συγκεκριμένη ψυχολογία . Ο διαδηλωτής ζει πάντα με έναν έμφυτο φόβο ότι αν ο αστυνομικός κάνει κάτι,  αυτό λέγεται εφαρμογή του νόμου και αν αυτός κάνει κάτι τότε αυτό λέγεται αντίσταση κατά της αρχής. Η βία από όπου και αν προέρχεται και στις δύο περιπτώσεις είναι η ίδια και γράφεται  με τα ίδια τρία γράμματα. Όχι η βία δεν είναι δικαιολογημένη. Η άσκηση βίας όπου και αν ασκήθηκε έφερε περισσότερη βία, είτε στην Γαλλική Επανάσταση είτε στα τελευταία γεγονότα με την Αραβική Ανοιξη. Κάποιος μπορεί να πει ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα αλλά αυτό  είναι θέμα  που σηκώνει πολύ συζήτηση. Η μη βία όμως που ακολούθησε ο Μαχάτμα Γκάντι απελευθέρωσε την Ινδία. Κατά κανόνα όμως μπορούμε να πούμε ότι οι διαδηλώσεις είναι ήρεμες και συνήθως τα εισερχόμενα σε αυτές άτομα είναι αυτά που γίνονται η θρυαλλίδα με αποτέλεσμα το κλίμα να γίνει εκρηκτικό.  Μεγαλύτερη ευθύνη για την δημιουργία επεισοδίων μεταξύ των δύο ομάδων φέρουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις  που δεν προσπαθούν να προλάβουν εκρηκτικές καταστάσεις  οι οποίες μπορούν να φέρουν ένταση αλλά και τις εκάστοτε αντιπολιτεύσεις η οποίες βασιζόμενες  στο θυμικό των διαδηλωτών προσπαθούν πολλές φορές να αλώσουν την εξουσία χρησιμοποιώντας τους ως μοχλός πίεσης. Χρησιμοποιούν δε και τις δύο «αντίπαλες»  ομάδες ως αναλώσιμες για να επιτύχουν τους σκοπούς τους.
Τελειώνοντας, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κοιτώντας με άλλη ματιά , ότι όλα αυτά που είδαμε από «μακριά» αν πλησιάσουμε θα δούμε ότι η «μάζα» των διαδηλωτών δεν είναι άλλοι από την Μαρία, τον Γιώργο, την Ελένη και στο «μπουλούκι» των αστυνομικών είναι ο Γιάννης, ο Κώστας, η Σοφία οι οποίοι είναι αδέλφια ή γονείς με τους «αντιπάλους» τους.
Ίσως ήρθε ο καιρός να διεκδικήσουμε με διαδηλώσεις την μη βία.

Μαρία Μαρτίνου
Κανελλάκη
Φοιτήτρια Νομικής

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου