Eνώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου θα συζητηθεί στην προσεχή του συνεδρίαση αγωγή που υπέβαλε ένας εργολάβος οικοδομών, που βρέθηκε κατηγορούμενος σε υπόθεση ξεπλύματος μαύρου χρήματος, κατά της «Deutsche Bank Spa», που εδρεύει στο Μιλάνο Ιταλίας.
Ο εργολάβος διεκδικεί χρηματική αποζημίωση συνολικού ύψους 260.000 ευρώ, ως ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη.
Η υπόθεση είναι η πρώτη από μια σειρά υποθέσεων ξεπλύματος μαύρου χρήματος που απασχόλησαν τοπικά τη δικαιοσύνη και αφορούν, όπως έχει αποκαλύψει η “δημοκρατική”, τη χρήση τραπεζικών λογαριασμών Δωδεκανησίων για την άντληση κεφαλαίων, που προέρχονται από την εξαπάτηση υπαλλήλων αλλοδαπών τραπεζών.
Σε αρμόδιους υπαλλήλους αλλοδαπών τραπεζών απεστάλησαν συγκεκριμένα πλαστογραφημένες εντολές για εμβάσματα χρημάτων από λογαριασμούς πελατών τους, που διοχετεύτηκαν σε λογαριασμούς Δωδεκανησίων με τους οποίους οι πρωταγωνιστές της απάτης φέρονται να είχαν υπογράψει ιδιωτικά συμφωνητικά για την εκτέλεση εργασιών ή για την αγορά περιουσιακών τους στοιχείων από τα οποία υπαναχώρησαν μετά την ανάληψη των υπεξαιρεθέντων χρημάτων, την επιστροφή των οποίων και αξίωσαν.
Ο εργολάβος μετά από μια πολυετή δικαστική περιπέτεια κρίθηκε αθώος των αδικημάτων της απάτης και απόπειρας απάτης και της απόπειρας νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα μαζί με έναν κάτοικο του Παραδεισίου, που καταμηνύθηκαν από την ιταλική τράπεζα.
Φερόταν συγκεκριμένα στη Ρόδο κατά το πρώτο εικοσαήμερο του Σεπτεμβρίου 2002 να έπεισε αγνώστων στοιχείων συμμέτοχό του, να καταρτίσει στις 20.9.2002 στην ιταλική γλώσσα, πλαστή εντολή μεταφοράς του χρηματικού ποσού των 963.715,07 ευρώ απευθυνόμενη προς την μηνύτρια τράπεζα στην οποία τέθηκε το λογότυπο της ιταλικής εταιρείας με την επωνυμία ARTSANA SPA, η οποία εδρεύει στο Como, σε λογαριασμό του στο υποκατάστημα της Alpha Bank στην Ιαλυσό. Στα έγγραφα είχαν τεθεί κατ’ απομίμηση οι υπογραφές και τα ονοματεπώνυμα των δύο διευθυνόντων συμβούλων της ARTSANA, Mario Merlo και Enrico Catelli, ως και το λογότυπο της εταιρείας, με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση του τους αρμόδιους υπαλλήλους της μηνύτριας τράπεζας, ως προς την γνησιότητα της εντολής.
Ο εργολάβος είχε υποβάλει μήνυση για ψευδή καταμήνυση από κοινού σε 3 υπαλλήλους της Ιταλικής Τράπεζας Deutsche Bank Spa, που τον καταμήνυσαν. Η υπόθεση εξετάστηκε και οι τραπεζικοί υπάλληλοι απηλλάγησαν από την κατηγορία. Υποστήριξε από την πρώτη στιγμή ότι και ο ίδιος είναι θύμα απάτης ισχυριζόμενος ότι ένας Ιταλός υπήκοος ονόματι Loopi Paolo (το όνομα αυτό εμφανίζεται και σε άλλες υποθέσεις ξεπλύματος μαύρου χρήματος που απασχολούν τοπικά τη δικαιοσύνη) του είχε αναθέσει το έργο της κατασκευής ξενοδοχειακής μονάδας 80 δωματίων στη Ρόδο, υπογράφοντας μαζί του προς τούτο σχετικό συμφωνητικό.
Ισχυρίστηκε ότι όταν του έμβασε την 24-9-2002 το ποσό των 963.715,07 ευρώ στον λογαριασμό του για τις ανάγκες του έργου, ανέλαβε αυθημερόν σε μετρητά 30.000 ευρώ και από 450.000 σε δύο τραπεζικές επιταγές. Ισχυρίστηκε παραπέρα ότι τα χρήματα αυτά του τα επέστρεψε την ίδια ημέρα το μεσημέρι γιατί υπαναχώρησε από την εργολαβική συμφωνία, ενώ τόνισε ότι η τράπεζα του δέσμευσε ακόμη 60.000 ευρώ που είχε στο λογαριασμό του μετά την αποκάλυψη της απάτης. Ισχυρίστηκε ακόμη ότι ευθύνη για την απάτη φέρει και ο υπάλληλος της τράπεζας που δεν ήλεγξε αν η εντολή ανάληψης και αποστολής των χρημάτων ήταν γνήσια αλλά και για το λόγο ότι βεβαίωσε σε διευθυντικό στέλεχος της ίδιας τράπεζας ότι για τη συγκεκριμένη εντολή εμβάσματος είχε εις χείρας του και το πρωτότυπο έγγραφο παρότι είχε μόνο ένα φαξ ο αριθμός του οποίου μάλιστα δεν αντιστοιχούσε με τον αριθμό της εταιρείας Artsana Spa.
Στην αγωγή του κατά της τράπεζας επισημαίνει ότι με βάση τη μήνυσή της εκδόθηκε το υπ’ αριθμ. 36/09-05-2008 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδ/σου, με το οποίο παραπέμφθηκε να δικαστεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δωδεκανήσου. Ισχυρίζεται ότι η τράπεζα με τη μήνυσή της διέπραξε το αδίκημα της δυσφήμισης και της εξύβρισης, διότι τον κατονομάζει απατεώνα, πλαστογράφο και μέλος μαφίας που προβαίνει σε ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, αν και γνώριζε πως η απώλεια του χρηματικού ποσού που είχε οφειλόταν στην παράνομη ενέργεια τριών υπαλλήλων της, οι οποίοι με ένα απλό έγγραφο Φαξ που περιήλθε στην κατοχή τους και χωρίς να κάνουν τις δέουσες διασταυρώσεις από την εταιρεία που φερόταν να απέστειλε το έγγραφο αυτό, έδωσαν εντολή να διαβιβαστεί σημαντικό ποσό στην Ελλάδα. Υποστηρίζει ότι ως εργολάβος οικοδομών που ήταν μετά την εμπλοκή του στην υπόθεση κανείς δεν τον εμπιστευόταν και έκτοτε δεν ανέλαβε καμία απολύτως εργασία διότι όλοι τον θεωρούσαν απατεώνα και μέλος μαφίας. Τονίζει επιπλέον ότι είχαν δεσμευτεί τα χρήματα που διατηρούσε σε τράπεζα τα οποία αποτελούσαν οικονομίες μιας ζωής, ότι διαλύθηκε η οικογένειά του και ότι οδηγήθηκε σε διάσταση με τη σύζυγό του. Η παραπομπή του, όπως τονίζει, τον έκανε να ντρέπεται να κυκλοφορήσει στο δρόμο, αφού όλοι τον θεωρούσαν μπλεγμένο με Ιταλική μαφία και έτσι άρχισε να καταναλώνει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και έχει εθιστεί με αυτό για να ξεπεράσει την ντροπή που ένιωθε και την κατάθλιψη στην οποία είχε περιέλθει.
Ως συνήγορός του παρίσταται ο δικηγόρος κ. Μαν. Βλάχος.